«Στην Κρήτη δεν θα πεινάσουμε ποτέ!» Το σκέφτομαι κάθε φορά που βρίσκομαι στις εξοχές και βλέπω να μαζεύουν χόρτα. Η Κρήτη λόγω της γεωγραφικής της θέσης και ποικιλότητας του κλίματος είναι ένας βοτανικός παράδεισος. Διαθέτει 1706 αυτοφυή φυτά από τα οποία τα 178 θεωρούνται αποκλειστικά ενδημικά της περιοχής.
Ειδικότερα για τη χλωρίδα του νομού Λασιθίου, υπάρχουν τοπικά ενδημικά είδη φυτών, καθώς και φυτά που δεν συναντώνται σε άλλο μέρος της Ευρώπης. Το δάσος του Σελάκανου, το φαράγγι Χα, το Βάι, η Χρυσή, το Κουφονήσι, οι Διονυσάδες κ.ά. αποτελούν περιοχές με μοναδική χλωρίδα, αναφέρει η Μαρίνα Φραγκούλη στη μελέτη της «Η εδώδιμη αρωματική χλωρίδα της περιοχής Ελούντας». Συμπέρασμα; «Τρώμε ό,τι πέμπει ο Θεός» που μου ’χε πει μια καλή γριούλα.
Τα περισσότερα από τα άγρια χόρτα της Κρήτης τρώγονται. Λίγα είναι αυτά που θα προκαλέσουν διαταραχές και ακόμα λιγότερα τα δηλητηριώδη. Οι παλαιότεροι είχαν μάθει τελείως εμπειρικά τα χόρτα. Ήξεραν ότι σε ένα μέρος φυτρώνουν δύο – τρία είδη χόρτων, κατάλληλα για βραστά και ότι στο άλλο μέρος θα βρουν μερικά άλλα είδη, κατάλληλα για χορτόπιτες.
Η συνταξιούχος δασκάλα κ. Σοφία Περάκη μας ενημέρωσε για τα φαγώσιμα χόρτα: Προβάτσα, γλυκοσυρίδια κοκκινογούλια, αγριοράδικα, γαλατσίδες, τσόχοι, μυρώνια, καυκαλήθρες, χαρακούλες, αμπελοράδικα, πετεινοί, κοκκινοράδικα.
Σε χωριστή κατηγορία κατατάσσει τα γιαχνερά, την ποικιλία άγριων χορταρικών που μαγειρεύονται όχι βραστά, αλλά γιαχνί, συνήθως με πατάτες και διάφορα λαχανικά, μαγειρεμένα με πολύ λάδι, κρεμμύδι και μπόλικη ντομάτα: Λαγουδοπαξίμαδα, σκούλους, γαλατσίδες, σκορδόχορτα, αγριοπράσα, αγριομάραθα.
ΛΕΩΝ.Κ.