Έχουμε κάνει αναφορά στο μεγάλο ιατρικό γεγονός της ανακάλυψης του φαρμάκου της λέπρας και στη θεραπεία των ασθενών της Σπιναλόγκας. Ενδιαφέροντα στοιχεία για τα τελευταία χρόνια της Σπιναλόγκας ως Λεπροκομείο διαβάζουμε στο βιβλίο του Μάνου Σαββάκη «Οι λεπροί της Σπιναλόγκας» (1903-1957).
Ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός στη ζωή της κοινότητας των ασθενών υπήρξε η ανακάλυψη και η εφαρμογή των αντιλεπρικών φαρμάκων μετά το 1940 και η ουσιαστική εφαρμογή τους μετά τον Ιανουάριο του 1948, οπότε σταδιακά άρχισε και η χορήγηση εξιτηρίων στους δικαιούχους.
Η εκ νέου εξέταση κάποιων θεωρούμενων ως χανσενικών, προκειμένου να χορηγηθούν εξιτήρια, αποκάλυψε ότι υπήρχαν άτομα που είτε είχαν εγκλειστεί κατά λάθος, χωρίς να έχουν ποτέ προσβληθεί από την ασθένεια, είτε υπήρχαν περιστατικά φυματιώδους, μη μεταδοτικής λέπρας, για τα οποία δεν υπήρχε λόγος απομόνωσης στο λεπροκομείο. Ο Crivel αναφέρει ότι «δεν μάθαμε ποτέ πώς κατέληξαν και παρέμειναν επί σειρά ετών στο Λεπροκομείο».
Τελικά, μέσα σε έξι μήνες 230 χανσενικοί με τη βοήθεια φαρμακευτικής αγωγής και καλής διατροφής αποθεραπεύτηκαν. Παρ’ όλη τη βελτίωση της κατάστασης οι ασθενείς συνέχισαν να διαμαρτύρονται διεκδικώντας αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής και βελτίωση. Η χορήγηση εξιτηρίων συνάντησε σοβαρά προσκόμματα και ισχυρές αντιδράσεις τόσο από μερίδα των γιατρών, που την έκριναν πρόωρη, όσο και από την τοπική κοινωνία και την εκκλησία. Θεωρήθηκε ότι το μέτρο ήταν πρόωρο, καθώς ο κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας ήταν ακόμα υπαρκτός.
Το αίτημα ήταν να φύγουν από τη Σπιναλόγκα «ζωντανοί και πεθαμένοι»
Στις 20 Ιανουαρίου 1953 τριάντα λεπροί εξεγέρθηκαν, άρπαξαν τη λέμβο υπηρεσίας και βγήκαν στην Πλάκα προκειμένου συναντήσουν τις αρχές και να εκθέσουν τα αιτήματα της κοινότητας των ασθενών. Η κατάσταση δεν εκτονώθηκε και η αντιπαράθεση ανάμεσα στη διοίκηση και σε μερίδα των ασθενών που επιζητούσαν την κατάργηση του λεπροκομείου συνεχίστηκε.
Τον Μάρτιο του 1956 αντιπροσωπεία του Υπουργείου Υγιεινής με επικεφαλής τον υπουργό Πολυζωγόπουλο και μέλη τους βουλευτές, τους νομάρχες και τους νομίατρους του νησιού έφτασαν στη Σπιναλόγκα. Στη νησίδα αντιπροσωπεία χανσενικών με επικεφαλής τον Επαμεινώνδα Ρεμουντάκη δήλωσαν ότι μοναδικό τους αίτημα ήταν να φύγουν από τη Σπιναλόγκα «ζωντανοί και πεθαμένοι». Τελικά, τον Ιούλιο του 1957 οι τελευταίοι, περίπου 30, λεπροί μεταφέρθηκαν στον Αντιλεπρικό Σταθμό του (τότε) Νοσοκομείου Λοιμωδών Νόσων στην Αθήνα, όπου οι συνθήκες, τουλάχιστον αρχικά, δεν ήταν πολύ καλύτερες από τη Σπιναλόγκα.
«Νοσταλγούμε συχνά τη ζωή στη Σπιναλόγκα»
Οι ασθενείς που προέρχονταν από τη Σπιναλόγκα συχνά συνέκριναν την κατάσταση του Αντιλεπρικού Σταθμού Αθηνών με το λεπροκομείο της Σπιναλόγκα και νοσταλγούσαν τη ζωή στη νησίδα. Ενδεικτικό των πρώτων δυσκολιών που βίωσαν στην Αθήνα είναι το παρακάτω απόσπασμα από μαρτυρία ανώνυμου ασθενή:
«Όταν φθάσαμε εκεί -εννοεί στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αθηνών- δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο παράγκες, ένα μονώροφο θεραπευτήριο χωρίς τρεχούμενο νερό στις εγκαταστάσεις ούτε ηλεκτρικό ρεύμα. Έπρεπε να ξαναρχίσουμε τη δουλειά. Μόνο που αυτή τη φορά ήταν πολύ πιο περίπλοκο. Εμάς τους Σπιναλογκίτες δεν μας έβλεπαν με καλό μάτι αυτοί που ήταν από πριν στο Κέντρο. Μας θεωρούσαν κατάλοιπα, σαν κάποια άλλη ράτσα λεπρών διαφορετικών από τη νέα τάξη. Το ξεκίνημα, βλέπεις, εδώ δεν ήταν καθόλου το ίδιο. Δεν ήμασταν αφεντικά του εαυτού μας: καντίνα, κοινοί κοιτώνες, δεν είχαμε πια προσωπική ζωή.
Στη Σπιναλόγκα μπορούσες να μαγειρέψεις ό,τι ήθελες. Εδώ κλείνει πάλι ο κύκλος. Στη Σπιναλόγκα ξέραμε ότι είχαμε νικηθεί. Εδώ, βλέπεις, χτίσανε ένα μεγάλο κτήριο νοσοκομείου με μπετόν που θα στεγάσει όλο τον κόσμο, όπως πρέπει. Όλα θα είναι οργανωμένα, και ο εγκλεισμός και η αποξένωση. Έτσι, σήμερα νοσταλγούμε συχνά τη ζωή στη Σπιναλόγκα. Καλύτερα ήταν στη Σπιναλόγκα».
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΛΩΝΤΖΑΣ