Ένα χρόνο μετά την έναρξη της πανδημίας του Covid 19 το δελτίο των οικονομικών εξελίξεων που εκδίδει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, παρουσιάζει εξαιρετικά σημαντικά στοιχεία που μαρτυρούν τις συνέπειες στο χώρο της εργασίας, που είναι κυριολεκτικά δραματικές και σοβαρότερες ακόμα κι από την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Η αξιολόγηση των στατιστικών δεδομένων δείχνει ότι η καταβύθιση της οικονομίας έχει επιφέρει σοβαρό αντίκτυπο στην ευάλωτη, ύστερα από μία δεκαετία λιτότητας και απορρύθμισης, αγορά εργασίας. Την ίδια στιγμή η αβεβαιότητα των παγκόσμιων οικονομικών προοπτικών και η ευθραυστότητα της ελληνικής οικονομίας δημιουργεί ανησυχία για την προοπτική ανάκαμψης της αγοράς εργασίας και την περαιτέρω όξυνση των ανισοτήτων.
«Οι σημαντικές απώλειες σε ώρες εργασίας και η μείωση των εισοδημάτων δημιουργούν συνθήκες περαιτέρω αύξησης του ποσοστού εργασιακής φτώχειας. Τα μέτρα εισοδηματικής στήριξης για τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες πρέπει να αποτελέσουν άμεση πολιτική προτεραιότητα σε συνδυασμό με τη στόχευση της οικονομικής πολιτικής για διασφάλιση και δημιουργία θέσεων εργασίας καθώς και για ενίσχυση της προστασίας των ευέλικτων και άτυπων εργαζομένων, οι οποίοι ζουν με πολύ υψηλά επίπεδα εισοδηματικής ανασφάλειας. Πρέπει να καταστεί απολύτως σαφές ότι η ανθεκτικότητα και η ανάκαμψη της οικονομίας εξαρτάται από την πλήρη ανάκαμψη της αγοράς εργασίας και των εισοδημάτων», αναφέρει στην ΑΝΑΤΟΛΗ και το δημοσιογράφο Μιχάλη Ατσαλάκη το μέλος του Δ.Σ. της ΓΣΕΕ και Πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Λασιθίου Μανόλης Πεπόνης αναφερόμενος στις εξελίξεις και τα συμπεράσματα των προβλέψεων.
Μεταβολές
Τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης που έλαβαν το 2020 τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης για την αντιμετώπιση της πανδημίας είχαν σοβαρό αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα τη μείωση των συνολικών ωρών εργασίας. Υπήρξαν σημαντικές αποκλίσεις όσον αφορά τη μεταβολή των ωρών εργασίας ανάμεσα στα κράτη μέλη, με τη μικρότερη ποσοστιαία μείωση να εντοπίζεται στη Φινλανδία 13% και τη μεγαλύτερη στην Ιταλία 13,5%. Στην Ελλάδα οι ώρες εργασίας μειώθηκαν κατά 12,6%.
Υπολογίζοντας την απώλεια ωρών εργασίας με όρους χαμένων θέσεων πλήρους απασχόλησης, ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας (ILO) εκτιμά ότι το κόστος στην Ελλάδα ήταν το 2020 ίσο με 492,9 χιλ θέσεις πλήρους απασχόλησης. Η απώλεια αυτή αντιστοιχεί στην απασχόληση περίπου του 10,7% του εργατικού δυναμικού, η οποία καλύφθηκε είτε μέσω της μείωσης του ωραρίου των μισθωτών είτε μέσω της εφαρμογής του μέτρου της αναστολής των συμβάσεων εργασίας, είτε μέσω της απόλυσής τους.
Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η απώλεια αυτή των ωρών εργασίας αποκαλύπτει το αναπτυξιακό κόστος και τη χαμένη ευημερία από την πανδημική κρίση. Επίσης, αναδεικνύει την τεράστια πίεση που θα ασκούσε η πανδημική κρίση σε βασικά μεγέθη της αγοράς εργασίας, αν δεν είχαν ληφθεί τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξής της.
