φιερωμένο στους απανταχού της γης ξεριζωμένους
Οι μικρασιάτες που ήρθαν στο Ρέθυμνο μετά την καταστροφή το 1922, που ξεριζώθηκαν με τον πλέον βίαιο τρόπο και άφησαν πίσω τους τη γη τους, έχουν πια στο κέντρο της πόλης στην οποία έφτιαξαν τη ζωή τους, ένα μνημείο να θυμίζει στις νεότερες γενιές την ιστορία. Μια ιστορία γραμμένη με αίμα και πόνο, από ανθρώπους που έφυγαν κυνηγημένοι, βρήκαν έναν νέο τόπο να στήσουν το βιός τους, όχι καλοδεχούμενοι πολλές φορές, και σε αυτόν τον τόπο κατάφεραν και έφεραν τον πολιτισμό και τις αξίες τους και τις επικοινώνησαν σε τέτοιο βαθμό που σήμερα είναι άρρηκτα δεμένες με το Ρέθυμνο.
Το απόγευμα της Κυριακής στα αποκαλυπτήρια του μνημείου της Μικρασιατικής καταστροφής που αφιερώνεται στους απανταχού της γης ξεριζωμένους, ήταν πλήθος κόσμου που απέδωσε την οφειλόμενη τιμή. Βουλευτές, η τοπική αυτοδιοίκηση, δήμαρχοι, δημοτικοί και περιφερειακοί σύμβουλοι, η τοπική εκκλησία, εκπρόσωποι φορέων, έδωσαν το «παρών» στην εκδήλωση.
Το μνημείο έχει χαραγμένο πάνω του τους τόπους καταγωγής των προσφύγων και δεσπόζει η μορφή της Μικρασιάτισσας, έργο του αρχιτέκτονα Μ.Δ. Κουνδουράκη και του γλύπτη Χ.Α. Νεονάκη.
Τα αποκαλυπτήρια έκαναν ο υπερήλικας Γιώργος Χατζησπύρου, ο Γιώργος Δελήμπασης και ο Κυριάκος Αραμπατζογλου και στα «σπλάχνα» του τοποθετήθηκε χώμα από τη Μικρασία.
Οι μικρασιάτες κρατούν ζωντανή την ιστορία τους και αυτό φάνηκε και από τα παιδιά, απόγονους των προσφύγων, τέταρτη γενιά, που άφησαν λουλούδια στο μνημείο.
«Ο ΧΩΡΟΣ ΟΛΟΣ ΜΥΡΙΖΕΙ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ»
Ο πρόεδρος του Συλλόγου Ρεθυμνίων Μικρασιατών, Μανώλης Χατζηκωνσταντίνου, τόνισε στον χαιρετισμό του ότι τα συναισθήματα των ρεθυμνιωτών μικρασιατικής καταγωγής είναι ανάμεικτα. «Από τη μία, ως ρεθεμνιώτες, έχουμε τη χαρά να βάζουμε ένα λιθαράκι στην ιστορική μνήμη του τόπου μας, έχουμε τη χαρά να αφήνουμε ένα ίχνος στον χώρο και τον χρόνο που θα θυμίζει για πάντα τη συμβολή αυτών των ανθρώπων στην ιστορική εξέλιξη του τόπου μας. Από την άλλη ως μικρασιάτες, δεν μπορούμε να μη σκεφτόμαστε με λύπη τον πόνο του ξεριζωμού, τον πόνο της απώλειας αγαπημένων προσώπων και τον πόνο της ξενιτιάς των προγόνων μας. Ταυτόχρονα όμως είμαστε υπερήφανοι για τη δύναμη και το σθένος όλων αυτών των ανθρώπων που βρήκαν το κουράγιο να στήσουν τις ζωές τους από την αρχή, να παλέψουν σε πρώτη φάση για την καθημερινή τους επιβίωση και αφού την εξασφάλισαν να αρχίσουν να ξανακάνουν όνειρα για το μέλλον της δικής τους ζωής αλλά και των παιδιών τους(…) Το μνημείο αυτό ήταν το δικό μας όνειρο, ήταν το ελάχιστο που μπορέσαμε να κάνουμε για τις ψυχές των ανθρώπων αυτών.
Εκεί απέναντι, το τζαμί της Νερατζές, όπου κοιμόταν ο ένας πάνω τον άλλο τους πρώτους δύσκολους χειμώνες, εκεί παραδίπλα τα περιβόλια με τις λεμονιές, όπου μαζεύονταν και έκαναν τα ξακουστά γλέντια τους, εδώ δίπλα το σχολείο, που ακούγονταν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών τους, η ίδια η πλατεία, που με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου ονομάστηκε Πλατεία Μικρασιατών και τώρα το μνημείο αυτό. Ο χώρος όλος μυρίζει Μικρά Ασία».
Ο κ. Χατζηκωνσταντίνου έκανε ιδιαίτερη αναφορά σε όλους όσοι βοήθησαν να ολοκληρωθεί το μνημείο, όταν η εξεύρεση πόρων έγινε πολύ δύσκολη. Η Ιερά Μητρόπολη, ο δήμος, η Περιφέρεια, ο πρώην υπουργός Βασίλης Κεγκέρογλου, αλλά και οι ίδιοι οι δημιουργοί του μνημείου, ήταν αυτοί που στήριξαν την προσπάθεια μέχρι το τέλος.
Ο πρόεδρος του Συλλόγου Ρεθυμνίων Μικρασιατών «Ιωνία», Μιχάλης Καζήλας εξέφρασε τη βαθιά ευγνωμοσύνη του Συλλόγου σε όλους όσοι βοήθησαν με οποιοδήποτε τρόπο στην ανέγερση αυτού του μνημείου. «Είναι το μνημείο μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μ. Ασίας από το τουρκικό κράτος που εξόντωσε εκατοντάδες χιλιάδες, της θηριωδίας που διέπραξαν οι νεότουρκοι με αποκορύφωμα την πυρπόληση της Σμύρνης το 1922… Είναι το μνημείο Μνήμης των παππούδων, μανάδων και πατεράδων μας που με τον τίμιο ιδρώτα τους κατάφεραν να σταθούν στα πόδια τους στη νέα πατρίδα και να προσφέρουν στην πρόοδό της. Είναι μνημείο προσευχής, προσκυνήματος και προπαντών αυτοκριτικής. Ποτέ πια διχασμός. Αιωνία η μνήμη των θυμάτων», σημείωσε μεταξύ άλλων.
«ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΚΑΙ ΑΠΟΨΕ ΚΑΤΙ ΚΑΝΑΜΕ ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ»
Με ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου «Οι νεκροί περιμένουν», που περιέγραψε πολύ γλαφυρά τα όσα πέρασαν οι κυνηγημένοι μικρασιάτες πρόσφυγες, που έφτασαν στην Ελλάδα, ξεκίνησε την ομιλία του ο Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, απόγονος και ο ίδιος μικρασιατών προσφύγων.
«Ανασκαλίζουμε τις στάχτες και τα αποκαΐδια και βρίσκουμε τη φλόγα που καίει ακοίμητη και κατοικεί εντός τους. Οι νεκροί περιμένουν και απόψε κάτι κάναμε για αυτούς(…)», είπε χαρακτηριστικά.
Ο Μητροπολίτης Ευγένιος, τόνισε πως «σήμερα πολλοί ανάμεσά τους και απόγονοι μικρασιατών προσφύγων ήρθαμε να πανηγυρίσουμε για μια πληγή στα πλευρά των ρωμιών που δεν κλείνει 94 χρόνια. Ετούτη η πληγή παρέμενε ανοιχτή και αιμορροούσα. Κακοφορμισμένη, που δεν την περιποιήθηκε κανείς, χρόνια παρατημένη, ηθελημένα θαρρείς από τους προηγούμενους και το πιότερο σημαντικό, με τη μοναδική αίσθηση ο πόνος τούτης της πληγής. Χώρια που όταν νιώσεις πως την κουβαλάς αρχινάς να σεργιανίζεις κοντά της. Σ’ αρέσει να σε πονάει ετούτη η πληγή. Αυτήν την πληγή εμφανίσαμε και θα εμφανίζουμε στο εξής για πάντα στο Ρέθυμνο. Με έναν μόνο σκοπό. Να μην την ξαναζήσουμε και να μην την επιτρέψουμε ποτέ, πουθενά και για κανέναν άλλο».
Από την πλευρά της η αντιπεριφερειάρχης Ρεθύμνου Μαίρη Λιονή, είπε πως το μνημείο είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής στους πεσόντες, μεταξύ των οποίων συγγενείς ρεθυμνίων, και φάρος μνήμης της μεγαλύτερης εθνικής συμφοράς στην ιστορία του νεότερου ελληνισμού. «Η μικρασιατική καταστροφή αποτέλεσε την ταφόπλακα στο όνειρο της Μεγάλης Ιδέας. Οι πρόσφυγες που ξεριζώθηκαν θα φτάσουν έχοντας χάσει τα πάντα στη φτωχή Ελλάδα για να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Έχουν γραφτεί πολλά, όσα όμως και να γραφούν δεν θα είναι ποτέ αρκετά για να αποτυπώσουν με ακρίβεια τα αποτρόπαια γεγονότα και τη φρικαλεότητα που αντιμετώπισε ο πληθυσμός της Μ. Ασίας. Είναι μια μαύρη σελίδα στην ιστορία του ελληνικού έθνους και της ανθρωπότητας και έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη τόσο για τις κτηνωδίες και βαρβαρότητες εναντίον της Μ. Ασίας, όσο και για την προκλητική αυτοχειρία της Ελλάδας λόγω του εθνικού διχασμού. Σε κρίσιμες στιγμές εθνικής δοκιμασίας, όπως η σημερινή, η συλλογική μνήμη είναι πολύτιμη για να διδασκόμαστε από τα λάθη του παρελθόντος και ενωμένοι να παίρνουμε αποφάσεις για το παρόν και το μέλλον της πατρίδας μας».
Οφειλόμενος φόρος τιμής τόνισε ο δήμαρχος Ρεθύμνου Γιώργος Μαρινάκης πως είναι το μνημείο, «αδιάψευστος μάρτυρας της ιστορίας μας και των δεινών των ξεριζωμένων Μικρασιατών».
Μεταξύ άλλων ο κ. Μαρινάκης τόνισε: «Δεν ξεχάσαμε. Και ούτε πρέπει να συνεχίζουμε τη ζωή μας σαν να μην συνέβη ποτέ η Μικρασιατική καταστροφή.
Σ’ αυτή τη διαρκή εγρήγορση, σε αυτήν την αδιάκοπη αφύπνιση, βοήθησαν οι ίδιοι οι Μικρασιάτες. Που ήρθαν στη χώρα μας, ξεριζωμένοι, πληγωμένοι, έχοντας χάσει τα πάντα, εκτός από το κουράγιο, τη δύναμη και την ελπίδα τους. Κι εγκαταστάθηκαν σε νέα γη, που άλλοτε τους δέχθηκε με συμπόνια και αλληλεγγύη κι άλλοτε με καχυποψία και απαξίωση. Και τα κατάφεραν. Με πίστη και πείσμα έκαναν μια νέα αρχή, αφήνοντας ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους, στις κοινωνίες στις οποίες ενσωματώθηκαν. Μοιράστηκαν τον Πολιτισμό και τις παραδόσεις τους, μύησαν τους ντόπιους στις συνήθειές τους, αντάλλαξαν μουσικά ακούσματα και χορούς, προκαλώντας μια υγιή κοινωνική αλληλεπίδραση, που ωφέλησε γηγενείς και νεοφερμένους.
Στο νησί μας και στο Ρέθυμνο, με τους φιλόξενους ανθρώπους που ποτέ δεν ξέχασαν τι θα πει προσφυγιά, αυτή η συνύπαρξη καλλιεργήθηκε και άνθισε, επιτρέποντας την ανάπτυξη μιας δραστήριας κοινότητας Μικραστιατών, οι απόγονοι των οποίων οργανώθηκαν στους δύο Συλλόγους που δρουν στην πόλη μας με αξιοσύνη και είναι οι οικοδεσπότες της αποψινής εκδήλωσης και οι εμπνευστές της εξαιρετικής πρωτοβουλίας της δημιουργάις αυτού του μνημείου.
Απόψε λοιπόν, με συγκίνηση και χαρά που ένας στόχος κοινός επιτεύχθηκε και ενσαρκώνεται στο μνημείο που μόλις αποκαλύφθηκε, τιμούμε τη μνήμη των συνανθρώπων μας που βίωσαν το απευκταίο, τον βίαιο ξεριζωμό από τον τόπο που γεννήθηκαν και αγάπησαν, την απώλεια των δικών τους ανθρώπων και της ζωής που αγωνίστηκαν να χτίσουν και το επικαιροποιούμε το μάθημα ζωής που μας έδωσαν…
Ο Δήμος Ρεθύμνης, με σεβασμό στην ιστορία του Ρεθύμνου και στην αποδεδειγμένη, πλείστες φορές, ανθρωπιά των κατοίκων του, έχει ήδη καταθέσει την αλληλεγγύη του στα θύματα όλων των πολέμων. Το απέδειξε και στην προκείμενη περίπτωση προσφέροντας δημοτικό χώρο και υλικοτεχνική βοήθεια για την εγκατάσταση αυτού του εξαιρετικού Μνημείου, το επιβεβαίωσε ονοματίζοντας τούτη την Πλατεία που με τόσο αγώνα έφτιαξε, ως πλατεία Μικρασιατών, το επιβεβαιώνει παράσχοντας κάθε διευκόλυνση σε κάθε κατατρεγμένο αλλοδαπό, που νόμιμα δηλώνει ότι επιθυμεί και δικαιούται να γίνει μέλος της κοινωνίας μας».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η κα Λιονή απένειμε βραβείο στην πρόεδρο του Λυκείου Ελληνίδων Φέφη Βαλαρή, για τη σημαντική βοήθεια που προσέφεραν οι γυναίκες του Λυκείου στους Μικρασιάτες πρόσφυγες με την άφιξή τους στην πολη.
Ακολούθησε κατάθεση στεφάνων από τους πρόεδρους των δυο συλλόγων, ενώ την εκδήλωση έκλεισε η Χορωδία του Συλλόγου Μικρασιατών.
Π. ΣΥΡΙΑΝΟΓΛΟΥ: Η Ελλάδα αναγεννήθηκε το 1922
«Η μεγαλύτερη τιμή είναι να μην ξεχάσεις και ένας τρόπος είναι αυτό το μνημείο», είπε χαρακτηριστικά ο Παρασκευάς Συριανόγλου, συγγραφέα, που επί χρόνια διετέλεσε πρόεδρος του Συλλόγου Μικρασιατών. Ιδιαίτερα συγκινημένος, αναφέρθηκε στην ιστορία της εποχής αλλά και στην προσπάθεια παραποίησής της που, όπως είπε, γίνεται σήμερα.
Στην ομιλία του που σχολιάστηκε πολύ θετικά, αναφέρθηκε εκτενώς στα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής και στις φρικαλεότητες που έζησαν οι μικρασιάτες και στη συνέχεια στην υποδοχή τους και στις συνθήκες διαβίωσής τους.
«Πάνω από ενάμισι εκατομμύριο ήταν η προσφυγιά που έφτασε στην ελεύθερη Ελλάδα.
Στο Ρέθυμνο φτάσανε και ακουμπήσανε 4.200 ψυχές, χωρίς αποσκευές και διαβατήρια, φορτωμένοι όμως με αφάνταστο πόνο. Η οικονομική κατάσταση εδώ ήταν άθλια. Η επιτροπή που έχει δημιουργηθεί για την υποδοχή της προσφυγιάς αιφνιδιάστηκε. Το υπερωκεάνιο “Πατρίς” είχε εντολή να ξεφορτώσει αρχικά 2.800.
Οι αρχές απούσες, οι λίγοι υπεύθυνοι σήκωσαν τα χέρια ψηλά, ώρες πανικού και απελπισίας. Μέσα σε τούτη τη σαστιμάρα έκαναν την εμφάνισή τους κάποιες ιέρειες της προσφοράς. Οι κυρίες του Λυκείου Ελληνίδων και του Συλλόγου Κυριών με καθοδηγητή τον παπα Γρηγόρη ρίχτηκαν σε ένα απίστευτο αγώνα ανθρωπιάς, προσφοράς και συμπαράστασης. Σε συνεργασία με κάποια μέλη της Επιτροπής, άρχισαν να μοιράζουν τους πρόσφυγες στους καταυλισμούς, οι οποίοι το μόνο που προσφέρουν είναι η προστασία από τις καιρικές συνθήκες».
Αναφέρθηκε στη συνέχεια στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, των προσφύγων σε αποθήκες και παραπήγματα, στους θανάτους ανθρώπων όλων των ηλικιών, τα σοβαρά προβλήματα υγείας, αλλά και στην μεγάλη ψυχική δύναμη που έδειξαν οι μικρασιάτες που κατάφεραν να σταθούν στα πόδια τους.
«Ο χώρος που βρισκόμαστε σήμερα ήταν τότε χώρος πόνου και δακρύων. Οι γιατροί Ρολόγης, Τσουδερός, Σαουνάτσος, Σκορδίλης, Μοάτσος και ο μικρασιάτης Ευκλείδης σε κοινή προσπάθεια με τις εφημερίδες Κρητική Επιθεώρηση και Δημοκρατία, δίνουν έναν αγώνα για να νικήσουν τον θάνατο ο καθένας από το δικό του μετερίζι. Φοβούνται και προειδοποιούν ότι στην ασφυκτικά γεμάτη πόλη πλησιάζουν από κάθε κατεύθυνση όλες οι επιδημίες αφού υπάρχουν οι ιδανικές συνθήκες… Όμως μέσα σε αυτήν την αθλιότητα, άμοιρη προσφυγιά, αντέχεις και αντιστέκεσαι γιατί κάτω από τα κουρέλια σου δίχως να υπολογίσεις κουβάλησες αυτοπεποίθηση και ανυπολόγιστη ψυχική δύναμη. Αντιστέκεσαι γιατί ήρθες φορτωμένη με γνώσεις και πείρα. Τα έκανε όπλα σου από την πρώτη στιγμή και απλώθηκες μέσα κι έξω από την πόλη», είπε χαρακτηριστικά.
Υπογράμμισε, δε, την εχθρότητα με την οποία ήρθαν αντιμέτωποι οι μικρασιάτες από μια μερίδα ελληνικού λαού. «Πολλοί αντιβενιζελικοί αλλά και μια μερίδα που πίστευαν και φοβούνταν ότι κάτι θα χάσουν με τον ερχομό των προσφύγων, προσπάθησαν με τη συμπεριφορά τους να δημιουργήσουν καταστάσεις αρνητικές κι επικίνδυνες. Πέρασαν σχεδόν 100 χρόνια για να αναγνωρίσει η πλειοψηφία του ελληνικού λαού την προσφορά των μικρασιατών. Οι μικρασιάτες που έφτασαν εδώ χωρίς ποτέ να αγνοήσουν την αξία της ζωής, θυσιάστηκαν για τα παιδιά τους, γιατί γνώριζαν ότι αυτά ήταν το μέλλον της φυλής. Η Ελλάδα αναγεννήθηκε το 1922, όχι το 1832, που υποστηρίζουν οι ιστορικοί».
www.goodnet.gr