Πριν από 40 χρόνια (1981) δημοσιεύθηκε στην ΑΝΑΤΟΛΗ ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο, σε 4 συνέχειες, για τη Βουλισμένη, τη λίμνη του Αγίου Νικολάου. Το έγραψε ντόπιος με το ψευδώνυμο ο Γιάννης Κρητικός και μας δίνει τη ζωή της πόλης μας γύρω από τη Λίμνη, αρκετά χρόνια πριν το 1981. Θα σας μεταφέρω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα, και πρώτα απ’ όλα μιαν άγνωστη «θεωρία» για τη γένεση της Βουλισμένης, όπως «του την έλεγε η μάνα του»:
♦ Αβάρετη (=αεικίνητη), το’ λεγε και το ξανάλεγε, για (τη Λίμνη για) να με φοβίσει και να μένει ήσυχη, ότι δεν θα πλησιάζω, ούτε στην άδεντρη τότε απόκρημνη νότια πλαγιά, ούτε δυτικά στην άκρη των κοφτών πανύψηλων βράχων.
Η Βουλισμένη, λέει, στα πολύ παλιά χρόνια ήταν γειτονιά. Οι άνθρωποί της ήταν πάρα πολύ πλούσιοι, μα τσιγγούνηδες, δύστροποι και κακοί. Ο Θεός δεν τους άντεχε και αποφάσισε να τους αφανίσει. Όμως πριν τους καταστρέψει, θέλησε να τους δώσει μια τελευταία ευκαιρία να σώσουν τις ψυχές τους.
Έστειλε λοιπόν ένα βράδυ μια φτωχή γυναίκα και γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι ζητούσε να της δώσουν λίγο προζύμι ν’ αναπιάσει το λιγοστό αλεύρι της, για να φτιάξει δυο τρία- ψωμιά στα ορφανά της.
Όλη τη νύχτα βολόδερνε στους έρημους δρόμους της γειτονιάς. Ούτε μια πόρτα δεν άφησε, που να μην την χτυπήσει ζητώντας λίγο προζύμι. Ήταν όμως τόσο κακοί οι άνθρωποι, που κανείς δεν την ψυχοπόνεσε να της ανοίξει. Το ξημέρωμα την βρήκε με άδεια χέρια και αζύμωτο το αλεύρι της.
Η θλίψη, η αγωνία, η απελπισία και η αγανάκτηση συζεύχτηκαν και της πλάκωσαν την καρδιά της. Έστρεψε την κρύα και υγρή ματιά της στον ουρανό και μια βαριά κατάρα ξέφυγε από τα στεγνωμένα χείλη της: «Να βουλιάξει τούτος ο τόπος και να γίνει θάλασσα, Θεέ μου!» είπε. Αμέσως γίνηκε το κακό! Ολόκληρη η γειτονιά καταποντίστηκε και χάθηκε στο αβυσσαλέο χάος. Ζεστή και σκούρα θάλασσα ξεβράστηκε από τα έγκατα της γης και σκέπασε τα πάντα.
Όσα παιδιά τα βρήκε αβάφτιστα τούτη η φρικιαστική καταστροφή -μετά που πέθαναν- γίνανε τελώνια. Όποιο παιδί πλησιάσει κοντά στη Βουλισμένη ανεβαίνουν τα τελώνια επάνω, το αρπάζουν και το παίρνουν μαζί τους στον μαύρο και κατασκότεινο βυθό, όπου χάνεται για πάντα και γίνεται άφαντο!
Από αυτήν την αιτία πήρε το όνομά της η Βουλισμένη, έγραψε ο Γιάννης Κρητικός και… τώρα ξέρετε!
Άγιος Νικόλαος: «Εποχή που τα λεφτά ήταν ξίγκικα!»
Σε άλλο σημείο του κειμένου του για τον Άγιο Νικόλαο και τη Λίμνη του, ο Γιάννης Κρητικός γράφει: Στου Πεδιαδίτη πήγαινα για θελήματα του σπιτιού. Ν᾿ αγοράσω λουλάκι (=ισχυρό χρωστικό λευκαντικό κατάλληλο για άσπρισμα ρούχων) ή μπελτέ (τοματοπελτές) ή κανένα λαμπόγυαλο. Τα ρέστα που δεν ξεπερνούσαν ποτέ τη μια δραχμή, γιατί τα λεφτά ήταν ξίγκικα (= ελλειποβαρή, είχαν μικρή αξία) τότε, είχα το ελεύθερο να πάρω ένα βώλο σκληρό χρωματιστό κάδιο (=κρυσταλλωμένη ζάχαρη) ή δέκα καραμέλες με μαντινιάδες.
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΛΩΝΤΖΑΣ