Αφορμή να γράψω το σημερινό άρθρο στην αγαπητή μου ΑΝΑΤΟΛΗ, στάθηκε το δημοσίευμα του αγαπητού μου -νεαρού για ‘μένα- φίλου δημοσιογράφου Νίκου Σγουρού στο φύλλο της Πέμπτης (24/11/2022) για τη μειωμένη φετινή ποσότητα παραγωγής ρακής στο νομό μας και υπότιτλο «Η αύξηση της φορολογίας τρόμαξε τους καζανάρηδες» ανατρέχοντας και σε όσα δημοσίευσε η αφεδιά μου στην εφημερίδα μας αυτή σε 4 δημοσιεύματα από 26- 30 Οκτωβρίου 1993, με γενικό τίτλο Τα ρακοκάζανα με πρόθεση τότε να αποτυπώσω τη σκληρή πραγματικότητα όπως διαγραφόταν τότε και αφορούσε το μέλλον του παραδοσιακού αυτού κρητικού ποτού στην παραγωγή, εμφιάλωση, παρουσίαση και εκμετάλλευση του οποίου έσπευσαν από τότε να δώσουν το παρόν οι βιομήχανοι. Ένα παρόν όμως αρνητικό ως προς την ποιότητα και την καλή φήμη, που χρόνια τώρα διατηρούνται σε ζηλευτά επίπεδα από τους απλούς ανθρώπους του λαού μας, τους συμπαθείς και γραφικούς καζανάρηδες.
Δεν τολμώ -γιατί περί τόλμης πρόκειται- να προκαλέσω οποιοδήποτε μερακλή, ρέκτη παναπεί της ρακής και της ρέγουλας, να προβεί στη σύγκριση ποιότητας ενός ποτηριού κρητικής σπιτικής ρακής και ενός ποτηριού βιομηχανοποιημένης.
Δεν είμαι αδαής επί του θέματος, ίσα -ίσα και αμφιβάλλω άμποτε στο μέλλον, η βιομηχανοποίηση του είδους, φτάσει σε επίπεδο την παραδοσιακή συνταγή που γνωρίζει και ο πιο απλός Λασιθιώτης και ειδικότερα ο Μεραμπελιώτης καζανάρης «πάππου προς πάππου», και ας καλύπτεται ο βιομήχανος με τη στάμπα, τη βούλα και την υπογραφή επιστημόνων χημικών.
Με κάθε τρόπο τα παραδοσιακά ρακοκάζανα, έπρεπε να διατηρηθούν σε λειτουργία. Επειδή δε και η διατήρησή τους ακόμη στοιχίζει ακριβά στους μερακλήδες κατόχους τους, οι άνθρωποι αυτοί που από μεράκι και μόνο διατηρούν την παράδοση (γιατί κέρδος δεν υπάρχει) θα έπρεπε και με κάθε μέσον να βοηθηθούν και όχι να αντιμετωπίζουν κάθε χρόνο σκοπέλους, τριβόλους και παγίδες από νόμους και εγκυκλίους δεσμευτικές, συνάμα δε και αποτρεπτικής λειτουργίας.
Από λόγια και φούμαρα περί «διατήρησης της λαϊκής μας παράδοσης» χορτάσαμε πια!
Από το 1987, 35 τόσα χρόνια θέλω να πω, παρεμβάλλονται ένα σωρό σκόπελοι στην παραγωγή της παραδοσιακής παρασκευής ρακής, με αποτέλεσμα να απογοητεύονται χρόνο με το χρόνο οι χωρικοί καζανάρηδες και να τα παρατούν, σταματώντας έτσι τη γνήσια και όχι επίπλαστη παράδοση.
Στα 1997 που ταξινομούσα την ύλη του βιβλίου Τα διάφορα του Νίσπιτα τομ. Α΄ και που είχα αποκρυσταλλώσει πια τη σκέψη ότι το Γκουβέρνο πάει να κλείσει τα ρακοκάζανα κι εννοώ πάντα τα αμιγώς παραδοσιακά, επισκέφτηκα το Τελωνείο Αγίου Νικολάου και μετά από παράκληση στον τότε Δ/ντή κ. Σήφη Σιλιγνάκη, έθεσε στη διάθεσή μου το χοντρό εκείνο βιβλίο όπου καταγράφονταν οι άδειες που δίδονταν από την Εφορεία παλαιότερα στους διήμερους αποσταγματοποιούς των χωριών και των μετοχιών της περιοχής Μεραμπέλου από Πρίνα μέχρι Βραχάσι.
Τη 10ετία λοιπόν από 1922 που η παραγωγή ρακής τέθηκε υπό την εποπτεία του κράτους, μέχρι το 1932, λειτουργούσαν νόμιμα στο Μεραμπέλο 230 ρακοκάζανα.
Στην απογραφή που έγινε 31 Αυγούστου 1939 βρίσκομε σε λειτουργία 225 ρακοκάζανα.
Στην αποστακτική περίοδο του έτους 1997 (το χρόνο δηλαδή της απομέρους μου απογραφής) εκδόθηκαν άδειες διήμερων αποσταγματοποιών στο Μεραμπέλο σε 169 κτήτορες.
Βλέπομε λοιπόν ότι έστω για πολλούς και διάφορους λόγους, οι καζανάρηδες λιγόστευαν αφού τα παρατούσαν μόνοι τους ή ότι οι κληρονόμοι ενός ρακοκάζανου έπεφταν πολλοί και φαγώνονταν μεταξύ τους, ή το πουλούσαν σε άλλες περιοχές της Κρήτης αλλά και της υπόλοιπης Ελλάδας, με αποτέλεσμα να χαθούν πολλές άδειες από τον Τόπο μας.
Προσπάθησα να μάθω πριν 2 μέρες τηλεφωνικά έστω από το Τελωνείο Αγίου Νικολάου σε πόσους αποσταγματοποιούς δόθηκαν φέτος 48ωρες άδειες απόσταξης, αλλά στάθηκε αδύνατο, επειδή το Τελωνείο αυτό έχει επιφορτισθεί για τις άδειες και της περιοχής Ιεράπετρας, τέλος πάντων. Όπως όμως κι αν έχουν τα πράγματα, τα παραδοσιακά ρακοκάζανα στην Κρήτη γενικότερα έχουν λιγοστέψει αρκετά με τα εμπόδια που παρεμβάλλονται για τη νόμιμη λειτουργία τους.
Τα τελευταία χτυπήματα, που δέχονται τα εναπομένοντα λίγα παραδοσιακά ρακοκάζανα που ψυχορραγούν, από τους βιομήχανους που κατά την προσωπική μου γνώμη αναγκάζουν το κράτος 35 ολόκληρα χρόνια τώρα να εκδίδει κάθε χρόνο εγκυκλίους «συμφώνως τω νόμω».
Καταλαβαίνω ότι τους νόμους και τις διάφορες εγκυκλίους που έρχονται το κατόπι ως παρελκόμενα, τους ψηφίζουν και τους γράφουν αλλά και τους κυκλοφορούν για εφαρμογή, άνθρωποι όχι πάντοτε και άρον- άρον σοφοί. Άνθρωποι που κατέχουν υπεύθυνες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, είναι αδαείς όμως ως προς το αντικείμενο. Δεν αμφιβάλλω ούτε για την επιστημονική τους κατάρτιση, ούτε για την καλοπιστία και το καλοπροαίρετο, αν και στο σημείο αυτό υπάρχουν αρκετά κενά και γεννώνται υποψίες.
Από τη στιγμή όμως που τέθηκε σε ισχύ ο νόμος για εμφιάλωση της ρακής με την ονομασία τσικουδιά, λύθηκαν τα χέρια των βιομήχανων οινοπνευματοποιών
-που εκ των πραγμάτων διαθέτουν και το παραδάκι- βάλανε μπροστά τους επιστήμονες χημικούς που διαθέτει η επιχείρησή τους και πιάσανε την παραγωγή και εμφιάλωση στη σειρά.
Τί παράγουν όμως; Παράγουν ένα ποτό δύσοσμο -δε γνωρίζω το λόγο- το εμφιαλώσανε, κολλήσανε την ταινία που μαρτυρεί το νόμιμο της κυκλοφορίας και το πλασάρανε στην αγορά.
Γεμίσανε τα ράφια των Σ/Μ με κρητικό τάχατες παραδοσιακό ποτό, που προσέξετε… «Παράγεται στην Πάτρα και εμφιαλώνεται στο Ηράκλειο», όπως γράφει στην ετικέτα του ένα μπουκάλι του εμπορίου, αν είναι ποτέ δυνατό να το χωνέψει ένας ρέκτης του ποτού.
Δεν κάνω λόγο για όλους τους πότες της ρακής, αλλά για τους μερακλήδες και ρέχτες του ποτού αφού υπάρχουν αρκετοί που και πετρέλαιο ή σκέτο ξυλόπνευμα να τους βάλεις στο ρακοπότηρο θα πουν αφού το πιουν «αμά πράμα, μωρέ κοπέλια!».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, σιγά- σιγά και μεθοδευμένα, οδεύομε σε εποχή που μόνο οι διάφοροι Πολιτιστικοί Σύλλογοι των Κρητικών όπου γης, θα παρουσιάζουν την απόσταξη των στραφύλων σε ατραξιόν αναπαράστασης με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
ΝΙΣΠΙΤΑΣ