Μία κουβέρτα, τα εισιτήρια επιστροφής και ένα λαμπάκι απ’ το σωσίβιο που φορούσε είναι ό,τι έχει κρατήσει από το “Νorman Atlantic” το πλοίο που πήρε φωτιά, ενώ κινούνταν από την Ελλάδα προς την Ιταλία τον Δεκέμβρη του 2014, ο Χανιώτης Μιχάλης Μανουσάκης. Μαζί με τον 11χρονο τότε γιο του Μάρκο ταξίδευε με προορισμό τη Γερμανία όπου θα περνούσαν την Πρωτοχρονιά μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά του. Η αγωνία της επιβίωσης, το άγχος να εξασφαλίσει τη διάσωση του παιδιού του αρχικά και στη συνέχεια να βρει και αυτός μία θέση στο ελικόπτερο που έπαιρνε τον κόσμο πάνω από το φλεγόμενο σκάφος είχαν αναδειχθεί στη συνέντευξή του στα “Χ.Ν.” τότε (http://www.haniotika-nea.gr/efialtis-sta-nera-tou-ioniou/).
Από το ναυάγιο έχουν μείνει μόνο κάποια πράγματα που κράτησε, αλλά κυρίως μνήμες που δεν τον εγκαταλείπουν. «Εχω κρατήσει την κουβέρτα με την οποία ήμουν τυλιγμένος για να μην κρυώνω, τα εισιτήρια και το λαμπάκι από το σωσίβιο. Τι έχασα; Ενα αυτοκίνητο φορτωμένο με διάφορα είδη με τα οποία πηγαίναμε να περάσουμε τις γιορτές στη Γερμανία. Τα δηλώσαμε όλα, αλλά ακόμα δεν έχουμε πάρει καμία αποζημίωση» λέει.
Πρόσφατα ο κ. Μανουσάκης χρειάστηκε πάλι να ταξιδέψει στην ίδια γραμμή. «Είχα πάει αεροπορικώς στη Γερμανία, αγόρασα ένα αυτοκίνητο και το έφερνα κάτω. Εφτασα στην Αγκόνα και το πλοίο με το οποίο είχα κλείσει εισιτήριο ήταν το “Αστερίον” πρώην “Norman Pacific” το δίδυμο πλοίο του “Norman Atlantic”. Με το που μπήκα στο πλοίο άνοιξα πόρτες, έψαξα τους διαδρόμους διαφυγής, ανέβηκα στο 6ο κατάστρωμα, εκεί που ήταν οι μπαταρίες, στις ντιζελομηχανές. Ηθελα να ελέγξω τα πάντα να μην την πατήσω σαν την άλλη φορά. Ταξίδευα με τον αδελφό μου και το βράδυ του είπα να κοιμηθεί αυτός, γιατί εγώ δεν ήθελα να με πάρει ο ύπνος. Δεν θέλω να κάνω αυτό το ταξίδι, είναι αλήθεια γιατί μου ξυπνούν αρνητικές μνήμες. Οι θάνατοι που είδα, τους ανθρώπους να πέφτουν στη θάλασσα, άλλους να προσπαθούν να αγωνίζονται να βρουν μία θέση που να μην βρέχονται… όταν πηγαίνω κάπου θέλω να περάσω καλά, δεν θέλω να σκέφτομαι αυτά τα πράγματα. Στη γραμμή των Χανίων ανεβοκατεβαίνω χωρίς πρόβλημα, αλλά Ελλάδα – Ιταλία δεν μπορώ να μην σκεφτώ όσα ζήσαμε…» καταλήγει ο συνομιλητής μας.
Το “Norman Atlantic”
Στο “Norman Atlantic” ξέσπασε πυρκαγιά τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Δεκεμβρίου του 2014. Η φωτιά σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις προήλθε από τον χώρο του γκαράζ, ενώ το πλοίο έπλεε με κατεύθυνση την Ιταλία. Η πλειοψηφία των επιβατών απομακρύνθηκε χάρη στις προσπάθειες μελών του πληρώματος και ελικοπτέρων. Εννιά είναι οι επίσημοι νεκροί και 19 οι αγνοούμενοι, χωρίς να υπολογιστούν οι λαθρεπιβάτες που βρίσκονταν στο αμπάρι του.
Ενα ναυάγιο 100 ετών
Στον βυθό του Κρητικού πελάγους κοντά στο Μαράθι βρίσκεται το “Minnewaska III”, ένα πλοίο του βρετανικού ναυτικού που βυθίστηκε από γερμανική νάρκη τον Νοέμβριο του 1916.
Το πλοίο μετέφερε στρατεύματα των συμμάχων από την Αλεξάνδρεια στη Θεσσαλονίκη. Φυσικά σήμερα δεν υπάρχει κάποιος που να βρίσκεται εν ζωή και να είχε ζήσει τα τότε γεγονότα. Ομως, από το ναυάγιο υπάρχουν πολλές γραπτές αναφορές, αλλά και πολλά κειμήλια και αντικείμενα που κατά καιρούς συλλέχθηκαν από τολμηρούς βουτηχτάδες.
Αρκετά αντικείμενα βρίσκονται στα χέρια και Χανιωτών ανάμεσά τους και ένας μεταλλικός δίσκος που χρησιμοποιούνταν για να σερβίρεται ο καπετάνιος. Ο δίσκος βρίσκεται σήμερα στην κατοχή του Μ. Καλλιγέρη.
«Ο δίσκος είναι στα χέρια της οικογένειάς μου καθώς τον αγόρασε την περίοδο της Κατοχής ο πατέρας μου από έναν Στερνιανό. Οι Στερνιανοί βουτούσαν στο ναυάγιο για χρόνια προκειμένου να βρουν αντικείμενα αξίας» αναφέρει ο κ. Καλλιγέρης.
Παράλληλα, σημειώνει πως με βάση τα όσα του είχε πει μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο γραμματέας του Αυστροουγγρικού Προξενείου (η Αυστροουγγαρία ήταν σύμμαχος των Γερμανών) τα Γερμανικά υποβρύχια εφοδιάζονταν από αλιευτικά από τα Χανιά στο Κρητικό πέλαγος και οι ιδιοκτήτες τους κέρδισαν πολλά χρήματα.
Στις 29 Νοεμβρίου του 1916 το “Minnewaska” απέπλευσε από τον κόλπο της Σούδας, που είχε δέσει για διάφορες εργασίες και ανεφοδιασμό και έπεσε πάνω σε νάρκη που είχε ποντίσει Γερμανικό υποβρύχιο στη βορειοδυτική έξοδο από τον κόλπο της Σούδας. Από τη σύγκρουση δημιουργήθηκε μία τεράστια ρωγμή στο κάτω μέρος και το πλοίο ξεκίνησε να βουλιάζει. Ο καπετάνιος του κατάφερε να το προσαράξει. Από το πλοίο διεσώθησαν επιτυχώς 1.800 στρατιώτες και ναύτες και μόνο 3 – 4 πνίγηκαν.
Πριν από 3 χρόνια η Λέσχη Αυτοδυτών Κρήτης ερεύνησε διεξοδικά το ναυάγιο (περισσότερες πληροφορίες στο http://www. haniotika-nea.gr/123809-to-xameno-nauagio-tou-minnewaska-iii/).
«Μαζί με τη μέλλουσα γυναίκα μου»
Μαζί με την τότε αρραβωνιαστικιά του και μετέπειτα σύζυγό του ο κ. Παναγιώτης Τσοκάνης είχε ένα απρόσμενο για τους άλλους, αλλά σίγουρο για τον ίδιο ναυάγιο στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Με τον βαθμό του υποπλοιάρχου βρισκόταν στο φορτηγό πλοίο “Nτορλί” στο Μαρόκο στο λιμάνι του Αγκαντίρ.
«Είχαμε φορτώσει κοντέινερ που είχαν μέσα ψάρια. Τα ψάρια τα έφερναν αλιευτικά σε ένα εργοστάσιο στο λιμάνι, τα είχαν καταψύξει σε ένα εργοστάσιο και στη συνέχεια τα παίρναμε εμείς για να τα μεταφέρουμε στην Ελλάδα. Εγώ ήμουν υποπλοίαρχος. Με βάση το πλάνο που είχαμε για τα κοντέινερ που θα έπρεπε να μεταφέρουμε αυτό που είπα από την αρχή ήταν ότι είναι αδύνατο να τα μεταφέρουμε. Αλλαζε το κέντρο βάρους του πλοίου» θυμάται ο κ. Παναγιώτης.
Μετέφερε τις ανησυχίες και τις ενστάσεις του στον καπετάνιο τότε. Είπα «αν πάρουμε αυτά τα κοντέινερ θα βουλιάξουμε. Δεν τα “παίρνει” το καράβι. Να μην τα μεταφέρουμε όλα». Ο καπετάνιος ήταν από τη Σύρο, μου λέει να το πούμε στη ναυτιλιακή μας εταιρεία. Η εταιρεία όμως ήταν ανένδοτη, ήθελε να τα πάρουμε όλα τα κοντέινερ. Εγώ είχα σε αυτό το ταξίδι μαζί την αρραβωνιαστικιά μου και ο πρώτος μηχανικός τη γυναίκα και το παιδί του. Τους είπα να φύγουν, να γυρίσουν αεροπορικώς στην Ελλάδα, γιατί το ταξίδι γίνονταν επικίνδυνο. Της λέω «μάζεψέ τα και φύγε», το ίδιο και στη γυναίκα του Α’ μηχανικού. Ημουν 99% σίγουρος ότι το πλοίο θα βουλιάξει… Μου λέει ο Α’ μηχανικός «μη φοβάσαι, μόλις βγούμε από το λιμάνι θα “σαβουρώσω” (θα πάρω νερό) ώστε να κατέβει το κέντρο βάρους και δεν θα έχουμε πρόβλημα». Εγώ πάλι είχα πολλές αμφιβολίες… τελικά η γυναίκα μου έμεινε, το ίδιο και η οικογένεια του Α’ μηχανικού».
Το πλοίο φεύγει από το λιμάνι και ο κ. Τσοκάνης πάει στη γέφυρα και πιάνει το τιμόνι στα χέρια του. «Κάποιος που πιάνει το τιμόνι και έχει μία εμπειρία καταλαβαίνει τι γίνεται και αν το σκάφος ελέγχεται. Οταν για να στρίψεις 10 μοίρες, πρέπει να στρίψεις 20 καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να ελέγξεις το σκάφος. Αγκομαχούσε, δεν μπορούσε να στρίψει, δεν μπορούσε να κινηθεί όπως πριν. Μετά από μία ώρα ξαφνικά παίρνει μία κλίση αριστερά 30 μοίρες. Από την κλίση τα κοντέινερ που ήταν στην κουβέρτα, επειδή κόπηκαν τα συρματόσχοινα που τα κρατούσαν έπεσαν στη θάλασσα! Ειδοποιώ το μηχανοστάσιο να ανέβουν πάνω, γιατί βουλιάζουμε. Ανέβηκε όντως το πλήρωμα και άρχισαν να μπαίνουν στις βάρκες, το ίδιο και η γυναίκα μου!
Μου λέει ο καπετάνιος έλα και εσύ στις βάρκες να φύγουμε, αλλά εγώ αποφασίζω να μείνω καθώς το πλοίο είχε πάρει κλίση, αλλά δεν είχε έλθει “το πάνω κάτω”. Φεύγουν με τις βάρκες, μου φώναζε η γυναίκα μου «Παναγιώτη έλα και εσύ…» εγώ όμως πίστευα ότι μπορούσα να το κρατήσω μέχρι να έρθουν τα ρυμουλκά. Παίρνει πάλι κλίση αυτή τη φορά από την άλλη πλευρά 30 – 40 μοίρες. Το ξανασκέφθηκα και βγαίνω στο “φτερό” της γέφυρας και βουτάω στη θάλασσα, απ’ όπου και στη συνέχεια κολύμπησα μέχρι τις βάρκες. Μετά, όταν μας πήγαν στο Νοσοκομείο μάς είπαν ότι στο σημείο εκεί που βούτηξα πήγαιναν τους τουρίστες για να… ψαρέψουν καρχαρίες, γιατί είναι άφθονοι! Το πλοίο τελικά δεν βούλιαξε, κρατήθηκε στην επιφάνεια και στη συνέχεια το τράβηξαν πίσω στο λιμάνι… Εκτοτε εγώ ταξίδεψα για 2 – 3 χρόνια, η γυναίκα μου όμως όχι. Ηταν μια εμπειρία που τώρα βέβαια μπορώ να τη διακωμωδώ. Τότε όμως όχι… Δεν κράτησα τίποτα από αυτό το ταξίδι. Μόνο τη γυναίκα μου!».
Αναζητώντας και πάλι το “Ηράκλειον”
Ο Σταύρος Λαγωνικάκης ήταν ανάμεσα στους επιζώντες του “Ηράκλειον” του ναυαγίου τον Δεκέμβρη του 1966 (όλη η ιστορία στο http://www.haniotika-nea.gr/112369-emeina-zwntanos-gia-to-paidi-mou/) που σημάδεψε την Κρήτη και είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία των Εταιρειών Λαϊκής Βάσης (ΑΝΕΚ και Μινωικές Γραμμές).
Πήγαινε στην Αθήνα για να κάνει τις αγορές του για το κατάστημά του, όταν το πλοίο βούλιαξε στη Φαλκονέρα.
«Είχα μαζί μου πολλά χρήματα περίπου 300.000 δρχ. και όπως είναι φυσικό δεν πήρα τίποτα. Οταν δόθηκε το σήμα κινδύνου το πλοίο είχε αρχίσει να παίρνει κλίση. Εφτασα με τα εσώρουχα μέχρι το τέλος του διαδρόμου λίγο πριν βγω έξω και τότε έσβησαν και τα φώτα» λέει.
Βούτηξε στη θάλασσα και πιάστηκε σε ένα κασόνι μαζί με άλλα τρία άτομα. Οταν τον περισυνέλεξαν από ένα πολεμικό σκάφος, την επόμενη το απόγευμα, ήταν μέσα στα πετρέλαια και είχε χάσει και τα εσώρουχά του, όπως και ένα σταυρουλάκι που του είχε χαρίσει μία θεία του καλόγρια από ένα μοναστήρι.
«Το σταυρουλάκι είχε Τίμιο Ξύλο και μου το είχε δώσει η θεία μου που ήταν μοναχή. Το έχασα και αυτό όπως και τόσα άλλα… η μητέρα μου έλεγε ότι το Τίμιο Ξύλο σε βοήθησε και γλύτωσες».
Αρκετά χρόνια μετά το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης πραγματοποίησε έρευνες με ωκεανογραφικό για τον εντοπισμό του ναυαγίου και κάλεσε τον κ. Λαγωνικάκη να συμμετάσχει σε αυτήν την προσπάθεια. «Ερευνήθηκε διεξοδικά όλη η περιοχή, με ραντάρ, με το ωκεανογραφικό. Ημουν ο μοναδικός από τους 46 διασωθέντες που πήρα μήπως για να θυμηθώ κάτι από την περιοχή. Τελικά η προσπάθεια δεν είχε θετικό αποτέλεσμα καθώς δεν εντοπίστηκε το ναυάγιο» μας λέει.