Του Μανωλη Μενεγακη
Θα μπορούσε να είναι το ερώτημα για την πρόσφατη σπουδή των κρατικών υπηρεσιών να εκτελέσουν πρωτόκολλα κατεδάφισης σε τεχνικές δομές και κτίσματα στις ζώνες αιγιαλού και παραλίας εν μέσω εγκλεισμού («νεοελληνιστί» lockdown) και της οικονομικής κρίσης που την συνοδεύει, ενώ ο πολίτης παραδόξως δεν μπορεί να εκτελέσει οποιαδήποτε δικαστική ή άλλη απόφαση τον αφορά.
Τα πρωτόκολλα κατεδάφισης έχουν υποτίθεται στόχο την προστασία του οικοσυστήματος του αιγιαλού ως φυσικού στοιχείου χωρίς τεχνικές επεμβάσεις σε αυτόν, εκτός κι αν υπάρχει αδειοδοτημένη χρήση και όταν αυτή εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Κτίσματα και δομές που έχουν κτισθεί χωρίς άδεια και εμποδίζουν πρέπει να αφαιρεθούν για να πάψουν να το κάνουν. Τι γίνεται όμως όταν αυτό συγκρούεται με άλλα έννομα αγαθά;
Το Minos Beach είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η προστασία της φυσικής μορφής του αιγιαλού απαλλαγμένης από τεχνικά στοιχεία συγκρούεται με την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στην οποία εκτός από τα αρχαία υπάγονται και τα νεότερα-μοντέρνα οικοδομήματα, δομές και μνημεία που έχουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις.
Με αποφάσεις του, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει αποφανθεί ότι αν υπάρχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που υπερτερούν της προστασίας του οικοσυστήματος της ακτής και συνδέονται με την προστασία της πολιτιστικής κληρονομίας, τότε ο κανόνας της υποχρεωτικής κατεδάφισης κτηρίων και κατασκευών που έχουν ανεγερθεί χωρίς άδεια μπορεί να καμφθεί.
Στην προκειμένη περίπτωση από τη δεκαετία του 1960 έχουν κατασκευαστεί μπροστά από τον χώρο αυτό τα απολύτως απαραίτητα έργα συγκράτησης της ακτογραμμής από τον κυματισμό. Δεν θίγεται το δημόσιο συμφέρον από την χρήση αυτή από την στιγμή που δεν αποτελεί δημόσιο χώρο π.χ. φορτοεκφορτώσεων σκαφών και δεν αποτελεί πρόβλημα η χρήση του ενώ το κράτος μπορεί νομίμως να την παραχωρεί (την χρήση) έναντι ανταλλάγματος. Μάλιστα, είναι γνωστό ότι ο ΕΟΤ την ίδια εποχή είχε κηρύξει τον αιγιαλό μπροστά από το Minos Beach ως «δημόσιο τουριστικό κτήμα» και τον είχε τότε παραχωρήσει ο ίδιος (ο ΕΟΤ) για χρήση του ξενοδοχείου αυτού. Επομένως, δεν υπάρχει παράνομη «κατάληψη» του χώρου παρά μόνο κάποια περιορισμένα κτίσματα σε αυτόν για τα οποία το Δημόσιο θεωρεί σήμερα ότι δεν έχουν νομιμοποίηση.
Το ξενοδοχείο αυτό στην προέκταση του οποίου είναι η συγκεκριμένη ακτογραμμή αποτελεί αναμφίβολα ένα σημείο αναφοράς με πολιτιστικό ενδιαφέρον, ένα νεότερο μνημείο θα έλεγε κανείς γιατί είναι αυτό που σηματοδότησε την έναρξη του τουρισμού στην Κρήτη και καθόρισε ακόμα και αρχιτεκτονικά τις τάσεις των τουριστικών καταλυμάτων που ανεγέρθηκαν στην ευρύτερη περιοχή τις επόμενες δεκαετίες. Τα όποια κτίσματα στην ζώνη του αιγιαλού και της παραλίας με ελάχιστες εξαιρέσεις υπάρχουν εκεί εξήντα χρόνια και οι διακριτικές επενδύσεις με πέτρα συντηρούνται ανά διαστήματα. Είναι απολύτως εναρμονισμένα με το περιβάλλον και δεν ενοχλούν αισθητικά. Αν σήμερα χτιζόταν αυτό το ξενοδοχείο, πιο διακριτικό τρόπο τεχνικής διαμόρφωσης του αιγιαλού μπροστά από αυτό δεν θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος μελετητής.
Επομένως, η κατεδάφιση σε τέτοιες περιπτώσεις δεν εξυπηρετεί σε τίποτα και κανέναν. Αποτελεί μια στενότατη ερμηνεία του νόμου και τίποτε παραπάνω. Επικεντρώνει στο δέντρο και χάνει το δάσος.
Βεβαίως σε άλλες περιπτώσεις πάνω στον αιγιαλό έχουν ανεγερθεί «τσαντίρια», αντιαισθητικές παράγκες, και οικοδομικά αίσχη που δεν προσθέτουν τίποτα πέρα από μια αθέμιτη εκμετάλλευση από κάποιον ιδιώτη. Αποτελούν όχι «νεότερα μνημεία» αλλά παραδείγματα προς αποφυγή. Μπροστά από ξενοδοχεία, εστιατόρια και κέντρα διασκέδασης έχουν αποκλειστεί περιοχές με αυθαίρετους μαντρότοιχους που έχουν καταστήσει την παραλία απολύτως μη προσβάσιμη ούτε καν οπτικά εμφανή και δεν καταβάλλεται οποιοδήποτε τέλος χρήσης. Εκεί η κατεδάφιση έχει μια λογική συνέπεια.
Σε περιπτώσεις, όμως, δομών με μια πολιτισμένη εναρμόνιση με το περιβάλλον, ενώ δεν θίγεται το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον – και ένας λόγος παραπάνω – όταν αποτελούν σημεία πολιτιστικής αναφοράς, τότε δεν υπάρχει νόημα. Εκεί το κράτος θα πρέπει να θέσει κανόνες εξαίρεσης από την κατεδάφιση των δομών αυτών και να προσδιορίσει τα τέλη χρήσης του δημοσίου χώρου σε ένα λογικό πλαίσιο.