«Εμένα δεν με πιάνει το αλκοόλ», ή «όταν πιω οδηγώ καλύτερα» ακούμε συχνά να ισχυρίζονται αρκετοί οδηγοί. Είναι όμως αυτή η πραγματικότητα ή μήπως αποτελεί μια ξεκάθαρη πλάνη των οδηγών ότι μπορούν να ελέγξουν τον εαυτό τους έχοντας πιει;
Αυτή την ενδιαφέρουσα παράμετρο, της πλάνης που επικρατεί ανάμεσα στους οδηγούς και των μύθων που όλοι λίγο έως πολύ ακούμε, επικαλούμαστε ή αναφέρουμε σε συζητήσεις για τον κίνδυνο που συνεπάγεται η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, εξήγησε με εξαιρετικά παραστατικό και ουσιαστικό τρόπο ο Διοικητής του Τμήματος Τροχαίας Αγίου Νικολάου Αστυνόμος Β’ Πέτρος Ζερβάκης.
Η συμμετοχή της Τροχαίας Αγίου Νικολάου στην ημερίδα που διοργάνωσε το ΚΕΘΕΑ Αριάδνη (Συμβουλευτικός σταθμός Λασιθίου) στην Ιεράπετρα με θέμα «Αλκοόλ από την παράδοση στην εκτροπή», είχε τη δική της σημασία.
Ομιλητής στην ημερίδα με θέμα «η μέθη σαν παράγοντας πρόκλησης τροχαίων ατυχημάτων» ήταν και ο Διοικητής του Τμήματος Τροχαίας Αγίου Νικολάου, ο οποίος παρουσίασε αναλυτικά και τεκμηριωμένα τα στοιχεία που καθιστούν το αλκοόλ επικίνδυνο και τα όσα προβλέπονται με βάση τη νομοθεσία.
Εκείνο όμως το στοιχείο που πάντα έχει μεγάλο ενδιαφέρον είναι οι λάθος αντιλήψεις που σχηματίζουμε αυθαίρετα οι οδηγοί. Υπάρχουν αρκετά διαδεδομένες πλάνες που κυκλοφορούν και που είναι – εν μέρει – η αιτία για την οποία το πρόβλημα δεν έχει γίνει κατανοητό και δεν έχουν συνειδητοποιηθεί οι συνέπειες του αλκοόλ στην οδήγηση. «Όταν πιω οδηγώ καλύτερα». Λέει μια από αυτές. Ωστόσο αυτό δεν αλήθεια γιατί η αλκοόλη δημιουργεί συναισθήματα ευφορίας, μείωση της αντίληψης του κινδύνου, μείωση της κριτικής ικανότητας και παράλληλα το πλαστό αίσθημα στον οδηγό και την εντύπωση ότι οδηγεί καλύτερα, ενώ στην πραγματικότητα όλες οι απαιτούμενες ικανότητες του έχουν μειωθεί επικίνδυνα.
Αντίστοιχη είναι και η άποψη πως «εμένα δεν με πιάνει το αλκοόλ». Μια πλάνη που δημιουργείται από την εντύπωση ότι μόνο όσοι έχουν φθάσει σε προχωρημένα στάδια μέθης δεν μπορούν να οδηγήσουν και που είναι εντελώς λανθασμένη άποψη, διότι οι ικανότητες οδήγησης μπορεί να έχουν μειωθεί, χωρίς εμφανή σημεία μέθης. Στην ίδια λογική κινείται και η αντίληψη που ισχυρίζεται πως «δεν μπορούν να οδηγήσουν οι πραγματικά μεθυσμένοι». Ωστόσο η πράξη λέει πως το ίδιο αν όχι περισσότερο επικίνδυνοι είναι οι οδηγοί που έχουν πιει λίγο, διότι δεν θεωρούν τον εαυτό τους ότι έχει επηρεαστεί και δεν προσέχουν καθόλου. Είναι δε πλέον τεκμηριωμένο ότι και με 0,3 gr αλκοόλης στο αίμα η ικανότητα οδήγησης έχει μειωθεί.
Εξίσου παράδοξη είναι η φράση που λένε κάποιοι οδηγοί: «Έχω οδηγήσει τόσες φορές μετά από αλκοόλ και δεν έχει συμβεί ποτέ τίποτα».
Αρκετές φορές τα πράγματα μπορεί να πάνε καλά, διότι δεν παρουσιάστηκε κανένας απρόβλεπτος παράγοντας, εξήγησε ο κ. Ζερβάκης μιλώντας στην εκδήλωση και υπενθυμίζοντας πως αν ένας πεζός που μπαίνει ξαφνικά στο δρόμο, ένα όχημα που ενεργεί απότομο ελιγμό κι άλλες αναποδιές δεν συμβούν, ενδεχομένως οι ικανότητες του οδηγού δεν θα δοκιμαστούν έντονα. Όμως η πρόληψη των τροχαίων ατυχημάτων γίνεται με τους νόμους των πιθανοτήτων και κανείς δεν γνωρίζει το πότε ένα παιδάκι θα πεταχτεί ξαφνικά για να πιάσει την μπάλα του και τότε, λόγω μείωσης των ικανοτήτων το όχημα θα το χτυπήσει και θα το παρασύρει πριν καν ο οδηγός προφθάσει να ακουμπήσει το φρένο, αν κάνει τέτοια προσπάθεια», όπως σημειώνει ο Διοικητής της Τροχαίας.
«Εγώ είμαι οδηγός με μεγάλες ικανότητες και δεν επηρεάζομαι από το ποτό». Κι αυτή είναι όπως μαρτυρούν τα στοιχεία μια ακόμα πλάνη των οδηγών και μάλιστα, πολύ μεγάλη πλάνη.
«Η ικανότητα δεν παίζει το ρόλο που της αποδίδουμε, τουλάχιστον σ’ αυτόν τον τομέα και ικανοί οδηγοί επηρεάζονται αρνητικά από την αλκοόλη και μάλιστα, επειδή συνήθως υπερτιμούν τις δυνάμεις τους, δημιουργούν πολλά ατυχήματα», μας εξηγεί ο κ. Ζερβάκης.
Σύμφωνα πάντως με τα στοιχεία που παρουσίασε ο ίδιος υπάρχει μια ακόμα πλάνη, που δεν είναι τόσο γνωστή, αλλά ισχύει κι έχει την δική της βαρύτητα. Είναι η άποψη που λέει πως «θα πάω με το αυτοκίνητο, αλλά δεν θα πιω». Τα δεδομένα όμως μαρτυρούν πως είναι σχεδόν αδύνατον να πάει κανείς σε ταβέρνα ή σε μπαρ και να μην πιει. Για αυτό άλλωστε, τονίζεται συχνά στα μηνύματα πρόληψης πως εάν κανείς θέλει να διασκεδάσει, αφήνει το αυτοκίνητο ή τη μοτοσικλέτα στο σπίτι.