Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί η Ελούντα παραμένει ένα ισχυρό brand name στον τουρισμό της χώρας, παρά τις κατά καιρούς μεταπτώσεις; Ή γιατί η Κρήτη καταγράφεται και φέτος στην κορυφή των αγαπημένων προορισμών του trip advisor πίσω από Λονδίνο, Παρίσι και Ρώμη;
Η απάντηση είναι αρκετά απλή: Γιατί «η ικανοποίηση του επισκέπτη στον προορισμό – τώρα περισσότερο από ποτέ – καθορίζεται από μη εμπορικούς και άυλους παράγοντες (φιλοξενία από τους κατοίκους της περιοχής, αίσθηση ασφάλειας, περιβάλλον…). Επιπρόσθετα, στους προορισμούς της Νότιας Μεσογείου συγκεκριμένα, η διαμονή και η ποιότητα φαγητού διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της εμπειρίας του επισκέπτη, αποτελώντας ισχυρό «επίκεντρο» της συνολικής ικανοποίησης».
Η παραπάνω συμπερασματική πρόταση προέρχεται από τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης του Ινστιτούτου του ΣΕΤΕ για την αξιολόγηση της αξίας του τουριστικού ονόματος της Ελλάδας, αποδεικνύοντας πως η χώρα γενικά αλλά και η Κρήτη ειδικά, έχουν τεράστια συγκριτικά πλεονεκτήματα στον ανταγωνισμό.
Το ελληνικό τουριστικό προϊόν υπερτερεί στα κύρια κριτήρια ικανοποίησης των τουριστών έναντι των ανταγωνιστικών προορισμών της Νότιας Ευρώπης κι αυτό αποτελεί μια εξαιρετικά σοβαρή είδηση που οφείλει να καθορίσει το μέλλον και την πορεία του τουρισμού σε τοπικό επίπεδο.
Με δεδομένο δε ότι το 50% των ερωτηθέντων τουριστών ήταν επισκέπτες στα νησιά, είναι ξεκάθαρο πως η αποτύπωση των απόψεων τους σχετίζεται άμεσα με τις εμπειρίες που έζησαν στους βασικούς τουριστικούς προορισμούς της χώρας, όπως η Κρήτη.
Ο φιλόξενος χαρακτήρας και η φιλικότητα των κατοίκων, η διαμονή, η αίσθηση ασφάλειας, η γαστρονομία και η ομορφιά των τοπίων αποτελούν τα κορυφαία πέντε κριτήρια ικανοποίησης των τουριστών στην Νότια Ευρώπη (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Μάλτα, Τουρκία και Κροατία). Και στις 5 αυτές κρίσιμες διαστάσεις της τουριστικής εμπειρίας, η Ελλάδα υπερτερεί έναντι του ανταγωνισμού και προσφέρει πολύ υψηλή ικανοποίηση.
Οι υπηρεσίες και η γαστρονομία
Από κει και πέρα είναι εξαιρετικά σημαντικό το δεδομένο που παρουσιάζει η μελέτη για τις υπηρεσίες και τη γαστρονομία. Τα υψηλά επίπεδα ικανοποίησης σχετικά με τη διαμονή και την ποιότητα του φαγητού, μοιάζουν να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της εμπειρίας των επισκεπτών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ανάμεσα στους τουρίστες που αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στη γαστρονομία (foodies), η Ελλάδα προσφέρει άκρως ανταγωνιστικές εμπειρίες τόσο σε επίπεδο ποικιλίας και επιλογής φαγητού όσο και στους περισσότερους άλλους παράγοντες που ενδιαφέρουν τη συγκεκριμένη κατηγορία επισκεπτών, όπως είναι η ψυχαγωγία, η μετακίνηση, η αίσθηση ασφάλειας κ.α. Η τοπική κουζίνα αποτελεί σαφές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του προορισμού!
Όλες οι πτυχές που συνθέτουν την εμπειρία (ποιότητα, ποικιλομορφία, τιμή, φιλοξενία) υπερβαίνουν τον μέσο όρο του ανταγωνισμού, καθιστώντας αναμφισβήτητα την Ελλάδα νικήτρια στην Ευρώπη όσον αφορά τα εν λόγω σημαντικά κριτήρια.
Οι παραλίες
Εξαιρετική είναι επίσης και η εμπειρία στις παραλίες, με εξαίρεση την καθαριότητα όπου η χώρα μας υστερεί σημαντικά έναντι του ανταγωνισμού. Η Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική στην εμπειρία παραλίας, με πολύ υψηλή βαθμολογία για την ομορφιά, την ποικιλομορφία και την εξαιρετικά ασφαλή κολύμβηση. Ωστόσο, υστερεί έναντι του ανταγωνισμού ως προς την καθαριότητα των παραλιών.
Σε επίπεδο μέσων μαζικής μεταφοράς, η Ελλάδα βρίσκεται σε αποδεκτά επίπεδα, λίγο υψηλότερα από τον ανταγωνισμό και ιδιαίτερα ως προς τις τιμές.
Τα στοιχεία στα οποία η Ελλάδα μειονεκτεί συνδέονται κυρίως με τη λειτουργία προορισμών (καθαριότητα, πληροφόρηση, άναρχη πολεοδομία, ποικιλία δραστηριοτήτων).
Τα αρνητικά
Από κει και πέρα όμως η Ελλάδα υστερεί σημαντικά έναντι των ανταγωνιστριών χωρών σε ζητήματα που σχετίζονται με την καθαριότητα, την άναρχη πολεοδόμηση, την ευκολία περιήγησης, τις οδικές υποδομές και τη σηματοδότηση στους τουριστικούς προορισμούς. Όσον αφορά στους πολιτιστικούς πόρους, η Ελλάδα βαθμολογείται θετικά στο κλασικό προϊόν (ιστορικά μνημεία, αξιοθέατα, κλπ.), ωστόσο καταγράφεται η αναγκαιότητα για ανάπτυξη μιας ευρύτερης ποικιλομορφίας (σε επίπεδο προϊόντος, όχι πόρων) – πχ. Βυζαντινός, νεότερος και σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός – αλλά και αναβάθμιση της παρουσίασης των πολιτιστικών πόρων με περισσότερο ενδιαφέροντες τρόπους για τον επισκέπτη (story telling) πέρα από τη βασική τεκμηρίωση που προσφέρεται.
Αρνητική είναι και η εικόνα για άλλους παράγοντες που είναι εξίσου σημαντικοί για τους τουρίστες με ενδιαφέρον στον πολιτισμό, όπως είναι η κατάσταση και η καθαριότητα εντός και εκτός των αρχαιολογικών χώρων, η εικόνα των πόλεων, αλλά και το φάσμα αγοραστικών επιλογών (shopping), οι επιλογές για ψυχαγωγικές δραστηριότητες κλπ.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΤΣΑΛΑΚΗΣ