Πέρα από το υγειονομικό σκέλος, η οικονομία είναι αυτή που βρίσκεται ήδη και θα βρεθεί το επόμενο διάστημα ακόμη περισσότερο στο επίκεντρο των συνεπειών της πανδημίας και των lockdown. Τους επόμενους μήνες, πολλοί επιχειρηματίες θα κληθούν να καλύψουν φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις που ανεστάλησαν μεν για ένα διάστημα, θα μετακυληθούν ωστόσο ουσιαστικά χρονικά προς τα πέρα, ενώ την ίδια ώρα πολλοί εργαζόμενοι σε αναστολή βρίσκονται σε καθεστώς ανασφάλειας και αβεβαιότητας λαμβάνοντας απλά ένα επίδομα από το κράτος.
Η ύφεση δε με την οποία θα κληθούμε να έλθουμε αντιμέτωποι το επόμενο έτος, μετά και τη δεύτερη καραντίνα, αναμένεται όπως δηλώνει στην ΑΝΑΤΟΛΗ και στο δημοσιογράφο Νίκο Σγουρό ο πρόεδρος του Τμήματος Ανατολικής Κρήτης του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος Σταύρος Καρτέρης, να ξεπεράσει τις δέκα ποσοστιαίες μονάδες.
«Παρά τις αρχικές προβλέψεις για 8% και μετά την αναθεώρηση του προϋπολογισμού θα ξεπεράσει το 10%» αναφέρει, τονίζοντας πως κάθε επιπλέον μήνας lockdown προσθέτει στο ΑΕΠ μία ύφεση της τάξης του 2 με 3%. «Μεγάλο νούμερο και μην ξεχνάμε ότι η χώρα μας έχει βγει από μία βαθιά ύφεση, μέσα από τρία μνημόνια, χάνοντας άλλο ένα 25% του εισοδήματος της, οπότε θα βρεθούμε στο τέλος του 2021, μέσα σε μία δεκαετία, η χώρα να έχει χάσει 35% του πλούτου της».
Κάτι που θα γυρίσει την Ελλάδα σε επίπεδα πριν από την ένταξή της στην Οικονομική Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), πριν το 2002 ουσιαστικά. «Σε επίπεδα πραγματικά πολύ χαμηλά και είναι κάτι που και εμάς σαν οικονομολόγους μας προβληματίζει. Προσπαθούμε να κρατήσουμε και εμείς, όσο μπορούμε, την αισιοδοξία μας για την επόμενη μέρα. Βιώνουμε έκτακτες συνθήκες, είναι δεδομένο ότι δεν μπορούσε κανείς να σχεδιάσει και να προβλέψει», τονίζει.
«Να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις χώρες του νότου»
Ο ίδιος διαπιστώνει ότι η Ευρώπη έχει αρχίσει να γίνεται πιο ευέλικτη. «Όλα αυτά τα μέτρα τα οποία ελήφθησαν εν μέσω της πανδημίας, δηλαδή η ακύρωση του συμφώνου σταθερότητας, το κομμάτι των πρωτογενών ελλειμμάτων αλλά πάνω από όλα το κομμάτι της αμοιβαιοποίησης του χρέους μέσα από το Ταμείο Ανάκαμψης, είναι δείγματα του ότι η Ευρώπη πλέον κατανοεί το μέγεθος του προβλήματος και παίρνει αποφάσεις που πριν από λίγα χρόνια δεν περίμενε κανένας να μπορούσα να παρθούν».
Συμπληρώνει, ωστόσο, πως υπάρχουν – και ειδικά σε περιόδους πανδημίας που παραπέμπουν και σε περιόδους πολέμου όπως αυτή που βιώνουμε – περιθώρια ούτως ώστε η Ενωμένη Ευρώπη να σταθεί ακόμη πιο γενναιόδωρη απέναντι στα κράτη-μέλη, χωρίς οι βόρειες χώρες να υπερτερούν ή να ανακόπτουν αντίστοιχη βοήθεια προς τις χώρες του νότου.
Όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άλλωστε, λαμβάνουν ξεχωριστά μέτρα στήριξης των πληγέντων οικονομιών τους. «Ήδη η Γερμανία έχει λάβει μέτρα τόνωσης της οικονομίας που ξεπερνούν το 1 τρις και εάν σκεφτούμε ότι η Γερμανία έχει ένα ΑΕΠ 4 περίπου τρις, αυτό σημαίνει ότι το 25% περίπου του ΑΕΠ της θα δαπανηθεί για έκτακτα μέτρα στήριξης της οικονομίας, βλέπουμε ότι οι πλούσιες χώρες του βορρά έχουν άλλες δυνατότητες να διαχειριστούν. Γι’ αυτό, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση και η Ευρώπη να δώσει μεγαλύτερη έμφαση κυρίως στις χώρες του νότου». Αυτό, τονίζει, ήταν και το σκεπτικό της διανομής των χρημάτων του Ταμείου Ανάκαμψης (19,5 δις μέσω επιχορηγήσεων και 12,5 μέσω δανείων).
«Το β΄ εξάμηνο του ’21 τα χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης»
Στο ερώτημα εάν μέρος των χρημάτων αυτών θα έχουν φτάσει στη χώρα μας εντός του πρώτου εξαμήνου του 2021, ο κ Καρτέρης εκτιμά πως αυτό «θα είναι πολύ δύσκολο, μετά το βέτο που έθεσαν Πολωνία και Ουγγαρία αναφορικά με τη διαχείριση των πόρων του Ταμείου». Το δεύτερο εξάμηνο του ’21 μοιάζει για τον ίδιο πιο εφικτός στόχος.
Θετικό σε κάθε περίπτωση, σημειώνει, είναι το λεγόμενο «μαξιλάρι» των 37 δις στη χώρα μας, «που ουσιαστικά είναι κομμάτι δανείων που ελήφθησαν από το τρίτο πρόγραμμα και φυσικά είναι και θυσίες των Ελλήνων πολιτών και των ελληνικών επιχειρήσεων, που μέσα από φόρους διατήρησαν αυτό το ύψος του διαθεσίμου στο δημόσιο».
Ενίσχυση ρευστότητας και διατήρηση θέσεων εργασίας
Στο ερώτημα τι γίνεται μέχρι τότε και πώς η Πολιτεία μπορεί να βοηθήσει εμπράκτως την επιχειρηματικότητα, ο πρόεδρος του Τμήματος Ανατολικής Κρήτης του Οικονομικού Επιμελητηρίου λέει πως το κομμάτι της ενίσχυσης της ρευστότητας και η διατήρηση των θέσεων εργασίας ήταν εξ απαρχής οι προτεραιότητες που έθεσαν όλα τα Επιμελητήρια της χώρας.
Το πλέγμα μέτρων που έχει ξεκινήσει να «τρέχει» από την κυβέρνηση από την άνοιξη του 2020 – μέτρα 11-12 δις μέχρι τώρα που η κυβέρνηση θα τα «ανοίξει» περισσότερο και θα φτάσει στα επίπεδα πάνω από 30 δισεκατομμύρια ενισχύσεων – κινείται, όπως λέει, κυρίως στη βάση δανεισμού και με χαρακτήρα αναστολών και επιστρεπτέων χρηματοδοτήσεων. «Εμείς έχουμε πει να υπάρξουν προγράμματα μη επιστρεπτέας ενίσχυσης της ρευστότητας των επιχειρήσεων με μορφή επιχορηγήσεων», αναφέροντας πως είναι στη σωστή κατεύθυνση το σχετικό πρόγραμμα της Περιφέρειας Κρήτης όπως και το πρόγραμμα επιστρεπτέας που «τρέχει» με το 50% της χρηματοδότησης να μην απαιτείται να επιστραφεί.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η μετάβαση στην επόμενη μέρα για την οικονομία θα είναι, όπως τονίζει, πολύ δύσκολη, με την κυβέρνηση να καλείται να λύσει έναν καλοσχηματισμένο και δυσεπίλυτο γρίφο. Ο ίδιος θέλει να παρουσιάζεται αισιόδοξος, ότι θα αντιστραφεί εντελώς τόσο το κομμάτι της ψυχολογίας «με την ύπαρξη ενός εμβολίου για να αισθανθεί ο κόσμος ασφάλεια». Σημαντικό, προσθέτει, είναι και το σκέλος του τουρισμού για την επόμενη χρονιά. «Αυτό είναι ένα θέμα το οποίο θα παίξει σημαντικό ρόλο στην εικόνα του επόμενου διαστήματος, σίγουρα πάντως θα χρειαστούν και νέα μέτρα ενίσχυσης των επιχειρήσεων σε μορφή επιχορηγήσεων, γιατί αλλιώς οι ‘πληγές’ που ανοίγουν τώρα, θα είναι πάρα πολύ δύσκολο να κλείσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα».
Ιδιωτικός τομέας, επενδύσεις και Επιτροπή Πισσαρίδη
Θετικό είναι και ότι το κομμάτι των δανείων αναμένεται να έλθουν από το Ταμείο Ανάκαμψης, χρηματοδοτήσεις δηλαδή των επιχειρήσεων με μηδενικό δανεισμό, «και έτσι θα ενισχυθεί ο ιδιωτικός τομέας και οι επενδύσεις, όπου πραγματικά υστερούμε πάρα πολύ», με τη χώρα μας να αγγίζει την τελευταία θέση σε όλη την Ευρώπη σε ότι αφορά το κομμάτι των ιδιωτικών επενδύσεων. Κάπου εδώ υπεισέρχεται στη συζήτηση η λεγόμενη ‘Επιτροπή Πισσαρίδη’, που αφορά, μεταξύ άλλων, και τις επενδύσεις, σε ιδιωτικό αλλά και δημόσιο τομέα.
Κοινή ομολογία αποτελεί, σύμφωνα με τον κ. Καρτέρη, ότι στα χρόνια των μνημονίων υπήρξαν περικοπές του προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, «που ήταν ένας εύκολος τρόπος να μειώσουμε δαπάνες». Τελικά όλο αυτό γύρισε, όπως λέει, «μάλλον σε μπούμερανγκ σε ότι αφορά οικονομία και ανάπτυξη», ενώ στο κομμάτι των ιδιωτικών επενδύσεων υπάρχουν ακόμα πολλά ‘αγκάθια’. «Το ότι μειώθηκε το μισθολογικό κόστος εν μέσω μνημονίων, τελικά φάνηκε ότι δεν ήταν πανάκεια για να αυξήσουμε την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, υπήρχαν πολλοί σημαντικοί άλλοι παράγοντες, με έμφαση στο μη μισθολογικό κόστος».
Στο σημείο αυτό φέρνει το παράδειγμα ενός εργαζομένου που παίρνει 1.000 ευρώ και κοστίζει την επιχείρηση 14.000 σε 1 χρόνο, «είναι λοιπόν πάρα πολύ ψηλό το μη μισθολογικό κόστος, ασφαλιστικές εισφορές, φορολογία».
Όλα αυτά, υπογραμμίζει, τίθενται ως προτεραιότητα και στη μελέτη Πισσαρίδη «έτσι ώστε να μειωθούν, μαζί με σημαντικές μεταρρυθμίσεις που όπως έχει ειπωθεί αφορούν τη Δικαιοσύνη, την αγορά προϊόντων. Υπάρχει μία πολύ αξιόλογη ομάδα από πίσω η οποία έχει δουλέψει και τεκμηριώσει αυτές τις θέσεις και το βλέπουμε αυτό και στο κομμάτι των δημοσίων επενδύσεων, εάν κάποιος διαβάσει τη μελέτη θα δει ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο μοντέλο το οποίο υπολογίζει πόσο θα προσφέρει στο ΑΕΠ της χώρας όλες τις υποδομές, δρόμοι, λιμάνια, σιδηρόδρομοι, κ.ά.».