Φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την πρώτη φορά που ακούμπησε αρχαιολογική σκαπάνη τη γη της Δρήρου. Ήταν το έτος 1917, όταν ο Στέφανος Ξανθουδίδης έκανε μια μικρή ανασκαφή, φέρνοντας στο φως ό,τι είχε απομείνει από ένα ναό της αρχαίας πόλης.
Επ’ ευκαιρία της επετείου αυτής, η αρχαιολόγος υπεύθυνη από πλευράς της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λασιθίου για την ανασκαφή της Δρήρου Βάσω Ζωγραφάκη και ο αρχαιολόγος, Διευθυντής της Γαλλικής Σχολής Αθηνών Alexandre Farnoux αφηγήθηκαν την ιστορία των ερευνών στη Δρήρο, κάτι που, όπως ανέφεραν, «αποτελεί και το αντικείμενο ενός βιβλίου που ετοιμάζουμε, ευρισκόμενοι προς το παρόν στο στάδιο συλλογής αρχειακού υλικού».
Όπως είπαν, ξεκίνησαν τη σχετική έρευνα από τα αρχεία του Υπουργείου Πολιτισμού και της Γαλλικής Σχολής, αφού ανασκαφές διενεργήθηκαν από Έλληνες και Γάλλους αρχαιολόγους.
«Τα στοιχεία που βρήκαμε κατ’ αρχήν ήταν τα αναμενόμενα, δηλ. οι απαραίτητες γραφειοκρατικές διαδικασίες για τη διενέργεια των ανασκαφών και οι αναφορές για τα αποτελέσματά τους. Όσο, όμως, προχωρούμε τη μελέτη, που μοιάζει με μια «ανασκαφή» στα λεπτά φύλλα των εγγράφων της εποχής, στα ποτισμένα από το χώμα της Δρήρου ημερολόγια των ανασκαφέων, στις προσωπικές χειρόγραφες επιστολές, στις φωτογραφίες και στα μικροσκοπικά γράμματα των εφημερίδων, μέρα με τη μέρα εμφανίζονται πληροφορίες που παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, όχι μόνο για την ιστορία των ερευνών αλλά και για την τοπική ιστορία. Διότι όπου υπάρχει Δρήρος, υπάρχει και Νεάπολη».
Δεσμοί Δρήρου – Νεάπολης
Oι ομιλητές προχώρησαν ακόμη πιο πέρα ανιχνεύοντας τους ιδιαίτερους δεσμούς ανάμεσα στην αρχαία Δρήρο και τη γειτονική Νεάπολη.
«Δεν είναι μόνο η εγγύτητά τους, που έχει ως συνέπεια να επαναλαμβάνεται πάντα σε έγγραφα και δημοσιεύσεις η ακριβής απόσταση της μιας από την άλλη. Είναι ένας βαθύτερος, πιο εσωτερικός δεσμός, ισχυρός, εντυπωσιακός και ιδιαίτερος, που αποτυπώνεται με ποικίλους τρόπους ήδη από τα πρώτα χρόνια μετά την τυχαία εύρεση, το 1854, της επιγραφής με τον όρκο των νέων της Δρήρου.
Αυτή μας η διαπίστωση μας οδήγησε να αποφασίσουμε να εξειδικεύσουμε λιγάκι την αφήγησή μας και να σας παρουσιάσουμε απόψε αυτήν την, ας την ονομάσουμε «νεαπολίτικη» ιστορία της Δρήρου.»
«Αφιέρωση»
Οι δύο ομιλητές – αρχαιολόγοι αφιέρωσαν στους Νεαπολίτες του παρελθόντος, «μια δυναμική και δραστήρια κοινότητα ανθρώπων», όπως είπαν, «που με όραμα και κέφι στήριξαν κάποτε και απέδειξαν ότι μπορούν να προστατεύσουν τις αρχαιότητες της περιοχής τους. Ήταν αυτοί για τους οποίους γράφει ο Σπυρίδων Μαρινάτος στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας του 1935, λίγο μετά την ανασκαφή που διεξήγαγε στο ναό στην αγορά της Δρήρου: «Εις τον Τουριστικόν όμιλον και όλην γενικώς την κοινωνίαν Νεαπόλεως, ήτις μετά παραδειγματικού ζήλου συνέβαλεν ου μόνον εις την ανασκαφήν αλλά και εις την στέγασιν του ανευρεθέντος ερειπίου, οφείλονται εκ μέρους της αρχαιολογικής υπηρεσίας ζωηρόταται χάριτες. Το παράδειγμα της στοργής προς τας αρχαιότητας, το οποίον επέδειξεν η Νεάπολις εις την προκειμένην περίπτωσιν, είναι άξιον να χρησιμεύση ως πρότυπον μιμήσεως εκ μέρους πολλών άλλων και μεγαλυτέρων και ευπορωτέρων πόλεων της Κρήτης ης αι πολύτιμοι αρχαιότητες φθείρονται διαρκώς και αφανίζονται».
Οι τρεις φάσεις των ανασκαφών
Οι ομιλητές αναφέρθηκαν παραθέτοντας πολλές πληροφορίες για τις τρεις χρονικές φάσεις της ανασκαφής, από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και σήμερα. Ενδεικτικά, αναφέρουμε:
Πρώτη φάση 1916–1917
Τον Οκτώβριο 1916 ο Στ. Ξανθουδίδης, παλιός γνώριμος της Νεάπολης αφού υπηρέτησε ως φιλόλογος στο γυμνάσιό της (1889-1891), και διευθυντής πλέον της 10ης Αρχαιολογικής Περιφέρειας, επισκέπτεται τη Δρήρο και το επόμενο έτος ζητά τη διενέργεια ανασκαφικής έρευνας. Για ποιους λόγους άραγε; Ο Ξανθουδίδης δεν έρχεται τυχαία στη Δρήρο.
Πρώτον, γνωρίζει βέβαια ότι το 1854 το άροτρο δύο Νεοχωριτών γεωργών είχε φέρει στο φως κοντά στην κορυφή των Χωρών την περίφημη στήλη με τον όρκο των εφήβων της πόλης. Το μεταγραμμένο κείμενο φτάνει στα χέρια του καταγόμενου από την περιοχή γιατρού Βελονάκι, που, συνειδητοποιώντας τη σημασία ενός τέτοιου ευρήματος, το δημοσιεύει σύντομα στο περιοδικό «Αθηνά». Σύντομα πολλοί και σημαντικοί Έλληνες και ξένοι μελετητές δημοσιεύουν μελέτες τους για την επιγραφή. Η τύχη της επιγραφής, όπως ίσως γνωρίζετε, ήταν η εξής: στάλθηκε, μαζί με άλλες αρχαιότητες της τουρκοκρατούμενης τότε Κρήτης, στο μουσείο της Κωνσταντινούπολης. Αν και μακριά πια από την πατρίδα, η στήλη, μετά και από την ευτυχή συγκυρία της άμεσης δημοσίευσής της, είχε ήδη δώσει το στίγμα της θέσης μιας αρχαίας πόλης με το όνομα Δρήρος.
Αργότερα οι λόγιοι της Νεάπολης επιλέγουν παραλλαγές του ονόματος της Δρήρου ως ψευδώνυμό τους, όπως ο «Παρρησιάδης Δρηρεύς» ή «Δρηρεύς» στα άρθρα που δημοσιεύουν σε εφημερίδες της Κρήτης. Την ίδια τακτική εφαρμόζει και η Νεαπολίτικη κοινωνία της εποχής της Κρητικής Πολιτείας που χρησιμοποιεί το όνομα της αρχαίας πόλης στα ονόματα καταστημάτων, όπως το καφενείο του Ρογαλίδη (1908), που υπάρχει ακόμη και σήμερα, και το ξενοδοχείο του Μπαλταδάκη.
Δεύτερον, όταν ο Στ. Ξανθουδίδης έρχεται στη Δρήρο, γνωρίζει πιθανότατα το ενδιαφέρον που έχουν ήδη δείξει προηγουμένως σημαντικοί επιστήμονες για την αρχαία πόλη. Ο Άγγλος αρχαιολόγος Α. Evans, ο γνωστός ανασκαφέας της Κνωσού, διαμένει για ένα διάστημα το 1898.
Αυτή η πρώτη προσπάθεια ανασκαφής στη Δρήρο δεν είχε άμεση συνέχεια. Η Ελλάδα εισέρχεται την ίδια περίοδο στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων, ξένων και ελλήνων, απομακρύνεται από τη Δρήρο, μέχρι το 1932.
Δεύτερη φάση 1932 – 1936
Το 1932 τη θέση του Εφόρου Αρχαιοτήτων Κρήτης κατέχει ο Σπ. Μαρινάτος, από τις σημαντικότερες μορφές στην ελληνική αρχαιολογία. Την ίδια περίοδο επιμελητής αρχαιοτήτων Ανατολικής Κρήτης είναι ο καθηγητής στο Γυμνάσιο Νεαπόλεως, Μανόλης Μαυροειδής από τη Φουρνή. Συνηθιζόταν τότε να τοποθετούν εκπαιδευτικούς στη θέση αυτή. Ο Δ/της της Γαλλικής Σχολής ζητά, μια και, όπως αναφέρει στην αίτηση, τελειώνει η ανασκαφή στα Μάλια, την έγκριση δοκιμαστικών ανασκαφών στη Δρήρο, προκειμένου να διαπιστωθεί αν είναι δυνατόν να προχωρήσει η Γαλλική Σχολή σε μια πιο εκτεταμένη έρευνα στο χώρο αυτό. Σε άλλο έγγραφο αναφέρει ότι τη διεύθυνση θα έχει ο τότε ανασκαφέας των Μαλίων P. Demargne. Η έγκριση δίνεται από το Υπουργείο και ο Μαρινάτος ενημερώνει επισήμως το Μαυροειδή για την έναρξη των γαλλικών ανασκαφών στη Δρήρο ώστε να τις εποπτεύσει εκ μέρους του ελληνικού κράτους.
Η αποστολή ερευνά, με 20 εργάτες, δύο σημεία: το άνδηρο γύρω από το εκκλησάκι του Αγίου Αντωνίου στην ανατολική ακρόπολη, όπου και τεκμηριώνεται βυζαντινή εγκατάσταση, οχυρωματικού χαρακτήρα, και τη νότια πλευρά ενός ανοιχτού χώρου στο διάσελο των δύο κορυφών, όπου φέρνει στο φως κάποιες βαθμίδες. Το σημείο αυτό ταυτίζεται πλέον με την «αγορά», το κέντρο δηλ. του οικιστικού ιστού. Όμως και τα ευρήματα του 1932 δεν δημιουργούν ελπίδες για κάτι σημαντικότερο. Ο ανταποκριτής της «Ανατολής» στη Νεάπολη που παίρνει συνέντευξη από τους γάλλους αρχαιολόγους τελειώνει το άρθρο του ως εξής: «εκ των πενιχρών αυτών ευρημάτων οι ενεργούντες τα ανασκαφάς αρχαιολόγοι έχουν την γνώμιν ότι δεν είναι δυνατόν συστηματικαί ανασκαφαί να αποδώσουν σοβαρότερα αποτελέσματα, δι’ αυτό θα εξακολουθήσουν τας δοκιμάς επ’ ολίγας ακόμη ημέρας και κατόπιν θα επιστρέψουν δια την συνέχισιν των ανασκαφών εις Μάλλια». Η Δρήρος εγκαταλείπεται αρχαιολογικά για μια ακόμη φορά.
Και οι αρχαιοκάπηλοι!
Το 1935 πλέον μια αρχαιοκαπηλία έρχεται να σηματοδοτήσει την αρχή ενός νέου κύκλου ερευνών, του σημαντικότερου από τις παλιές έρευνες. Ο ιδιοκτήτης ενός χωραφιού και οι εργάτες που έχει προσλάβει για να κατασκευάσουν ένα αναλληματικό τοίχο, ένα τράφο, βρίσκουν λίγο πιο πέρα από το σημείο που είχε σταματήσει η έρευνα του 1932 τρία ακέραια μπρούτζινα κούφια εσωτερικά αγαλμάτια. Ελπίζοντας να βρουν χρυσάφι στο εσωτερικό τους, τα θρυμματίζουν ένα προς ένα στους γύρω τοίχους. Μετά από μια μεγάλη περιπέτεια η Αστυνομία και η Αρχαιολογική Υπηρεσία οδηγείται στα ίχνη των αρχαιοκαπήλων και τα αγάλματα καταλήγουν εκεί που θα έπρεπε, στο Μουσείο. Μπορούμε να φανταστούμε την έκπληξη του Μαρινάτου όταν αντίκρισε τα πρώτα τμήματα σφυρήλατων αγαλμάτων που αποκαλύπτονταν και που μέχρι τότε ήταν γνωστά μόνο από τις αναφορές των αρχαίων συγγραφέων. Το Υπουργείο ενημερώνεται άμεσα με τηλεγράφημα «Σπουδαιότατα τεμάχια χαλκών σφυρήλατων αγαλματίων ευρέθησαν αρχαίαν Δρήρον και φαίνονται διαρπαγέντα ΣΤΟΠ. Μεταβαίνω αμέσως επί τόπου. Έφορος Μαρινάτος».
Διενεργεί αμέσως ανασκαφική έρευνα στο σημείο εύρεσής τους, εντοπίζει μερικά τεμάχια από τα αγαλμάτια και φυσικά το ναό, που τοποθετείται ανάμεσα στους αρχαιότερους ελληνικούς ναούς. Στο κέντρο του βρίσκεται μια εστία γεμάτη με στάχτη, καθώς και στρογγυλή λίθινη βάση ξύλινου κίονα, ενώ στη νοτιοδυτική γωνία αποκαλύπτεται βωμός, γεμάτος με κέρατα αιγών, όπου πιθανότατα ήταν στημένα τα τρία σφυρήλατα λατρευτικά αγάλματα που έχουν ερμηνευτεί ως Απόλλων, Άρτεμις και Λητώ, έργα πολυσήμαντα για την ιστορία της τέχνης, καθώς και κτιστό βάθρο, όπου τοποθετούνταν οι προσφορές στους θεούς, παράλληλα με το ορειχάλκινο «γοργόνειο» με διακόσμηση από εγχάρακτους θαλάσσιους δαίμονες.
Τα σημαντικά ευρήματα αναζωπυρώνουν το ενδιαφέρον, που είχε εκδηλώσει και παλαιότερα, της Γαλλικής Σχολής για τη Δρήρο και τελικά αποφασίζεται ελληνογαλλική έρευνα, με διευθυντές τον P. Demargne και το Σπ. Μαρινάτο.
Πράγματι κατά την έρευνα του 1936 έρχεται στο φως ένα σύνολο δωματίων με κοινό προθάλαμο στα νότια του ναού που ταυτίστηκε με ένα δημόσιο κτίριο, ίσως το πρυτανείο, κέντρο της εκλεγμένης πολιτικής ηγεσίας της πόλης, ενώ σε χαμηλότερο επίπεδο αποκαλύπτεται μια μεγάλη ανοιχτή δημόσια δεξαμενή. Το σημαντικότερο όμως εύρημα της περιόδου αυτής είναι η εύρεση κάποιων νόμων του 650 π.Χ., από τους παλιότερους στον ελληνικό χώρο. Ο πιο σημαντικός ήταν μια νομοθετική ρύθμιση για την εξουσία των κόσμων, δηλ. των αρχόντων της πόλης. Την ίδια περίοδο ο Henri van Effenterre ανασκάπτει μια νεκρόπολη, στους πρόποδες της ανατολικής ακρόπολης, κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου.
Οι έρευνες στη Δρήρο έχουν μεγάλο αντίκτυπο στους Νεαπολίτες, καθώς υπάρχουν πολλές ενδείξεις που φανερώνουν το ενδιαφέρον τους. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1932 ο δικηγόρος Μαν. Βλάσσης, που ζει στην Αθήνα, αθλοθετεί το Δρήρειο ανώμαλο δρόμο στο πλαίσιο του εορτασμού του 15αύγουστου.
Η αναφορά στη Δρήρο έγινε σήμα κατατεθέν για τη Νεάπολη και κομμάτι της τοπικής ταυτότητας.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν γνωστά πράγματα στην τοπική κοινωνία, που όμως αγνοεί ότι τα ευρήματα της Δρήρου είχαν μεγάλη απήχηση και στο εξωτερικό.
Ο Μαρινάτος αμέσως μετά την εύρεση των πρώτων κομματιών των αγαλματίων στέλνει επιστολή στον Έβανς, ενημερώνοντάς τον για τα συνταρακτικά ευρήματα, και εκείνος του απαντά με ένα τηλεγράφημα γεμάτο ενθουσιασμό συγχαίροντάς τον και ζητώντας του την άδεια να γράψει αμέσως σχετικά μ’ αυτά στους Times, όπως και κάνει. Μόλις μάλιστα του ανακοινώνει ο Μαρινάτος την εύρεση και των υπόλοιπων κομματιών των αγαλμάτων, προχωρεί σε νέα δημοσίευση στην ίδια εφημερίδα, ανταλλάσσοντας παράλληλα απόψεις περί της μορφής και χρήσης του κτιρίου στο χώρο της Αγοράς.
Η δημοσιότητα που λαμβάνουν τα σφυρήλατα και ο ναός της Αγοράς της Δρήρου είναι μεγάλη. Σε δύο εκθέσεις, το επόμενο έτος, μία στο Λονδίνο και μία στο Παρίσι, αφιερωμένες στις κρητικές αρχαιότητες εκτίθενται αντίγραφα των τρίων σφυρήλατων αγαλματίων. Επιπρόσθετα στην παρισινή έκθεση υπήρχε αναπαράσταση του βωμού και ένα αντίγραφο του Γοργονείου.
Αναφορές για τα ευρήματα της Δρήρου γίνονται σε ελληνικές εφημερίδες (Ανατολή, Ελεύθερον Βήμα, Πρωία) και σε γαλλικές εφημερίδες όπως η Le Temps και σε περιοδικά όπως la Gazette des Beaux-Arts, ακολουθούμενα και από μια ομιλία του Μαρινάτου στο Βερολίνο.
Μετά την έρευνα του 1936 και παρά τα σημαντικά αποτελέσματά της οι Γάλλοι αρχαιολόγοι, νικημένοι από τις δυσχέρειες στο δύσκολο τόπο της Δρήρου, ίσως και για άλλους δικούς τους λόγους, εγκαταλείπουν την προσπάθεια, ενώ και ο Μαρινάτος, ένα χρόνο μετά φεύγει οριστικά από την Κρήτη.
Σήμερα
Οι υπεύθυνοι της σύγχρονης φάσης της ανασκαφής στη Δρήρο αναφέρθηκαν επίσης με λεπτομέρειες στη νεώτερη φάση, από το 2006 έως και φέτος, αναφερόμενοι σε δυο αξιοσημείωτες ομοιότητες συγκρίνοντας τα αποτελέσματα των παλιών και των νέων ερευνών, όπως τόνισαν: Η πρώτη αφορά στην απήχηση που έχουν τα πρόσφατα ευρήματα. Η ανασκαφή στη Δρήρο πήρε το 2010 το βραβείο «Paul Dumesnil» από τη Γαλλική Ακαδημία του Παρισιού, τα αποτελέσματα δε έχουν παρουσιαστεί σε πολλές διαλέξεις τόσο σε ξένα όσο και σε ελληνικά πανεπιστήμια μετά από σχετική πρόσκληση, σε συνέδρια, και έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά και βιβλία, όπως και σε ελληνικές και ξένες εφημερίδες.
ΝΙΚΟΣ ΤΡΑΝΤΑΣ