Τις τελευταίες ημέρες έχουμε κάνει αρκετές αναφορές στα χαρούπια, καθώς διανύομε την περίοδο συλλογής τους. Αναφερθήκαμε στη χρήση τους, που χρόνο με το χρόνο αυξάνεται καθώς και στην φετινή τιμή τους που είναι αρκετά αυξημένη σε σχέση με πέρυσι, στα 45 λεπτά το κιλό.
Σήμερα θα μιλήσουμε για το «πρώτο υπερσύγχρονο εργοστάσιο επεξεργασίας χαρουπιού στην Κρήτη, το μοναδικό στο είδος του χαρουπο-εργοσπάσιο, που άνοιξε στην Ελούντα το 1938 και παρέμεινε σε λειτουργία για είκοσι χρόνια» όπως μας ενημερώνει σχετική επιγραφή σε εξωτερικό τοίχο του κτηρίου, που τις μέρες μας έχει άλλη χρήση.
Το επιβλητικό πέτρινο κτίριο κόστισε 95.000 δραχμές, ένα τεράστιο για την εποχή ποσό. Λειτουργούσε μεταξύ Αυγούστου και Μαρτίου (από 06:00 έως 22:00), απασχολούσε 10 εργαζόμενους και είχε τη δυνατότητα επεξεργασίας 8-9 τόνων χαρουπιού ανά 8 ώρες. Κατασκεύαζε τρία υποπροϊόντα, μερικά για τοπική κατανάλωση, αν και τα περισσότερα εξάγονταν με πλοία σε όλη την Ευρώπη. Αυτά έκαναν το εργοστάσιο επεξεργασίας χαρουπιού να αποτελεί ένα εμπορικό σήμα για την Ελούντα. Τα επόμενα χρόνια ο χώρος του εργοστασίου χρησιμοποιήθηκε για την εγκατάσταση μηχανημάτων λείανσης και την αποθήκευση αλατιού από τις αλυκές, δύο ακόμη τυπικά προϊόντα της Ελούντας.
Ο συγγραφέας Μανόλης Μακράκης στο βιβλίο του «Ελούντα» αναφέρεται στη λειτουργία του χαρουποεργοστασίου (σελ. 307): Με την έναρξη της συλλογής των χαρουπιών (που για το Νησί ίσχυε από 10 Αυγούστου και για την υπόλοιπη Ελούντα 15-20 Αυγούστου), ξεκινούσε και η λειτουργία του εργοστασίου. Τα χαρούπια μεταφέρονταν σε τσουβάλια με τα χτήματα (ζώα) ή με καΐκια στο χαρουποεργοστάσιο όπου ζυγιζόταν. Στη συνέχεια τα τσουβάλια αδειάζονταν σε ειδική αποθήκη και ρίχνονταν στην κοφινίδα του μύλου από δυο εργάτες. Επειδή το άτομο που έριχνε τα χαρούπια στο μύλο, «τάιζε» το μύλο, ήταν συνήθως γυναίκα, το έλεγαν ταΐστρα. Μετά την κοφινίδα τα χαρούπια πήγαιναν στον κοπτήρα όπου τεμαχίζονταν και στη συνέχεια στο μπουράτο, διαχωριστήρα, όπου διαχωρίζονταν ο σπόρος από την ψίχα.
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΛΩΝΤΖΑΣ