Με αφορμή την εκατονταετηρίδα από τη Μικρασιατική εκστρατεία και τη συνακόλουθη καταστροφή, διοργανώθηκε, από το Σύλλογο Μικρασιατών και Ποντίων Μεραμπέλλου εκδήλωση με θέμα το μεγάλο αυτό γεγονός του ελληνισμού, που επέδρασε καθοριστικά στη ζωή όλων των Ελλήνων, τόσο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και της Ελλάδας.
Αντικειμενικότητα και κριτική
Το καλωσόρισμα έγινε από την πρόεδρο του συλλόγου Μικρασιατών κ. Ρίτσα Χατζημιχάλη:
«Η γενιά που έζησε το μεγάλο ξεριζωμό έχει πια χαθεί. Οι επόμενες γενιές οφείλουν να μαθαίνουν από την ιστορία, να θυμούνται από τις διηγήσεις και μέσα από τη γνώση να αποκτήσουν την ικανότητα να κρίνουν αθώους και φταίχτες. Η Ελλάδα του 2022 έχει την ειδική υποχρέωση όχι μόνο να μην ξεχάσει, αλλά και να αναλύσει με αντικειμενικότητα και με κριτική διάθεση τα γεγονότα που μας οδήγησαν σε αυτήν την καταστροφή. Να βγάλουμε τις παρωπίδες μας για να κατανοήσουμε πώς οδηγηθήκαμε από το θρίαμβο στην καταστροφή και από τη συνύπαρξη στον ξεριζωμό. Ποιοί ήταν οι πρωταγωνιστές και τί λάθη έγιναν; Θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί η εθνική τραγωδία; Τί ρόλο έπαιξαν η ήττα του Βενιζέλου, η επαναφορά του Κωνσταντίνου και ο διεθνής παράγοντας;».
«Μύθοι και αλήθειες για το Μικρασιατικό»
Η Ιστορικός Μαρία Σωρού αναφέρθηκε σε θέματα και ερωτήματα που αφορούν το δραματικό αυτό γεγονός, σε μύθους και αλήθειες για το Μικρασιατικό:
«Αλήθεια είναι οι χιλιάδες νεκροί, οι χιλιάδες ανάπηροι, οι χιλιάδες ξεσπιτωμένοι, το 1.500.000 πρόσφυγες. Τα όσα υπέστησαν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας και άλλων περιοχών από τον μαινόμενο τουρκικό στρατό, τακτικό και άτακτο, μετά την ήττα του ελληνικού στρατού εντός και εκτός Σμύρνης, είναι αλήθειες γνωστές εδώ και χρόνια. Αλήθεια είναι ότι υπάρχουν ευθύνες πολλών και πολλές, και όχι μόνο αυτές που αποδόθηκαν με τη “δίκη των 6” τον Νοέμβριο του 1922. Ευθύνες που ανήκουν σ’ αυτούς που έπαιρναν πολιτικές και στρατιωτικές αποφάσεις και βέβαια και όλων όσων τους στήριξαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος ή τους υπονόμευσαν σε κρίσιμες στιγμές.
Αλήθεια είναι επίσης ότι φαινόταν από την αρχή ότι ήταν ένα εγχείρημα με πολλές δυσκολίες και λίγες πολύ λίγες πιθανότητες επιτυχίας με έκβαση σχεδόν προδιαγεγραμμένη. Κανείς δεν έκανε κάτι για να εμποδίσει την εκστρατεία, παρά τις σχετικές ενδείξεις και προειδοποιήσεις και πραγματικότητες», ανέφερε αρχικά η κ. Σωρού.
Πολύ συμπυκνωμένα θα προσθέσουμε τα παρακάτω, απ’ όσα αναλυτικά είπε:
«Το ερώτημα ήταν εάν η Συνθήκη των Σεβρών προέβλεπε οριστική παραχώρηση των εδαφών στην Ελλάδα, την επέκταση δηλαδή της χώρας μας στα Μικρασιατικά παράλια. Παρουσιάστηκε σαν ένα τετελεσμένο γεγονός “των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων” και σαν μία επιτυχία της Ελλάδος, όμως αποδείχθηκε μία εύθραυστη και μη ρεαλιστική πραγματικότητα, καθώς δεν είχε επικυρωθεί από κανέναν.Την ίδια στιγμή το κεμαλικό κίνημα ήταν πολύ ισχυρό και ήταν προφανές ότι θα πολεμούσε τη νέα κατάσταση. Αυτό σίγουρα ήταν ένας από τους μύθους.
¡ Ένας άλλος μύθος ήταν ότι θεωρήθηκε πως οι Τούρκοι θα προέβαλαν μικρή ή καθόλου αντίσταση, ότι δηλαδή θα παραδίδονταν αυτόματα. Ούτε αυτό ήταν σωστή εκτίμηση. Ένας ακόμα μύθος ήταν ότι ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές του επειδή οι αντιβενιζελικοί υποσχέθηκαν αποστράτευση. Όμως τέτοια υπόσχεση δεν έγινε ποτέ, αυτό ειπώθηκε εκ των υστέρων. Τέλος, μύθος ήταν η εκτίμηση και η αντίληψη που αφορούσε την πληθυσμιακή δύναμη της Μικράς Ασίας. Όπως αποδείχτηκε οι Έλληνες ήταν η μειονότητα.
¡ Η αλήθεια είναι ότι η μικρασιατική εκστρατεία ήταν μία τραγωδία και καταστροφή, με χιλιάδες θύματα. Ήταν μία ιδέα η οποία εκ των προτέρων φαινόταν ότι δεν θα είχε ένα καλό τέλος. Όλοι το ήξεραν και το φοβόντουσαν. Υπήρχε μία φαινομενική αισιοδοξία αλλά στην πραγματικότητα τίποτα δεν έδειχνε ότι αυτό θα μπορούσε να έχει επιτυχή έκβαση. Η επιχείρηση αυτή, είχε αναφέρει και ο Μεταξάς, δεν θα μπορούσε να έχει σωστό εφοδιασμό. Η απάντηση του Βενιζέλου ήταν από ότι από στρατιωτική άποψη αυτό έχει λογική, αλλά αυτό σαν διπλωμάτης θεωρούσε ότι ήταν ικανός να μεταστρέψει τη γνώμη αυτών που αποφασίζουν. Είναι κρίμα που δεν δεχτήκαμε την παραχώρηση της Ευρωπαϊκής Τουρκίας και της Κωνσταντινούπολης αντί της Σμύρνης», ακούσαμε να αναφέρει η κ. Σωρού.
Ελάχιστοι οι Λασιθιώτες ανυπότακτοι ή λιποτάκτες
Αξίζει να αναφέρουμε ότι οι μάχιμοι στρατιώτες στο Μέτωπο του πολέμου ήταν στην πράξη πολύ λιγότεροι από ό,τι έδειχναν οι αριθμοί. Μια αιτία, πέρα από τις προσωπικές ή κομματικές υπηρεσίες στα μετόπισθεν ή σε άλλες ακίνδυνες θέσεις, ήταν η ανυποταξία ή η λιποταξία. Το φαινόμενο αυτό υπήρχε από παλιά και θα ’πρεπε να λειτουργήσει προειδοποιητικά, καθώς σηματοδοτούσε και μια άρνηση της κοινής γνώμης απέναντι στο πολεμικό αυτό εγχείρημα. Οι αριθμοί είναι εντυπωσιακοί. Σύμφωνα με σχετική υπηρεσιακή έκθεση της Στρατιωτικής Διοικήσεως Παλαιάς Ελλάδος, σε σύνολο 342.491 επιστρατευθέντων από το 1921 οι ανυπότακτοι ήταν 143.418 (σχεδόν το 45%). Το μεγαλύτερο ποσοστό ήταν στην Αθήνα σχεδόν 70% και στην Πελοπόννησο περίπου 52%. Στην Κρήτη το ποσοστό ήταν μικρότερο χάρις… στους Λασιθιώτες. Οι ανυπότακτοι και λιποτάκτες από την Κρήτη ανέρχονταν σε 12.584 επί συνόλου 45.807 στρατευσίμων και επιστρατευμένων, από τους οποίους περί τους 10.000 προήρχοντο από τους νομούς Χανίων και Ρεθύμνου, περί τους 1.000 από τον νομό Ηρακλείου και μόνο περί τους 100 από το νομό Λασιθίου.
«Μαρτυρίες από το Μικρασιατικό μέτωπο»
Ακολούθησαν αποσπάσματα από ημερολόγια, απομνημονεύματα, επιστολές και δημοσιεύματα έξι Μεραμπελλιωτών που βρέθηκαν στο μικρασιατικό μέτωπο, βίωσαν τον πόλεμο και άφησαν γραμμένα όσα είδαν και έζησαν εκεί. Τα κατέγραψαν και επιμελήθηκαν η αρχαιολόγος Βάσω Ζωγραφάκη και η ιστορικός Μαρία Σωρού. Πρόκειται για τους Αγιονικολιώτες Γιώργο Κούνδουρο και Ιωάννη Μουρέλλο, τους Κριτσώτες Νικόλαο Νικηφόρο, Ζαχαρία Μασσάρο και Ιωσήφ Σγουρό και το Νεαπολίτη Εμμ. Φαϊτάκη. Τα αποσπάσματα ανέγνωσαν η αρχαιολόγος Βάσω Ζωγραφάκη και η ιστορικός Μαρία Σωρού και επίσης ο Κωστής Χατζηφωτεινός και ο Γιώργος Τζανόπουλος.
¡ «Εκατό χρόνια μετά τους ακολουθούμε στη δύσκολη πορεία τους στα εδάφη της Μικράς Ασίας, σε χαράδρες, λόφους, βουνά και πεδιάδες, ακούμε τις οβίδες να σφυρίζουν γύρω τους, οσμιζόμαστε τον θάνατο που τους περιβάλει, τον βλέπουμε κατάματα στους σκοτωμένους του πολέμου, μα και μπαίνουμε στην ψυχή και το μυαλό τους αυτές τις φρικτές στιγμές, για να αφουγκραστούμε όλα τους τα συναισθήματα, φόβο, τρόμο, ελπίδα, απελπισία, αλλά και τις μύχιες σκέψεις τους», ανέφεραν.
«Δεν είχαν συναιστανθεί το μέγεθος
της συμφοράς που τους περίμενε»
Την οπισθοχώρηση περιγράφει, όπως τη βίωσε, και ο Μιχαήλ Κοζύρης, εκδότης της εφημερίδας «Ανατολή», που κι εκείνος συμμετείχε στον πόλεμο ως στρατιώτης της Ανεξάρτητης Μεραρχίας:
«Μετά πορεία 25 περίπου χιλιομέτρων φθάσαμε το βράδυ της 23ης Αυγούστου σε μια πλούσια κοιλάδα με άφθονα νερά, αμπέλια και περιβόλια στους πρόποδες της οποίας κείται η κωμόπολη Σαντιρτζή με 2.000 και πλέον κατοίκους, πλείστοι των οποίων ήσαν Έλληνες.
Οι ατυχείς Έλληνες μας υποδέχθηκαν κλαίοντες και ασπαζόμενοι αξιωματικούς και οπλίτες και μας πληροφόρησαν ότι οι Ελληνικές Αρχές είχαν φύγει προ τριημέρου χωρίς να ειδοποιήσουν κανένα εκ των κατοίκων και ότι τώρα η κωμόπολη κατείχετο υπό μεγάλου αριθμού Τσετών, οι οποίοι μετά λυσσώδη μάχη μετά του τάγματός μας έφυγαν προς τα παρακείμενα βουνά. Τη νύχτα μια πολυμελής Επιτροπή επαρουσιάσθη στον Μέραρχο και υπέβαλε την παράκληση να πάρουμε μαζί μας όλους τους Έλληνες, γιατί εφοβούντο αντεκδικήσεις εκ μέρους των Τούρκων.
Ήταν πράγματι τραγικό το θέαμα να βλέπει κανείς νέες γυναίκες με τα βρέφη στην αγκαλιά και ένα μπόγο ρούχα στο χέρι να ξεκινούν για τη μαύρη προσφυγιά. Το θέαμα μάς είχε συγκλονίσει όλους. Ατυχώς παρά τα διαβήματα των διοικητών των Ταγμάτων, η Μεραρχία δεν επέτρεψε στους Έλληνες αυτούς να μας ακολουθήσουν. Και τότε σημειώθηκε το εξής δραματικό περιστατικό. Οι ωραίες κοπέλες του Σαντιρτζή κατελθούσαι στους καταυλισμούς έδιδαν κλαίουσαι στους στρατιώτες μεταξωτά χειροποίητα κεντήματα και άλλα πολύτιμα είδη της προίκας τους λέγοντας: “Πάρετέ τα. Αφού δεν μας παίρνετε, τί να τα κάνομε, που όπως προβλέπομε λίγος θα ’ναι ο καιρός μας;”. Η ενέργεια αυτή των Ελληνίδων παρθένων υπήρξε συνταρακτική για όλους αξιωματικούς και οπλίτες, γιατί προβλέπαμε τον βέβαιο χαμό των χιλίων και πλέον αυτών ελληνικών ψυχών.
Τη νύχτα μια επιτροπή από ιερείς και προκρίτους επεσκέφθησαν τον Μέραρχο και του ανέφεραν ότι όλοι οι Έλληνες και οι Αρμένιοι θέλουν να ακολουθήσουν τον στρατόν, γιατί φοβούνται ότι θα σφαγούν από τους Τούρκους. Παρά τις αντιρρήσεις της διοίκησης οι στρατιώτες άρχισαν να φωνάζουν ότι δεν φεύγομε αν δεν πάρομε και τους Έλληνες και τότε έγινε δεκτό το αίτημά τους.
Εγκατέλειπον οι ατυχείς χριστιανικές οικογένειες τα πλούσια νοικοκυριά τους με τα πολύτιμα έπιπλά τους τα οποία δώριζον στους γνωστούς τους Τούρκους και αφήνοντες τα σπίτια τους γεμάτα από γεωργικά προϊόντα και άλλα πλούσια αγαθά και παραλαμβάνοντες εντός σάκκων επί αραμπάδων ή υποζυγίων μερικά τρόφιμα και είδη ρουχισμού, καθώς και τα εικονίσματα των σπιτιών και των εκκλησιών τους έσπευδον να προσέρχονται πλησίον των χώρων των καταυλισμών, αρχίζοντες ούτω την προς το άγνωστον πορείαν της προσφυγιάς. Ήσαν χαρούμενοι και μας ευγνωμονούσαν. Ακόμη δεν είχαν συναιστανθεί το μέγεθος της συμφοράς που τους περίμενε», έγραφε ο Μιχαήλ Κοζύρης.
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΛΩΝΤΖΑΣ