Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι των οποίων οι εμπειρίες και τα βιώματα που κουβαλούν στην πλάτη και στην ψυχή τους και τα λόγια που ξεπηδούν από το στόμα τους, όποτε θυμούνται όλα αυτά που έζησαν και όλα αυτά που πέρασαν και ξεπέρασαν, είναι πολύ «βαριά», για να μπορέσεις να τα περιγράψεις και να τα αποτυπώσεις ανάγλυφα στο χαρτί.
Βλέποντας την κ. Δώρα Φθενάκη- Κοκολάκη να πηγαίνει αγέρωχη, καμαρωτή και με στιβαρότατο βήμα και βλέμμα να καταθέτει στεφάνι στην προτομή του Ρούσσου Α. Κούνδουρου στη Νεάπολη την περασμένη Κυριακή, ομολογώ πως έμεινα άφωνος, όταν έμαθα ότι «πατάει» φέτος τα 91 της χρόνια. Εκπρόσωπος του παραρτήματος Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης της Νεάπολης, η κ. Φθενάκη- Κοκολάκη έζησε τα χρόνια αυτά της εθνικής αντίστασης στην Κρήτη και μόλις της έδωσα το χέρι και την ρώτησα εάν θέλει να κάνουμε μια κουβέντα, μου είπε με ματιά και με διάθεση νέου θαρρείς ανθρώπου, «να μιλήσουμε, παιδί μου, όποτε θες».
Φυσικά ό,τι γνωρίζω για την περίοδο της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης είναι απ’ τα διαβάσματά μου από τις σχετικές εκδόσεις και το να μιλήσω με έναν άνθρωπο που έχει ζήσει την περίοδο αυτή από πρώτο χέρι και έχει σταθεί σαν μέλος της Αντίστασης με «όπλα» το θάρρος, την περηφάνια, την αγάπη για την πατρίδα, αποτελεί μια πολύ ξεχωριστή εμπειρία. Σε καμιά στιγμή της κουβέντας μας δεν κόμπιασε, σε καμιά ερώτηση δεν δίστασε να μου απαντήσει και σε καμία στιγμή δεν την είδα να μεμψιμοιρεί, πάντα με αστείρευτη δύναμη και πώς όχι άλλωστε, όταν μιλάμε για την επικεφαλής της Ε.Π.Ο.Ν. του Βραχασίου.
Από 6 χρονών έμεινε ορφανή από μάνα, μεγάλωσε μαθημένη σε κακουχίες, στερήσεις και καταστάσεις σκληρές. Μέχρι τα 18 της έζησε στο Βραχάσι και από το 1955 (με μικρά «διαλείμματα» στην Αθήνα). Είναι κάτοικος Νεάπολης όπου και ανέλαβε άμα τη αφίξει της την διεύθυνση της Οικοκυρικής Σχολής (που υπήρχε από το 1949) για 12 χρόνια μέχρι το 1967, οπότε και έκλεισε λόγω της χούντας.
Το ξεκίνημα
«Ο πόλεμος», λέει η κ. Φθενάκη- Κοκολάκη, «με βρήκε στην Β΄ Τάξη του Γυμνασίου. Εμείς οργανωθήκαμε σαν Αντίσταση το ’42. Ήταν χρόνια δύσκολα με πείνα, απαγόρευση κυκλοφορίας. Οι Ιταλοί δεν ήταν τόσο αδίστακτοι όσο οι Γερμανοί και όσοι σκοτώθηκαν το έπαθαν από τους Γερμανούς. Μόλις είχαν έρθει οι Ιταλοί, αμέσως επίταξαν το λάδι. Τους παρέδωσαν όλοι το λάδι που είχαν. Ο πατέρας μου έκρυψε ένα βαρέλι στην αποθήκη για να μπορούμε να περνάμε. Θυμάμαι πως μας είχαν βάλει να πληρώσουμε λάδι ως δίδακτρα. Ήμουν στην 6η Τάξη του Γυμνασίου και έρχεται ο γυμνασιάρχης και μας λέει: Όποιος δεν έδωσε το λάδι να βγει έξω. Βγαίνουμε σιγά -σιγά όλοι έξω στον προαύλιο χώρο του σχολείου (σ.σ. εκεί όπου σήμερα γίνονται οι εκδηλώσεις) και έγινε χαμός! Ήταν δύο καθηγητές, ένας της ΕΟΚ (Εθνική Οργάνωση Κρήτης) και ένας από τα Μάλια, φασίστας, ενώ μπήκαν μέσα και οι συνεργάτες των Γερμανών, για να επέμβουν, και όλους μαζί εμείς οι μαθητές τους δείραμε! Αφότου ήρθε ο Ρούσσος Α. Κούνδουρος και έκανε διαπραγμάτευση μεταξύ των μαθητών και των καθηγητών αποσοβήθηκαν τα χειρότερα!»
«Πρωτοστάτησα στο Βραχάσι», μας λέει γεμάτη περηφάνια, «ώστε να σταματήσει η αγγαρεία που έβαζαν οι Γερμανοί κατακτητές τους άνδρες να κάνουν καθημερινά. Είχαμε μαζευτεί οι γυναίκες και είπαμε σε όλους τους άνδρες να φύγουν από το χωριό και να μην επιστρέψουν, ωσότου σταματήσει η αγγαρεία. Τελικά μας έπιασαν τις γυναίκες και μας κλειδαμπάρωσαν σε ένα σπίτι, όμως καταφέραμε αυτό που θέλαμε να κόψουμε τις αγγαρείες.
Ήμουν επικεφαλής της ΕΠΟΝ στο Βραχάσι και μάλιστα έβγαινα παμψηφεί μετά και τις σχετικές διαδικασίες που κάναμε. Από την ΕΟΚ που υπερτερούσε σε δύναμη στη Μίλατο με απειλούσαν ότι θα με χτυπήσουν, αφού εγώ υπό την εποπτεία μου σαν αρχηγός της ΕΠΟΝ είχα και τη Μίλατο, το Σίσι, τα Μάλια, τη Λατσίδα, τη Βουλισμένη. Είχα μάλιστα ένα πιστόλι τελείως άχρηστο. που δεν μπορούσε να πυροβολήσει και το έβαζα στην τσέπη μου και προχωρούσα χωρίς να με πειράζει κανένας, αφού αυτοί δεν ήξεραν ότι δεν μπορεί να εκπυρσοκροτήσει. Όταν με ρώταγαν οι Γερμανοί: “Φοβάσαι;” πάντα έλεγα: “Όχι”» λέει με βλέμμα ατόφια λεβέντικο.
«Θυμάμαι», συνεχίζει, «όταν είχε έρθει μέσα στο σπίτι μας ένας αξιωματικός από το πουθενά κάνοντας έφοδο και αρχίζοντας να ψάχνει, που ο πατέρας μου σκεφτόταν να πάει και να του παίξει από πίσω μια στο κεφάλι, αλλά φοβόταν μήπως για αντίποινα έκαιγαν μετά το χωριό.
Θυμάμαι επίσης παραμονές 25ης Μαρτίου που ένας συναγωνιστής έγραφε επάνω στα δέντρα ΕΠΟΝ μαζί με συνθήματα. Περνάει ένας Γερμανός αξιωματικός και σε άπταιστα ελληνικά μας λέει: “Το ξέρω ότι αύριο είναι 25η Μαρτίου” αφήνοντάς μας άφωνους. Αν είχε καταλάβει τί εννοούσε με τα συνθήματα θα είχαμε μεγάλο πρόβλημα. Παρέλαση κάναμε κανονικά φωνάζοντας: Ζήτω η Ελλάς.
Θυμάμαι που κάναμε έρανο οι ΕΠΟΝίτισσες του Βραχασίου στο Γυμνάσιο για να μαζέψουμε λεφτά και να πάρουμε μαλλί, το οποίο, αφού πλύναμε, ξάναμε και κλώσαμε, και φτιάξαμε φουστανάκια, πουλόβερ για τα παιδιά της Βιάννου, που μετά το ολοκαύτωμα (τον Σεπτέμβρη του 1943) δεν είχαν τίποτε να φορέσουν. Μετά έκαναν έρανο και οι καθηγητές και πήραμε και δεύτερη παρτίδα μαλλί για τον ίδιο σκοπό».
Όπως τονίζει, «είχαμε και μικρά παιδιά ηλικίας 10 -12 χρονών στην ΕΠΟΝ τα αετόπουλα, που περνούσαν απαρατήρητα από τον εχθρό και πετυχαίναμε έτσι αυτό που θέλαμε. Ήταν ψυχωμένα και αυτά, ήταν οι μικροί μας ήρωες. Έστελνα θυμάμαι ένα παιδί που ήξερε πού να πάει και πώς να κινηθεί να μου στέλνει ανταπόκριση στο Βραχάσι. Κατά κύριο λόγο ήμασταν νέοι στην ΕΠΟΝ (μέχρι 20 χρονών) οι πιο μεγάλοι ήταν κυρίως στο ΕΑΜ».
«Θυμάμαι ένα περιστατικό σε έναν νερόμυλο που υπήρχε λίγο παρακάτω από το Σελλινάρι. Οι Άγγλοι βομβάρδισαν και η βόμβα έπεσε κυριολεκτικά κοντά στον μύλο, ενώ και 100 μέτρα παραδίπλα υπήρχε μια αποθήκη πυρομαχικών», λέει με βλέμμα σταθερό. «Οι Ιταλοί την γλίτωσαν και δεν έπαθαν τίποτα και την άλλη μέρα έκαναν δέηση στο εκκλησάκι στο Σελλινάρι επειδή τους έσωσε. Η άλλη βόμβα είχε πέσει στο Σίσι».
Η απελευθέρωση
«Όταν ήρθε η απελευθέρωση από τον κατοχικό ζυγό», λέει με ενθουσιασμό που λες και διατηρείται ακόμη, «έγινε χαμός στην πλατεία της Νεάπολης, δεν έπεφτε καρφίτσα, ήταν πιο γεμάτη από ποτέ από κόσμο».
Η μόνη στιγμή που ίσως η κ. Φθενάκη – Κοκολάκη βγάζει ένα παράπονο με το βλέμμα και την μιλιά της είναι όταν την ρωτάω για το τί κατάφερε η Αντίσταση. Όπως μου απαντά, «όσα πίστευε και όσα ιδανικά είχαμε έμειναν τελικά ανεκπλήρωτα. Αυτός που μας αναγνώρισε ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου(*) και έτσι νιώθαμε και την αντίστοιχη περηφάνια αφού μέχρι τότε όλοι μας αποκαλούσαν ως “ΕΑΜοΒούλγαρους”. Εγώ είμαι υπερήφανη που ήμουν μέλος της αντίστασης και έζησα αυτά τα χρόνια».
Στην ερώτηση μας, λίγο πριν κλείσουμε την συζήτηση, εάν αυτές οι εποχές συγκρίνονται με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε σήμερα ως έθνος η κ. Δώρα εύγλωττα σχολιάζει πως «οι δυσκολίες που υπάρχουν στην σημερινή Ελλάδα της κρίσης δεν είναι τίποτα μπροστά στα χρόνια της κατοχής ή και της χούντας. Τότε σε στήνανε στον τοίχο χωρίς να σκεφτούν τίποτα».
ΝΙΚΟΣ ΣΓΟΥΡΟΣ
* Οι νομοθετικές ρυθμίσεις (Α.Ν. 971/1949 «Περί απονομής ηθικών αμοιβών εις τας εθνικάς ανταρτικάς οµάδας και εθνικάς οργανώσεις εσωτερικής αντιστάσεως») του 1949-1952 που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου είχαν σαν κύριο χαρακτηριστικό ότι περιλάμβαναν τις οργανώσεις που έδρασαν μεταξύ 1941-44, αλλά απέκλειαν όσους παράκουσαν τη διαταγή για διάλυση των οργανώσεών τους από τη νόμιμη ελληνική κυβέρνηση και όσους «αποδεδειγμένως αντεθνικώς δράσαντες». Η αναγνώριση των αντιστασιακών γινόταν με αποφάσεις επιτροπών στις οποίες λάμβαναν μέρος ανώτεροι στρατιωτικοί. Με τους νόμους αυτούς λοιπόν αποκλειόταν όσοι πήραν μέρος στον Εμφύλιο πόλεμο εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης. Με το νόμο 1285 που ψήφισε η Βουλή στις 23 Αυγούστου του 1982 αφαιρέθηκαν οι παράγραφοι για αποκλεισμό οργανώσεων και αναγνωρίστηκαν ρητά οργανώσεις που δεν διαλύθηκαν και συνέχισαν ένοπλο αγώνα κατά τον Εμφύλιο πόλεμο, ενώ καθιερώθηκε ως ετήσιος Πανελλαδικός εορτασμός της Εθνικής Αντίστασης η Επέτειος της Μάχης του Γοργοποτάμου.