Έναν μεγαλοπρεπή άρτηκα (ferula communis) -ο “νάρθηξ” των αρχαίων Ελλήνων- αντίκρισα λίγο πριν την Κριτσά και την Παναγία Κερά. Ίσως ο μεγαλύτερος που έχω ποτέ δει. Πρόκειται για ένα άγριο φυτό που στην άνοιξη βγάζει σπογγώδη κορμό με κίτρινα λουλούδια στο πάνω μέρος. Αυτήν την περίοδο αρχίζει να είναι η εποχή του και πολλά τέτοια φυτά θα δούμε στην εξοχή, γύρω από τον Άγιο Νικόλαο και στο Πάνω Μεραμπέλλο.
Ο άρτηκας έχει μια εξέχουσα θέση στην Ελληνική μυθολογία. Σύμφωνα με αυτήν το φυτό αυτό χρησιμοποίησε ο Προμηθέας για να μεταφέρει στους θνητούς τη φωτιά που έκλεψε από τους θεούς. Ο λόγος είναι ότι το εσωτερικό του χοντρού κορμού του άρτηκα αποτελείται από ένα υλικό μαλακό και εύφλεκτο που, αν το ανάψουμε, σιγοκαίει εσωτερικά και διαρκεί αρκετή ώρα αποτελώντας μια φυσική δάδα.
Από τους αρχαίους Έλληνες αξιοποιήθηκε και με έναν άλλο τρόπο. Το άνοιγαν κατά μήκος και το τοποθετούσαν για να περιβάλλουν και να ακινητοποιήσουν κάποιο ανθρώπινο μέλος που είχε υποστεί κάταγμα. Για το λόγο αυτό σήμερα, κάθε προστατευτικό που ακινητοποιεί ένα μέλος, εκτός από το γύψο, ονομάζεται συνήθως «νάρθηκας».
Ο Ιωάννης Καραβέλας αναφέρει («Το γλωσσάρι του Λασιθιώτη») ότι στον άρτηκα ή κουφοξυλιά, όταν το στέλεχος ξηραινόταν έκαναν φελλούς (σούρους) για τα μπουκάλια. Ήταν χαρακτηριστική η χρήση του κατά την παιδική ηλικία και για την κατασκευή ανεμόμυλου μινιατούρας για παιχνίδι.
ΛΕΩΝ.Κ.