Ολοκληρώνονται οι εργασίες ανάπλασης του χώρου που περιβάλλει το εκκλησάκι της Αναλήψεως, στον Αλμυρό Αγίου Νικολάου. Οι εργασίες αυτές ξεκίνησαν τον περασμένο Δεκέμβριο και αφορούν εκτεταμένη πλακόστρωση και πετρόχτιστα τοιχία εξωτερικά στο σώμα του ναού και γύρω απ’ αυτόν, αφού προηγήθηκαν ικανής κλίμακας εκχωματώσεις για εξομάλυνση των επιπέδων και κλίσεων του εδάφους, από την ανατολική πλευρά.
Όπως είπε στην ΑΝΑΤΟΛΗ και στο δημοσιογράφο Νίκο Τραντά ο εφημέριος της Ενορίας του Τιμίου Σταυρού, στην οποία υπάγεται και η Ανάληψη, Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Γεροντής, το έργο εξ ολοκλήρου είναι δωρεά των αδελφών Γεωργίου και Δημητρίου Μαυροειδή, στη μνήμη του πατέρα τους Μιχαήλ. Μάλιστα των εργασιών επιβλέπει προσωπικά ο Γιώργος Μαυροειδής.
O ναός ανήκει στον τύπο των μονόκλιτων βασιλικών της Δευτεροβυζαντινής Περιόδου, που ξεκινά το 961 μ.Χ. οπότε ο Νικηφόρος Φωκάς ελευθερώνει την Κρήτη από τους Άραβες και διαρκεί μέχρι το 1204 (την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους άρπαγες της Δ΄ Σταυροφορίας με υποκίνηση του πάπα Ιννοκέντιου Γ’ και την πώληση της Κρήτης από τον Βονιφάτιο Μορφερατικό στη Βενετία αντί 1000 ασημένιων μάρκων).
Ο Πρωτοπρεσβύτερος Ευάγγελος Παχυγιαννάκης στο βιβλίο του «Αι εκκλησίαι της πόλεως του Αγίου Νικολάου Κρήτης» (1976) περιγράφει την εκκλησία ως «στεγαζομένης δια φαλακράς οξυκορύφου καμάρας, έχει δε ένα σφενδόνιον με γεισίποδας, παλαιόν θύρωμα δυτικώς από πωρόλιθον και άνωθεν της εισόδου υπάρχει ρόδαξ, επίσης εκ πωρολίθου». Αναφέρει επίσης ότι μεταξύ παραθύρου και του τέμπλου, υπάρχουν ίχνη τοιχογραφιών, τα οποία σώζονται ως σήμερα, γεγονός που μαρτυρεί ότι ο ναός ήταν πιθανότατα αγιογραφημένος αλλά στο πέρασμα των αιώνων, λόγω της πολύ μεγάλης υγρασίας, ο αγιογραφικός διάκοσμος του ναού καταστράφηκε.
Οι εργασίες
«Πρώτη μας σκέψη ήταν αναδείξουμε την εκκλησία, εξωτερικά, ώστε να ξεφύγει μέσα από το χώμα», είπε στην ΑΝΑΤΟΛΗ ο π’ Ιωάννης, οποίος την περασμένη Παρασκευή συμπλήρωσε 49 χρόνια διακονίας, ως ιερέας. Περιγράφοντας την επιχείρηση εκχωμάτωσης της ανατολικής πλευράς όπου το χώμα κάλυπτε σε μεγάλο ύψος την κόγχη του ιερού, αναφέρει ότι έτσι αναδείχθηκε το ύψος της εκκλησίας και σκάφτηκε πιο βαθιά ώστε εξωτερικά να μονωθεί το κτίριο μέχρι τα θεμέλια. Στη συνέχεια καθαρίστηκε και ομαλοποιήθηκε το δάπεδο περιμετρικά του ναού, όπου έπεσε οπλισμένο τσιμεντένιο υπόστρωμα, πάνω στο οποίο έγινε η πλακόστρωση με φυσικές πλάκες της περιοχής. Τα τοιχία στήριξης και οι πάγκοι κατασκευάστηκαν με επεξεργασία των βράχων που προέκυψαν από την εκχωμάτωση, ώστε αισθητικά να δένει με το περιβάλλον φυσικό τοπίο.
Ο π’ Ιωάννης εκτιμά ότι – καιρού επιτρέποντος – οι εργασίες θα έχουν ολοκληρωθεί σε ένα μήνα περίπου. Απομένει η ολοκλήρωση του τοίχου στήριξης προς την πλευρά του δρόμου, η αντικατάσταση της σκάλας πρόσβασης στον περίβολο του ναού, που επίσης θα γίνουν με πελεκητές πέτρες. Στην αριστερή πλευρά της σκάλας σε επαφή με το τοιχίο θα κατασκευαστεί πέτρινη κρήνη. Στο όριο της πλακόστρωτης αυλής θα κατασκευαστούν πάγκοι για να κάθονται οι πιστοί. Πέτρινος πάγκος κτίστηκε επίσης γύρω από την κόγχη και τον βορεινό τοίχο του ναού.
Στον χώρο διατηρήθηκαν τα αλμυρίκια, οι ευκάλυπτοι και δύο μεγάλα κυπαρίσσια, το ένα όμως εκ των δύο έχει πάρει κλίση από το σφοδρό βοριά που έφερε η «Mήδεια» και θα πρέπει να εξεταστεί η ευστάθεια και στερέωσή του, η μεταφύτευση ή κοπή του, για λόγους ασφαλείας.
Όπως είπε ο εφημέριος του ναού, εξετάζεται η ανακατασκευή του τσιμεντένιου καμπαναριού, ο σιδερένιος οπλισμός του οποίου είχε διαβρωθεί και επιδιορθώθηκε πρόχειρα. Μια σκέψη είναι η χρήση «πελεκιών» από παλιά πέτρινα θυρώματα, που θα δένουν αισθητικά και υφολογικά με τα υφιστάμενα θυρώματα του ναού. Ο ναός αντιμετωπίζει σοβαρό μόνιμο πρόβλημα υγρασίας, τόσο από το έδαφος αφού στο 1 μ. περίπου από το έδαφος υπάρχει νερό, αλλά αυτό είναι αδύνατον να περιοριστεί. Μπορεί, όμως, όπως εξήγησε ο π’ Ιωάννης να αντιμετωπιστεί τουλάχιστον το πρόβλημα της εισροής νερών της βροχής από την στέγη. Πριν πολλά χρόνια είχε τοποθετηθεί κεραμοσκεπή η οποία όμως πλέον δεν παρέχει μόνωση και προστασία με αποτέλεσμα να φουσκώνουν οι εσωτερικοί τοίχοι και να μαδά ο σοβάς. Οπότε θα πρέπει να αφαιρεθούν τα παλιά κεραμίδια και να τοποθετηθούν νέα με εφυαλωμένη επιφάνεια που είναι πιο ανθεκτικά και προσφέρουν μεγαλύτερη μόνωση.
Επίσης θα επανασχεδιαστεί ο εξωτερικός φωτισμός ώστε να απομακρυνθούν σωλήνες, κρεμασμένα καλώδια και κακόγουστοι προβολείς και οι εμφανείς ντουντούκες από τους τοίχους του ναού. Μια λεπτομέρεια, τέλος, που θα πρέπει να εξεταστεί είναι η ανάδειξη του πέτρινου ρόδακα, πάνω από την είσοδο του ναού, που σήμερα καλύπτεται εξ ολοκλήρου από μεταλλικό, ασβεστωμένο πλέγμα. Η ιδέα της απόξεσης του εξωτερικού σοβά, που δίνει εξ άλλου την οικεία εικόνα του κατάλευκου ναού της Αναλήψεως για να ξεχωρίζει μέσα στην οργιώδη βλάστηση που τον περιβάλει, μάλλον πρέπει να εγκαταλειφθεί, γιατί θεωρούμε ότι θα αλλοιώσει τη φυσιογνωμία του αλλά και για δύο ακόμη λόγους: Είναι άγνωστο αν η τοιχοποιΐα θα αποτελείται από καλά επεξεργασμένες και αρμονικά κτισμένες πέτρες για να αξίζει να αναδειχθούν, αλλά και θα αποδυναμώσει ακόμη περισσότερο την υγρομόνωση του σώματος του ναού.
Το πανηγύρι της Αναλήψεως
Ο ναός της Αναλήψεως συνδέεται με ένα από τα σημαντικότερα και μεγαλύτερα πανηγύρια της πόλεως του Αγίου Νικολάου. Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει η μεταφορά από τον π’ Ευάγγελο Παχυγιαννάκη της γλαφυρής, γεμάτης νοσταλγία και ρομαντισμό, σχετικής περιγραφής του αείμνηστου ιδρυτή της ΑΝΑΤΟΛΗΣ Μιχαήλ Κοζύρη, στο φύλλο της 14.5.1953:
«Μετά την απελευθέρωσιν της Κρήτης εκ του τουρκικού ζυγού (1898), το πανηγύρι της Αναλήψεως προσέλαβε μεγαλύτερη λαμπρότητα, διότι χιλιάδες προσκυνητών κατήρχοντο με τα στολισμένα με πατανίες ζώα των, από του απογεύματος της παραμονής της εορτής εις Αλμυρόν, όπου παρέμενον καθ’ όλην τη νύχτα χορεύοντες και διασκεδάζοντες υπό τα φώτα των υπαίθριων ταβερνών. Την επομένην, μετά την Θ. Λειτουργίαν και τον Αγιασμόν των πηγών εις την οποίαν εχοροστάτει αρχικώς ο Επίσκοπος Τίτος και βραδύτερον ο Επίσκοπος Διονύσιος, εγένοντο ιππευτικοί αγώνες, εις τους οποίους εδοκιμάζοντο τα καλλίτερα άλογα της περιφερείας. Εις τους αγώνας αυτούς, κατά μήκος της αμμουδιάς και το πέρασμα του καναλιού, ελάμβανε μέρος ακόμη και το άλογο του Επισκόπου Τίτου! Μετά τους αγώνες, πολλοί χωρικοί ήρχοντο εις την πόλιν μας, όπου εσυνέχιζον τον χορόν εις την παρά το «τρίγωνον» μοναδικήν τότε αίθουσα (όπου στεγαζόταν ο κινηματογράφος «Λάμπης»).
Αναφορά όμως γίνεται στην ΑΝΑΤΟΛΗ και μεταφέρει ο π’ Ευάγγελος στο βιβλίο του και στη σταδιακή από το 1976 παρακμή του πανηγυριού, που σήμερα πλέον έχει περιοριστεί αυστηρά στο εκκλησιαστικό κομμάτι και το έθιμο του αγιασμού των πηγών του Αλμυρού, 150 μ. δυτικά του ναού. Η εικόνα που περιγράφει, είναι ολοζώντανη: «Μετά την εγκατάσταση της αμαξιτής συγκοινωνίας και την εξάπλωση της νέας μόδας, ακόμη και εις τα μικρότερα χωρία, το πανηγύρι της Αναλήψεως, το οποίον εχρησίμευε άλλοτε και ως τρόπος για να επιδειχθούν εκτός των ωραιοτέρων νεανίδων και οι καλλίτερες ξομπλιαστές πατανίες των χωρικών μας, έχασε την παλαιάν του γραφικότητα, διότι εκτός από τις πατανίες, που ως κόκκινες παπαρούνες εκάλυπταν όλους τους γύρω λόφους του Αλμυρού, εκτός από τα θαυμάσια άλογα που εξηφανίσθησαν εντελώς μετά την κυριαρχίαν του αυτοκινήτου, εκτός από τις πανέμορφες κρητικοπούλες με τις διπλές και τρίδιπλες «κολαΐνες» και τα μεταξωτά φορέματα, που αντικατεστάθησαν με τις ρομπίτσες και τα «ξόφτερνα», εκτός από τους λεβεντονιούς βρακοφόρους με τα ανοιχτά γελέκια και τα κίτρινα στιβάνια, κοντεύει να εξαφανιστεί ακόμη και η κρητική λύρα, με την οποία εξεδήλωνε τις πίκρες και τις χαρές, την αγάπη προς την ελευθερίαν και τον έρωτα, επί τέσσερις χιλιάδες χρόνια, ο κρητικός λαός».