Πέθανε ο ηθοποιός Νίκος Ξανθόπουλος, «το παιδί του λαού», που σημάδεψε μια εποχή. Η γενιά μου μεγάλωσε με τις μελοδραματικές ταινίες της «Κλακ Φιλμ». Πώς να ξεχάσω τις πρεμιέρες της Πέμπτης στον κινηματογράφο «Λάμπης» του Αγίου Νικολάου, τις δεκαετίες του 60 και του 70, που, αν δεν πηγαίναμε μια ώρα πριν την έναρξη, δεν βρίσκαμε θέση να καθίσουμε! Μέχρι και όρθιοι υπήρχαν! Ταινίες με πολύ κλάμα, αλλά και πολλά τραγούδια του Αποστόλου Καλδάρα, σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.
* Όπως αναφέρω στο Ημερολόγιό μου της Πέμπτης 16 Ιουλίου 1964: «Το βράδυ επήγα στο σινεμά και είδα το δραματικόν έργον ΠΛΗΓΩΜΕΝΕΣ ΚΑΡΔΙΕΣ». Πρωταγωνιστής ήταν ο Νίκος Ξανθόπουλος και αναφέρω ότι το έργο ήταν πολύ καλό.
* Η τεράστια επιτυχία που γνώρισαν οι μελοδραματικές αυτές ταινίες εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από την ανάγκη των θεατών να δουν στην οθόνη έναν δικό τους καθημερινό άνθρωπο που υπερνικά όλες τις δυσκολίες και πετυχαίνει στη ζωή. Παραμένει η απορία μου… γιατί στην τηλεόραση δεν παίζουν ποτέ τις δραματικές ταινίες της Μάρθας Βούρτση και του Νίκου Ξανθόπουλου; Γιατί μόνο κωμωδίες του Βουτσά, του Κωνσταντάρα και των άλλων μεγάλων κωμικών μας; Μήπως γιατί μας θέλουν μόνο να γελάμε και όχι να κλαίμε… να ξεχνάμε ότι υπάρχει και πόνος στη ζωή μας;
* Το «Λάμπης» βρισκόταν στην οδό Λασθένους, πίσω από το χώρο της αρχαίας Καμάρας. Δημιουργήθηκε από τον Λάμπη Αλεξάκη, έναν πρωτοπόρο και δημιουργικό Αγιονικολιώτη, που έφερε τον ηλεκτρισμό στον Άγιο Νικόλαο και τον… πάγο, την εποχή που τα ψυγεία δεν δούλευαν με ηλεκτρισμό, αλλά με κολώνες πάγου! Ήταν και υποψήφιος δήμαρχος, αλλά έχασε από το μεγάλο Ρούσο Καπετανάκη. Αν πάτε στο πίσω μέρος του κτιρίου όπου στεγάζεται το Λύκειο των Ελληνίδων, ακόμα σώζεται ένας τοίχος από το «Λάμπης».
Νίκος Ξανθόπουλος: «Στο χρονοντούλαπο της δικής μου μνήμης!»
Τις αναμνήσεις του από το Νίκο Ξανθόπουλο και το τότε σινεμά «Μιμόζα» του Αγίου Νικολάου μας περιγράφει, με πολύ συναίσθημα, ο φίλος Μανώλης Αποστολάκης (Moto Babis).
* Ήταν εκείνα τα ζεστά καλοκαίρια της δεκαετίας του 70. Το καλοκαιρινό σινεμά της μικρής μας πόλης το έλεγαν «Μιμόζα» και βρισκόταν δεξιά, όπως κατεβαίναμε τη σημερινή Χορτατσων. Χωματόδρομος τότε με λίγα σπίτια και ένα θερινό σινεμά προστατευόμενο από ένα ψηλό μαντρότοιχο με σπασμένα γυαλιά στο τελείωμά του για να αποτρέπει εμάς τα παιδιά να μπαίνουμε τσάμπα μέσα τις ώρες των προβολών.
* Δεν θα μου φύγει ποτέ η μυρωδιά από το ανθισμένο γιασεμί στην είσοδο δεξιά. Η θεματολογία των ταινιών γνωστή, 3 φορές την εβδομάδα είχε καράτε, 1 φορά αισθησιακή ταινία -που έτσι την έλεγαν αλλά δεν το καταλάβαινα τότε! Μετά το εμπέδωσα καλά τί πάει να πει- και απαραιτήτως 3 φορές είχε Ξανθόπουλο, ασπρόμαυρη ταινία με ένα παιδί του λαού πάντα να δουλεύει, να φέρει στη χαροκαμένη μάνα του (Ελένη Ζαφειρίου) και την αδερφή του ή γυναίκα του (Μάρθα Βούρτση) τον επιούσιο. Ποτέ δεν χαμογελούσε, κουβαλούσε ένα παράπονο, ένα μαρασμό. Όμως κουβαλούσε και ένα μπουζούκι που τα βράδια θα ήταν η δεύτερή του δουλειά. Με αυτόν το Ξανθόπουλο μεγάλωσα και εγώ τη δεκαετία του εβδομήντα.
* Η μεγαλύτερη μου χαρά τότε ήταν να με βρει ο Πολάκης έτσι τον έλεγαν τον ιδιοκτήτη, Χανιώτης, αλέγκρο τύπος (τώρα που γράφω το όνομά του λέω, μωρέ λες να έχει σχέση με το βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ… άσχετο), μου έδινε λοιπόν ο σινεματζής ένα πάκο αφίσες με τις ταινίες που θα παιζόταν στο σινεμά και τα προσεχώς, με ένα κουτί πινέζες. Καβαλούσα λοιπόν το ποδήλατο μου, ένα Velamos, για να κάνω το γύρο της πόλης και να βάλω τις αφίσες στα προκαθορισμένα σημεία, πρακτορείο, πλατεία λιμάνι και κάπου αλλού, μια σταλιά ήταν η πόλη μας. Η ανταμοιβή μου ήταν το βράδυ, ότι έμπαινα τσάμπα μέσα χωρίς να με σταματήσει κανείς! Την αποστολή μου την είχα εκτελέσει. Στο διάλειμμα ο Πολάκης, ο σινεματζής θα με κερνούσε και μια πορτοκαλάδα Φλωράλ! Ακόμα έχω την γεύση της στο στόμα μου.
* Ο Ξανθόπουλος κάθε βράδυ εκεί με το ίδιο παράπονο, αλλά στο τέλος της ταινίας ήταν ευτυχισμένος και παντρεμένος. Αυτό τον Ξανθόπουλο θυμάμαι εγώ και θέλω να τον ευχαριστήσω για τα ανέμελα καλοκαίρια που με συντρόφευε στο θερινό σινεμά της μικρής μας πόλης. Καλό του ταξίδι, λοιπόν!
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΛΩΝΤΖΑΣ