Η Ελλάδα και η Ιταλία καταγράφουν τον τρίτο χαμηλότερο δείκτη γεννήσεων (9‰) στην Ε.Ε., μετά τη Γερμανία (8,4‰) και την Πορτογαλία (8,5‰).
Τα στατιστικά στοιχεία και οι προοπτικές μελέτες για την εξέλιξη του πληθυσμού της Ελλάδας είναι δυσοίωνα και απολύτως απογοητευτικά. Η υπογεννητικότητα είναι χρόνιο πρόβλημα για την πατρίδα μας.
Σαν αποτέλεσμα της υπογεννητικότητας και της γήρανσης του πληθυσμού αλλά και του αρνητικού ισοζυγίου μετανάστευσης, υπολογίζεται ότι θα έχουμε μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας από τα 11 εκ. το 2013 στα 8,3 έως 10 εκ. το 2050.
Η ελάττωση του πληθυσμού θα κυμανθεί από 800 χιλιάδες μέχρι 2,5 εκατομμύρια άτομα.
Ο μέσος όρος ολικής γονιμότητας, δηλαδή παιδιών ανά ζεύγος, είναι 1,30, σταθερός τα τελευταία χρόνια, όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 1,49. Επισημαίνεται ότι για να διατηρηθεί σταθερός ο πληθυσμός πρέπει ο δείκτης γονιμότητας να είναι πάνω από 2,1.
Ο πληθυσμός των παιδιών σχολικής ηλικίας (από 3 μέχρι 17 ετών) θα μειωθεί από 1,6 εκατομμύρια σήμερα σε 1,4 εκατομμύρια (σύμφωνα με το αισιόδοξο σενάριο) έως 1 εκατομμύριο (απαισιόδοξο σενάριο) το 2050. Εξάλλου, υπολογίζεται ότι το 2020 ένα στα επτά παιδιά που γεννιούνται θα έχουν έναν τουλάχιστον αλλοδαπό γονιό.
Αλλάζουν τα δεδομένα
Η μέση ηλικία, που ήταν 26 έτη το 1951, σήμερα είναι 44 έτη και αναμένεται να αγγίξει τα 50 έτη. Αυτή η δημογραφική γήρανση -κοινή σε όλες τις δυτικού τύπου χώρες- προκαλεί πολλά προβλήματα ιατρικά, κοινωνικά, οικογενειακά, οικονομικά, ασφαλιστικά, κ.ά. που θα προσλάβουν εκρηκτικές διαστάσεις στις προσεχείς δεκαετίες.
Η Ελλάδα κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε γηράσκοντα πληθυσμό (ποσοστό αύξησης 21,4%) έναντι μέσου όρου της Ε.Ε. 17,2%. Συγκεκριμένα, οι έξι πρώτες χώρες σε παγκόσμια κλίμακα που γηράσκουν ταχύτατα είναι κατά σειρά η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα και η Ιταλία. Υπολογίζεται ότι στη χώρα μας το 2050 θα υπάρχουν 3 εκατομμύρια Έλληνες ηλικίας άνω των 60 ετών.
Οι συνταξιούχοι
Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Ευρωπαϊκό Έτος ενεργού γήρανσης 2012 και με βάση στοιχεία και προβλέψεις της Eurostat, υπολογίζεται ότι ενώ σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση αντιστοιχούν 4 άτομα σε παραγωγική ηλικία (15-64 ετών) ανά ένα συνταξιούχο άνω των 65 ετών, το 2060 θα υπάρχουν μόνο 2 άτομα για κάθε ένα συνταξιούχο, αναλογία που αποτελεί τη δυσάρεστη πραγματικότητα για την πατρίδα μας σήμερα!
Το πρόβλημα αυτό είναι γενικό για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και θα προκαλέσει μεγάλα προβλήματα βιωσιμότητας στα ασφαλιστικά συστήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, η μέση ηλικία συνταξιοδότησης στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι θα αυξηθεί από τα 61 έτη το 2013 στα 64,9 έτη το 2020, τα 65,9 έτη το 2030 και τα 67,5 έτη το 2060 για τους άνδρες και αντίστοιχα για τις γυναίκες θα πάει από 61,2 στα 67,1 έτη.
Δύσκολη η ζωή για την τρίτη ηλικία
Εξάλλου, δεδομένα από την ετήσια έκθεση της διεθνούς οργάνωσης Help Age International του 2015 για την ποιότητα της ζωής των ηλικιωμένων χαρακτηρίζει την Ελλάδα ως μια από τις χειρότερες χώρες για να ζουν οι πολίτες άνω των 60 ετών και κατατάσσει τη χώρα μας στην 79η θέση μεταξύ 96 χωρών, όσον αφορά στην κοινωνικο-οικονομική ευημερία, κάτω από τη Βενεζουέλα και τη Νότια Αφρική.
Παρόλα αυτά όμως, σύμφωνα με την ίδια οργάνωση το προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων ηλικίας 60 ετών είναι 24 έτη και το προσδόκιμο ζωής με καλή υγεία τα 17,4 έτη, πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Υγεία και τρίτη ηλικία
Όπως αναφέρει ο Πρόεδρος της Ελληνικής Γεροντολογικής και Γηριατρικής Εταιρείας, Ιωάννης Γ. Καραϊτιανός, Καθηγητής Χειρουργικής ΕΚΠΑ, στην ετήσια έκθεση του, συνέπεια της βαθμιαίας γήρανσης του πληθυσμού είναι η αύξηση των ποσοστών των νόσων φθοράς όπως είναι τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο σακχαρώδης διαβήτης, η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, η χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια, η καχεξία, η άνοια και άλλες διαταραχές της μνήμης, η οστεοπόρωση και βέβαια η μεγάλη μάστιγα του καρκίνου.
Δεν υπάρχει σχέδιο
Το ερώτημα είναι αν πραγματικά υπάρχει ή μπορεί να διαμορφωθεί ένας ουσιαστικός σχεδιασμός για τα θέματα υγείας που αφορούν την Τρίτη ηλικία και έχουν μεγάλη σημασία και για την κοινωνία που οφείλει να έχει ολοκληρωμένες δομές και παρεχόμενες υπηρεσίες ή να στηρίξει την δημιουργία τους. Άλλωστε, κάθε 5 χρόνια προστίθενται στην προχωρημένη ηλικία πάνω από 100.000 άτομα.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως τα άτομα άνω των 70 ετών, ενώ αποτελούν το 10% του πληθυσμού, απασχολούν το 50% των νοσοκομειακών κλινών και ειδικότερα το 25% των κλινών για οξέα περιστατικά. Είναι προφανές πως η διαχείριση της τρίτης ηλικίας δεν μπορεί να μην έχει ολοκληρωμένο σχεδιασμό, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, δεδομένης της ραγδαίας γήρανσης του πληθυσμού.
Μπορεί οι ευρωπαϊκές ελίτ να θεωρούν πως οι μετανάστες θα καλύψουν τα χαμένα εργατικά χέρια της Ευρώπης, αλλά είναι βέβαιο πως η διαχείριση της τρίτης ηλικίας απαιτεί καλύτερο σχεδιασμό, από το άνοιγμα ή τον έλεγχο των συνόρων.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΤΣΑΛΑΚΗΣ