Η έρευνα, η συλλογή πληροφοριών και η καταγραφή των μνημείων –δυστυχώς τα περισσότερα λόγω της εγκατάλειψης εμφανίζουν μια συνεχή αλλοίωση– δίνει την ευκαιρία της γνωριμίας με αυτά, με στόχο να πιστέψουμε ότι είναι σημαντικό να παραμείνουν και να διατηρηθούν. Όσον αφορά, δε, στον τομέα της φυσικής ιστορίας, να συμμερίζονται οι άνθρωποι την ιδέα ότι το περιβάλλον είναι εξαιρετικής σημασίας, ότι παράλληλα με την έμπνευση και την ψυχαγωγία συνδέεται με την έννοια για την καλή διατήρηση της φυσικής κληρονομιάς.
Στόχος του βιβλίου είναι να αναδείξει την παραγωγή και την οικονομία της Μονής ιδιαίτερα κατά τους αιώνες της ακμής της.
Σκοπός μου είναι να παρουσιάσω νέα στοιχεία που με πολύ κόπο κατάφερα να συγκεντρώσω, τα οποία αποδεικνύουν την αυτάρκεια της Μονής για αιώνες σε όλα τα βασικά αγαθά, Αναδεικνύεται η ύπαρξη ιπποφορβείου στη Μονή, καταγράφονται για πρώτη φορά όλα τα σπήλαια, οι σπηλαιώδεις ναοί και οι σπηλαιώδεις κατοικίες μοναχών της Μονής στο Αρκαδιώτικο φαράγγι και στην ευρύτερη περιοχή, όλα τα τοπωνύμια του Αρκαδιώτικου φαραγγιού, οι ξεχασμένοι νερόμυλοι της Μονής μνημεία πλέον της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, τα μισογκρεμισμένα μιτάτα της (ορεινά τυροκομεία), χτίσματα ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής στον ευρύτερο χώρο της Μονής που εντυπωσιάζουν με τη μοναδικότητά και ιδιαιτερότητά τους στο κρητικό περιβάλλον, μνημειακά δέντρα και δασύλλια –άγνωστα μέχρι τώρα στους ειδικούς–, ο μνημειακός ελαιώνας της Μονής, μοναδικός σε όλη τη Μεσόγειο, όλες οι κρήνες, οι πηγές, οι υγρότοποι, τα πηγάδια, οι δεξαμενές και όλες οι κατασκευές που σχετίζονται με το νερό.
Επιπλέον, παρατίθενται κεφάλαια για όσα μετόχια και ναούς παραμένουν στην κυριότητα της Μονής σήμερα. Αναδεικνύεται για πρώτη φορά η ξεχασμένη και προϋπάρχουσα της Μονής Αρκαδίου, Μονή του Αγίου Αντωνίου, σήμερα μετόχι της Μονής Αρκαδίου. Όσον αφορά την ιστορία του Ολοκαυτώματος, αναδεικνύεται το παλαιό τούρκικο Νεκροταφείο καθώς και το παλαιό Νεκροταφείο των Κρητών πεσόντων αγωνιστών. Ορίζεται το μέρος εκτέλεσης και ενταφιασμού των εθελοντών αγωνιστών και του φρούραρχου της Μονής Ιωάννη Δημακόπουλου. Αναδεικνύεται η εθελοθυσία των εγκλείστων με την ανάδειξη άλλων δύο ξεχασμένων ολοκαυτωμάτων, με ανατινάξεις μικρότερων πυριτιδαποθηκών, το ένα με ιερομόναχους και ιεροδιάκονους της Μονής, μοναδικό παράδειγμα μαζικής ολοκαύτωσης μοναχών στην ιστορία της Χριστιανοσύνης και το άλλο με λαϊκούς, την ίδια ημέρα που έγινε το μεγάλο ολοκαύτωμα με την ανατίναξη της κεντρικής πυριτιδαποθήκης.
Εξετάζοντας και καταγράφοντας χώρους που ανήκουν σε διάφορα επιστημονικά πεδία όπως της σπηλαιολογίας, της οικολογικής αρχιτεκτονικής, της βοτανικής, της λαογραφίας, της ιστορικής τοπογραφίας, του πολιτισμού, το βιβλίο αποτελεί και μία θετική συμβολή στην περιβαλλοντική εκπαίδευση και την ιστορική τοπογραφία του τόπου».
Πολλοί είναι οι λόγοι που αποτέλεσαν την αφορμή για την έρευνα του Κλεόνικου Σταυριδάκη, όμως ένας από τους πιο σημαντικούς είναι ότι ο παππούς του συγγραφέα ήταν ο μοναδικός διασωθείς της ανατίναξης στην τράπεζα. «Η επιλογή ενασχόλησής μου με αυτήν την κοπιαστική και πολύχρονη εργασία πηγάζει από τη μεγάλη αγάπη μου προς τη Μονή, πολλά παιδικά μου βιώματα συνδέονται με αυτήν, αλλά και την αγωνία να καταγραφούν και να φωτιστούν άγνωστες πτυχές της ιστορικής τοπογραφίας, της παλαιότερης και νεότερης ιστορίας της. Συμπίπτει, δε, με τη μεγάλη φιλία της οικογένειάς μου για δεκαετίες με τη Μονή, συνδέεται όμως και ιστορικά με την οικογένειά μου. Ο παππούς της μάνας μου Κωνσταντίνος Παπαδάκης ήταν ο μόνος που διασώθηκε από τον σφαγιασμό των εγκλείστων στην Τράπεζα της Μονής κατά τη διάρκεια του ολοκαυτώματος το 1866. Αργότερα η ομολογία του στον Πάνο Κορωναίο στην Αθήνα κάλυψε ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας των διαδραματιζομένων στη Μονή. Ήταν από τους λίγους διασωθέντες που υποστήριξε ότι ο Γιαμπουδάκης ήταν ο πυρπολητής της κεντρικής πυριτιδαποθήκης», λέει ο κ. Σταυριδάκης.
Το βιβλίο προλογίζει και ο Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, Ευγένιος, ο οποίος αναφέρει: «Η προσφορά του κ. Σταυριδάκη αναγνωρίζεται ως ένα ακόμα διαφορετικό ιερό μνημόσυνο σε όλους εκείνους που με τη θέλησή τους θυσιάστηκαν στο Αρκάδι για την ελευθερία, αλλά και σε όλους εκείνους που με τον τίμιο αγώνα, τον κόπο, τα δάκρυα και τον ιδρώτα τους οικοδόμησαν κτίσματα, άνοιξαν δρόμους, καλλιέργησαν τη γη, αγάπησαν τη Μονή και το περιβάλλον της, αφιέρωσαν τη ζωής τους σε έργα πίστεως, που μας τα παρέδωσαν μαζί με αρχές και αξίες, τις οποίες δεν έχουμε δικαίωμα να απεμπολούμε».
«ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΔΙΝΕΙ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΡΕΥΝΑΣ»
Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε από τον Δήμαρχο Ρεθύμνου, Γιώργο Μαρινάκη, τον καθηγητή πανεπιστημίου, Αντώνη Χουρδάκη και τον εκπαιδευτικό, Ηλία Λουλούδη, ενώ την εκδήλωση συντόνισε ο εκδότης της «Κρητικής Επιθεώρησης», Γιάννης Καλαϊτζάκης.
«Αυτό το βιβλίο το βλέπω περισσότερο σαν εγκυκλοπαίδεια, παρά σαν ένα ενιαίο αφήγημα», ανέφερε ο κ. Μαρινάκης, συμπληρώνοντας: «Σαφώς έχει κεντρική αναφορά στο μοναστήρι, αλλά το βλέπει από όλες τις πλευρές, δηλαδή είναι ένα βιβλίο το οποίο μπορεί να κινήσει το ενδιαφέρον του ιστορικού, του θεολόγου, του φυσιολάτρη, του περιβαλλοντολόγου, του περιηγητή, του βοτανολόγου. Είναι δηλαδή ένα βιβλίο που έχει πάρα πολλές οπτικές γωνίες. Θεωρώ ότι μπορεί να διαβαστεί πολύ εύκολα, έχει πολύ πλούσιο φωτογραφικό υλικό και κυρίως υπάρχει το μεράκι, η συνεχής προσπάθεια και αναζήτηση του συγγραφέα να βρει πράγματα που δεν έχουν ξαναειπωθεί, να δώσει και άλλες διαστάσεις στο μοναστήρι.
Αυτό το μοναστήρι αν το δούμε με σημερινούς οικονομικούς όρους και σαν περιοχή αποδεικνύεται ότι τότε υπήρχε μία λεγόμενη κυκλική οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε ένα μοναστήρι και μια περιοχή που είναι αυτοτροφοδοτούμενη, αυτάρκης, σέβεται το περιβάλλον και αναπτύσσει δράσεις, καλλιέργειες και δραστηριότητες πάσης φύσης που κρατούν ζωντανό τον πληθυσμό της περιοχής και του δίνουν μία αναπτυξιακή προοπτική.
Είναι ένα πολύ ωραίο βιβλίο που και μας κάνει πλουσιότερους στα όσα ξέραμε μέχρι τώρα αλλά που δίνει και ερεθίσματα να μάθουμε και άλλα πράγματα που δεν ξέραμε. Είναι ένα βιβλίο που δίνει και αφορμές για περαιτέρω έρευνα».
Τη συμβολή του βιβλίου στην ιστοριογραφία ανέδειξε και ο κ. Χουρδάκης, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση και στην πρόταση του κ. Σταυριδάκη για τη δημιουργία μνημείου για όλους τους ολοκαυτωθέντες. «Η ματιά του Κλεόνικου του Σταυριδάκη συνδυάζει την ιστοριογραφία με την περιβαλλοντική προσέγγιση. Αυτός ο «γάμος» ιστορίας και περιβάλλοντος προκύπτει εξαιρετικά μέσα από τη δουλειά του τόσο με το φωτογραφικό υλικό όσο και με τις αναφορές που κάνει και βρίσκεται προς τη νεότερη πλευρά αυτού που λέμε ιστορία μέσα από την περιβαλλοντική εκπαίδευση και προσέγγιση.
Το μνημείο τοποθετείται μέσα στην ιστοριογραφική τοπογραφία, που σημαίνει ότι αναδεικνύεται όλη η πλαισίωσή του όχι μόνο ως το ίδιο κέντρο μίας ιστορίας αλλά και τα παράκεντρά του. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντική η συνεισφορά και η κατάθεση του βιβλίου αυτού.
Ταυτόχρονα, ο συγγραφέας μέσα από την εργασία του αυτή επαναφέρει το θέμα των ολοκαυτωμάτων, ακολουθώντας ουσιαστικά τον Μαραγκουδάκη. Αυτή είναι η μεγάλη «συνομιλία» του βιβλίου. Συνομιλεί με έναν προγενέστερο και λέει ότι ολοκαυτώματα υπήρχαν και σε άλλα σημεία. Άρα κάνει αποσυμφόρηση της μνήμης. Άρα τι κάνει; Να αναζητήσουμε σε μία περίπτωση που δεν μπορεί να εντοπίσει τον πρωταγωνιστή, να στήσουμε ένα μνημείο για όλους. Η πρόταση του Κλεόνικου, θεωρώ ότι θα πρέπει να αφορά όλα τα ολοκαυτώματα. Όλοι αποφάσισαν να θυσιαστούν. Όλοι λοιπόν δικαιούνται να έχουν μνημείο μνήμης. Όχι ο ένας, όλοι. Απλώς το χέρι μετά από μία συλλογική απόφαση υλοποίησε αυτή τη συλλογική απόφαση», σημείωσε ο κ. Χουρδάκης.
Ως μία «μικρή πατριδογνωσία» για την περιοχή χαρακτήρισε το βιβλίο ο κ. Λουδούδης, που ανέφερε: «Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι μια τομή, είναι μία διαφορετικού τύπου έρευνα. Είναι πρωτογενής έρευνα, που αναδεικνύει ιστορικά κτίσματα και όχι μόνο και από το ανθρωπογενές και από το φυσικό περιβάλλον, τα οποία είναι ξεχασμένα σε όλη την περιοχή. Όλη τη δραστηριότητα της εποχής, είναι στην ουσία μία παράλληλη δραστηριότητα του μοναστηριού και ουσιαστικά δεν έχει πολλά για μέσα στο μοναστήρι, το 80% του μνημείου είναι στοιχεία έξω από το μοναστήρι.
Καλύπτει μία έκταση 40 χιλιάδων στρεμμάτων, η οποία ανήκε στο μοναστήρι και εξακολουθεί να του ανήκει ένα πολύ μεγάλο μέρος. Έτσι αναδεικνύεται πολιτιστική κληρονομιά, φυσικός πλούτος, απειλούμενα είδη, τα οποία είναι πολύ σημαντικά.
Νομίζω ότι είναι μία τοπογραφία, μία μικρή πατριδογνωσία για την περιοχή».
Το βιβλίο εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Καλαϊτζάκη.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΛΛΕΡΓΗ
www.goodnet.gr