Επίπτωση της πανδημίας στις αποδοχές των μισθωτών
Οι μεταβολές όπως αποτυπώθηκαν στο ποσοστό ανεργίας και στον αριθμό των απασχολουμένων δεν ήταν ενδεικτικές της πίεσης που ασκήθηκε στους μισθωτούς στη διάρκεια της πανδημίας. Αντιθέτως, μεγαλύτερες ήταν οι μεταβολές στις αποδοχές των εργαζομένων.
Υπάρχουν στοιχεία που αποτυπώνουν την ποσοστιαία μεταβολή του ακαθάριστου μέσου μισθού. Στην πλειονότητα των κρατών μελών η μεταβολή είναι αρνητική. Σε άλλες περιπτώσεις είναι θετική. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι πράγματι αυξήθηκαν οι μισθοί, αλλά ότι μειώθηκε η απασχόληση των χαμηλόμισθων με συνέπεια να αυξάνεται ο μέσος μισθός για το σύνολο της οικονομίας (2020).
Στην Ελλάδα ο μέσος ακαθάριστος μισθός σε σχέση με το 2019 μειώθηκε με τη δέκατη τέταρτη χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη. Η εξέλιξη αυτή δεν επηρέασε την αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα, αφού το 2020 παρέμεινε σταθερή στην ίδια θέση με αυτή του 2019. Παρά το γεγονός ότι η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα είναι χαμηλή προς μεσαία, ο καθαρός μέσος μισθός έχει επίσης χαμηλή προς μεσαία αγοραστική δύναμη, ξεπερνώντας τον αντίστοιχο ορισμένων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και της Πορτογαλίας.
Πού υπάρχει μείωση
Οι κλάδοι στους οποίους η μείωση των μισθών ήταν εντονότερη είναι της γεωργίας, της μεταποίησης, των κατασκευών, του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος και των μεταφορών, καθώς και των τεχνών και της ψυχαγωγίας. Ειδικότερα στον τελευταίο κλάδο η μείωση είναι εξακολουθητική λόγω της παρατεταμένης αναστολής λειτουργίας των επιχειρήσεων, ξεπερνώντας σε ποσοστό του 8% σε κάθε τρίμηνο. Εξίσου αναμενόμενη ήταν η μεγάλη πτώση στον ευρύτερο κλάδο του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος και των μεταφορών, ειδικότερα το β’ και το δ’ τρίμηνο 11, 2% και 5,1% αντίστοιχα. Στη γεωργία η μείωση των μισθών δεν ήταν του ίδιου μεγέθους, αλλά γίνεται εντονότερη το δ’ τρίμηνο, ενώ στη μεταποίηση η πτώση των μισθών είναι σχεδόν σταθερή από το ξέσπασμα της πανδημίας κι ύστερα στον αντίποδα, εντύπωση προκαλεί η πολύ μεγάλη αύξηση των μισθών το δ’ τρίμηνο στους κλάδους της επικοινωνίας και της ενημέρωσης, και των χρηματοοικονομικών και των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων.
Δεδομένου ότι στους συγκεκριμένους κλάδους οι μισθοί είναι συγκριτικά υψηλοί, υπάρχει ισχυρό ενδεχόμενο ενίσχυσης των δύο άκρων στα εισοδηματικά κλιμάκια. Η πόλωση αυτή αν επιβεβαιωθεί θα εκτινάξει την εισοδηματική ανισότητα, αφού θα συμπιεστούν τα μεσαία εισοδήματα.
Το τελευταίο στοιχείο αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα αν συνυπολογιστεί ότι η εισοδηματική ανισότητα είναι ήδη υψηλή. Όπως φαίνεται, μπορεί το 2020 η κρίση πανδημίας να μην μετέβαλε ιδιαίτερα την κατανομή των μισθωτών, αλλά ήδη παρατηρείται μια πολύ μεγάλη συγκέντρωση στα χαμηλότερα εισοδήματα. Συγκεκριμένα, μεταξύ 2019 και 2020 οι μεταβολές στα εισοδηματικά κλιμάκια ήταν οριακές, όπως, για παράδειγμα, η αύξηση του ποσοστού των ατόμων που λαμβάνουν από 701 έως 900 ευρώ και η μείωση όσων λαμβάνουν λιγότερα από 500 ευρώ σε μηνιαία βάση.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο μεγαλύτερος αριθμός μισθωτών συγκεντρώνεται στα κλιμάκια 0 έως 500 ευρώ και 701 έως 900 ευρώ.