Εδώ και αρκετά χρόνια παρατηρείται μια διαρκής μείωση αυτού που αποκαλούμε μέση δαπάνη των τουριστών (Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη – ΜΚΔ). Μερικές φορές αποδίδεται στην «υποβάθμιση» του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, συμπέρασμα με το οποίο ο ΣΕΤΕ μοιάζει να διαφωνεί με βάση τις συγκρίσεις που κάνει.
Το Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ λοιπόν επιχειρεί μια σύγκριση με την Ισπανία, παραθέτοντας τα δικά του στοιχεία και επιχειρήματα με το σκεπτικό πως η μείωση δεν είναι σε απόλυτους αριθμούς αλλά οφείλεται στο γεγονός πως έχει μειωθεί η διάρκεια των διακοπών.
Μάλιστα συμπεραίνει πως η μείωση στη δαπάνη, οφείλεται κατά 70% περίπου στη μείωση της μέσης διάρκειας παραμονής. Σημειώνει δε η σχετική μελέτη πως αυτό αποτελεί παγκόσμια τάση, και κατά το 30% περίπου οφείλεται στην αλλαγή του μείγματος των επισκεπτών με την προσέλκυση νέων αγορών από τα Βαλκάνια και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Αντίθετα, υποστηρίζει πως η Μέση Ημερήσια Δαπάνη έχει παραμείνει σχεδόν σταθερή με μικρές αυξομειώσεις. Συνεπώς, η μείωση της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης μεταξύ των ετών 2005 και 2018 κατά 30% (από € 745,7 σε € 519,6), δεν αποτελεί, κατά τον ΣΕΤΕ, ένδειξη «υποβάθμισης» του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Αυτό ουσιαστικά είναι ένα από τα βασικά συμπεράσματα της νέας μελέτης που εκπόνησε το Ινστιτούτο του Συνδέσμου.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο όλα οφείλονται στα Βαλκάνια. Υποστηρίζει δηλαδή πως η μεταβολή στα μερίδια των αγορών μας – δηλαδή, η αλλαγή του μείγματος των επισκεπτών – δεν οφείλεται σε υποκατάσταση των παραδοσιακών (υψηλότερης δαπάνης) αγορών από νέες (χαμηλότερης δαπάνης) αγορές, αλλά στην ανάπτυξη των νέων αγορών, αναφέροντας πως έχει προκύψει αύξηση +137%, από 3,2 εκατ. το 2012 σε 7,6 εκατ. το 2018 με ταχύτερο ρυθμό από αυτόν που αναπτύσσονται οι παραδοσιακές (+82%, από 6,3 εκατ. το 2012 σε 11,5 εκατ. το 2018).
«Η ανάπτυξη αυτή των νέων αγορών, έχει συμβάλλει σημαντικά στην στήριξη της οικονομίας και των τουριστικών επιχειρήσεων, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα. Παράλληλα, με την ανάπτυξη της Αθήνας ως προορισμού City Break τα τελευταία χρόνια, έχει ενισχυθεί περαιτέρω η τάση μείωσης της Μέσης Διάρκειας Παραμονής για την Ελλάδα», αναφέρει.
Ταυτόχρονα, τονίζει πως όπως έδειξε προηγούμενη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ, η Μέση Ημερήσια Δαπάνη των τουριστών από τις παραδοσιακές αγορές μας αυξήθηκε, αντισταθμίζοντας τη μειωμένη Μέση Ημερήσια Δαπάνη των τουριστών από τις νέες αγορές (+6% από τις χώρες της Ευρωζώνης έναντι -11% από τις άλλες χώρες της ΕΕ και -9% από τις υπόλοιπες). Στο γεγονός αυτό οφείλεται η διαχρονική σταθερότητα της Μέσης Ημερήσιας Δαπάνης (ΜΗΔ) τα τελευταία χρόνια (€ 71,1 το 2012, € 69,0 το 2018).
Να σημειωθεί ότι εφόσον η Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη της Ελλάδας υπολογισθεί μόνο για όσους διανυκτέρευσαν, ανέρχεται σε 546,3 ευρώ το 2018, είναι δηλαδή υψηλότερη κατά 26,7 ευρώ έναντι της δημοσιευμένης ΜΚΔ 519,6 ευρώ.
Σύγκριση με την Ισπανία
Η διαφορά της ΜΚΔ μεταξύ Ισπανίας και Ελλάδας, εφόσον μετρηθεί με τον ίδιο τρόπο, όπως υποστηρίζει ο ΣΕΤΕ, είναι στα όρια των στατιστικών διαφορών. Επίσης, στον βαθμό που υπάρχει, οφείλεται και στο διαφορετικό μίγμα τουριστικών αγορών των δυο χωρών.
Μετά τις αναγκαίες προσαρμογές, προκύπτει ότι η διαφορά της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης μεταξύ Ελλάδας και Ισπανίας, περιορίζεται για το 2018 σε 53,7 ευρώ (€ 546,3 και € 600 αντίστοιχα) και μπορεί να αποδοθεί σε στατιστικές διαφορές, αλλά και σε διαφορετικό μείγμα των επισκεπτών των δύο χωρών. Εδώ υποστηρίζει πάλι πως η συμμετοχή των Βαλκανικών αγορών και των αγορών της Ανατολικής Ευρώπης στην Ισπανία είναι αναλογικά πολύ χαμηλότερη από την αντίστοιχη στην Ελλάδα. Μάλιστα, αν υποθέταμε ότι η Ελλάδα είχε το ίδιο μείγμα επισκεπτών με αυτό της Ισπανίας, τότε η διαφορά περιορίζεται σε μόλις 9,8 ευρώ για το 2018 (€ 590,2 και € 600,0 αντίστοιχα).
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΤΣΑΛΑΚΗΣ