Τη Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου στο 2ο ΓΕΛ Ιεράπετρας, έγινε μια παρουσίαση του Ερωτόκριτου, για να τιμήσουν το έτος Ερωτόκριτου, που είναι το 2019.
Τ΄ άκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα….., από τη χορωδία του 2ου ΓΕΛ Ιεράπετρας.
Κρητική Λογοτεχνία «Ερωτόκριτος»
Παρουσίαση 2ο Λύκειο Ιεράπετρας
Δεκέμβριος 2019
Εισαγωγή
Ιστορικό Πλαίσιο & Κρητική Λογοτεχνία
Όταν το 1204 η Σταυροφόροι της Δ΄ Σταυροφορίας κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και κατέλυσαν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αποφάσισαν να μοιράσουν μεταξύ τους τα εδάφη της. Το νησί της Κρήτης πέρασε λοιπόν στα χέρια των Βενετών, οι οποίοι αναγνώριζαν τη στρατηγική του σημασία για την περαιτέρω ανάπτυξη του κράτους τους, το οποίο στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στο εμπόριο. Η Κρήτη με την κυρίαρχη θέση της στη Μεσόγειο θα αποτελούσε την πολυτιμότερη κτήση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου. Όταν το 1571 η ως τότε Βενετική Κύπρος έπεσε στα χέρια των Οθωμανών, τα μόνο εδάφη με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό που έμειναν υπό τον έλεγχο των Βενετών ήταν η Κρήτη και τα Επτάνησα.
Θα παίξουν και τα δυο σημαντικό ρόλο στη λογοτεχνία, η Κρήτη αμέσως, τα Εφτάνησα αργότερα. Στην Κρήτη, στα εκατό χρόνια που μεσολαβούν από το 1571 ως το 1669 (όπου έπεσε κι αυτή στους Τούρκους), θα ολοκληρωθεί η λογοτεχνική ακμή που την είδαμε να έχει αρχίσει κιόλας από την προηγούμενη περίοδο και θα φτάσει σε μια κορύφωση θαυμαστή. Η κρητική λογοτεχνία του τέλους του 16ου και του 17ου αιώνα είναι μια χρυσή περίοδος στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Οι περισσότεροι μελετητές διαιρούν την κρητική λογοτεχνία σε δύο περιόδους: η πρώτη καλύπτει τα χρόνια από τα τέλη του 14ου ώς τα 1580 περίπου και η δεύτερη τα τελευταία ενενήντα περίπου χρόνια της βενετοκρατίας. Η δεύτερη περίοδος περιγράφεται εύκολα: η κρητική λογοτεχνία επηρεάζεται από την Ιταλική Αναγέννηση και φτάνει στην ωριμότητά της με έμμετρα δραματικά έργα που καλύπτουν όλα τα νεοκλασικά είδη που καλλιεργούνται στην Ιταλία: κωμωδία, τραγωδία, ποιμενικό και θρησκευτικό δράμα. Βρίσκουμε επίσης δείγματα ποιμενικής ποίησης και επικής μυθιστορίας, στα οποία κύριοι δάσκαλοι των Κρητικών είναι ο Guarini και ο Ariosto.
Ύστερα από το 1550 η επίδραση της Αναγέννησης γίνεται πια αισθητή. Το εμπνευσμένο από την αρχαιότητα επικό και λυρικό ύφος και η όμοιας προέλευσης διεξοδική παρομοίωση περνά από τα ιταλικά στη λογοτεχνική παραγωγή της Κρήτης (Αχέλης, στο έργο Μάλτας πολιορκία). Ακόμη πιο αργά, γύρω στα 1600, παρουσιάζονται τα νέα γραμματολογικά είδη που χαρακτηρίζουν την Αναγέννηση, και που δεν έχουν προδρόμους στη βυζαντινή λογοτεχνία, μια νέα νοοτροπία, και ένα διαφορετικό μεταχείρισμα της γλώσσας. Παρατηρείται ακόμη ένα ανέβασμα του ως τότε λαϊκού επιπέδου της δημώδους λογοτεχνικής παραγωγής. Καταπιάνονται τώρα μ’ αυτήν μορφωμένοι ποιητές. Ανάλογο φαινόμενο είχε σημειωθεί πιο παλιά στην Ιταλία. Η τομή ανάμεσα στις δυο αυτές φάσεις της κρητικής λογοτεχνία έχει βασική σημασία για τη συνολική εποπτεία της.
Ο Ερωτόκριτος σημαδεύει, για πολλούς λόγους, το τέλος του μεσαιωνικού ελληνικού μυθιστορήματος.
Καταρχήν, από πολιτική και πολιτισμική άποψη, η ολοκλήρωση της κατάκτησης της Κρήτης από τους Τούρκους (1669) σηματοδοτεί το τέλος του δυτικοποιημένου ελληνικού πολιτισμού των ενετικών κτήσεων. Στην Κρήτη τίποτα πλέον δε δημοσιεύεται. Αυτό που απομένει από την κρητοβενετική παιδεία περιορίζεται στα Επτάνησα, αλλά στις αρχές παραμένει πολύ μέτριο. Θα δούμε αυτό το ρεύμα να επανεμφανίζεται την ώρα της Επανάστασης με εκπρόσωπο τον ποιητή Σολωμό.
Ο Βιτσέντζος Κορνάρος
Το όνομα Βιτσέντζος Κορνάρος δεν είναι ασυνήθιστο αυτή την περίοδο στην Κρήτη. Αφετηρία μας πρέπει να είναι τα εσωτερικά στοιχεία που προσφέρει το έργο [Ερωτόκριτος]. Ο ποιητής παρουσιάζεται στο τέλος του έργου του, σε έξι προσεκτικά διατυπωμένους στίχους:
ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ είν’ ο ποιητής και στη γενιά ΚΟΡΝΑΡΟΣ,
που να βρεθή ακριμάτιστος, σα θα τον πάρη ο Χάρος.
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,
εκεί ’καμε κ’ εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.
Στο Κάστρον επαντρεύτηκε σαν αρμηνεύγει η φύση,
το τέλος του έχει να γενή όπου ο Θεός ορίση.
Ένας μόνος Βιτσέντζος Κορνάρος γνωστός από αρχειακές πηγές ταιριάζει μ’ αυτά τα βιογραφικά στοιχεία. Ήταν μέλος της ευγενούς βενετοκρητικής οικογένειας των Κορνάρων (Cornaro ή Corner). Ο Vincenzo Cornaro (με την ιταλική μορφή του ονόματός του) γεννήθηκε στα 1553 και πέθανε στα 1613 ή 1614. Η καταγωγή ήταν από το χωριό Τραπεζούντα της Σητείας και εκεί έζησε ως τα νεανικά του χρόνια πριν πάει στο Μεγάλο Κάστρο, το σημερινό Ηράκλειο. Αδελφός του ήταν ο ποιητής Ανδρέας Κορνάρος.
Υπόθεση & Πρόσωπα του Ερωτόκριτου
Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, ο κόσμος όμως που απεικονίζει είναι ένα σύνθετο κατασκεύασμα που δεν ανταποκρίνεται σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα: παράλληλα με τις αρχαιοελληνικές αναφορές, εμφανίζονται αναχρονισμοί και πολλά στοιχεία του δυτικού κόσμου, όπως η κονταρομαχία.
Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του αποκτούν μετά από πολλά χρόνια γάμου μια κόρη, την Αρετούσα. Τη βασιλοπούλα ερωτεύεται ο γιος του πιστού συμβούλου του βασιλιά, Ερωτόκριτος. Επειδή δεν μπορεί να φανερώσει τον έρωτά του, πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια και της τραγουδά. Η κοπέλα σταδιακά ερωτεύεται τον άγνωστο τραγουδιστή. Ο Ηράκλης, όταν μαθαίνει για τον τραγουδιστή, του στήνει ενέδρα για να τον συλλάβει, ο Ερωτόκριτος όμως μαζί με τον αγαπημένο του φίλο σκοτώνει τους στρατιώτες του βασιλιά. Ο Ερωτόκριτος, καταλαβαίνοντας ότι ο έρωτάς του δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση, ταξιδεύει στη Χαλκίδα για να ξεχάσει. Στο διάστημα αυτό ο πατέρας του αρρωσταίνει και όταν η Αρετούσα τον επισκέπτεται, βρίσκει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου μια ζωγραφιά που την απεικονίζει και τους στίχους που της τραγουδούσε. Όταν εκείνος επιστρέφει, ανακαλύπτει την απουσία της ζωγραφιάς και των τραγουδιών και μαθαίνει ότι μόνο η Αρετούσα τους είχε επισκεφτεί. Επειδή καταλαβαίνει ότι αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του και ότι μπορεί να κινδυνεύει, μένει στο σπίτι προσποιούμενος ασθένεια και η Αρετούσα του στέλνει για περαστικά ένα καλάθι με μήλα, ως ένδειξη ότι ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του. Ο βασιλιάς οργανώνει κονταροχτύπημα για να διασκεδάσει την κόρη του. Παίρνουν μέρος πολλά αρχοντόπουλα από όλον τον γνωστό κόσμο και ο Ερωτόκριτος είναι ο νικητής. Το ζευγάρι αρχίζει να συναντιέται κρυφά στο παράθυρο της Αρετούσας. Η κοπέλα παρακινεί τον Ερωτόκριτο να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Όπως είναι φυσικό, ο βασιλιάς εξοργίζεται με το «θράσος» του νέου και τον εξορίζει. Ταυτόχρονα φτάνουν προξενιά για την Αρετούσα από το βασιλιά του Βυζαντίου. Η κοπέλα αμέσως αρραβωνιάζεται κρυφά με τον Ερωτόκριτο, πριν αυτός εγκαταλείψει την πόλη. Η Αρετούσα αρνείται να δεχθεί το προξενιό και ο βασιλιάς τη φυλακίζει μαζί με την πιστή παραμάνα της. Έπειτα από τρία χρόνια, όταν οι Βλάχοι πολιορκούν την Αθήνα, εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος. Σε μια μάχη σώζει τη ζωή του βασιλιά και τραυματίζεται. Ο βασιλιάς για να ευχαριστήσει τον τραυματισμένο ξένο του προσφέρει σύζυγο την κόρη του. Η Αρετούσα αρνείται και αυτόν τον γάμο και στη συζήτηση με τον μεταμφιεσμένο Ερωτόκριτο επιμένει στην άρνησή της. Ο Ερωτόκριτος την υποβάλλει σε δοκιμασίες για να επιβεβαιώσει την πίστη της και τελικά της αποκαλύπτεται αφού λύνει τα μαγικά που τον είχαν μεταμορφώσει. Ο βασιλιάς αποδέχεται το γάμο και συμφιλιώνεται με τον Ερωτόκριτο και τον πατέρα του και ο Ερωτόκριτος ανεβαίνει στο θρόνο της Αθήνας.
Η δομή του έργου
Ο Ερωτόκριτος είναι χωρίς αμφιβολία έμμετρο μυθιστόρημα και μάλιστα ερωτικό , όπως το χαρακτήρισε ο πρώτος εκδότης του και όχι έπος, όπως χαρακτηρίζεται από τους νεώτερους μελετητές. Διαιρείται σε πέντε μέρη και η διαίρεση αυτή δεν είναι άσχετη με τις πέντε πράξεις του ιταλικού αναγεννησιακού δράματος. Η υπόθεσή του συνοπτικά περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα και την παλικαριά και τοποθετείται σε μία υποθετική και συμβατική αρχαιότητα. Ο Κορνάρος διηγείται σε περισσότερους από 10.000 δεκαπεντασύλλαβους στίχους την ερωτική ιστορία του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας , τις δυσκολίες και τα βάσανά τους ως το τελικό αίσιο τέλος.
Α ΜΕΡΟΣ
Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του Αρτέμη ύστερα από πολλά χρόνια γάμου αποκτούν μία και μοναδική κόρη την Αρετούσα την οποία ερωτεύεται παράφορα ο Ερωτόκριτος , ο γιός του συμβούλου του βασιλιά Πεζόστρατου. Όμως επειδή δεν μπορούσε να φανερώσει τον έρωτά του πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια με τον πιστό φίλο του Πολύδωρο, στον οποίο εκμυστηρεύεται το μεγάλο του μυστικό, και τα τραγούδια του.
Β ΜΕΡΟΣ
Στις 25 Απριλίου (ημέρα εορτασμού του Αγίου Μάρκου) ο βασιλιάς για να διασκεδάσει την κόρη του οργανώνει κονταροχτύπημα στο οποίο παίρνουν μέρος αφέντες και αρχοντόπουλα από όλες τις ελληνικές πόλεις. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Ερωτόκριτος ο οποίος ήταν μεταμφιεσμένος προκειμένου να μην τον αντιληφθούν επειδή προερχόταν από κατώτερη κοινωνική τάξη. Τελικός νικητής ήταν ο Ερωτόκριτος που έλαβε το στεφάνι από τα χέρια της Αρετούσας , ως έπαθλο της νίκης.
Γ ΜΕΡΟΣ
Ύστερα από τις κρυφές συναντήσεις του Ερωτόκριτου με την Αρετούσα , ο Ερωτόκριτος πείθει τον πατέρα του να επισκεφτεί το βασιλιά και να ζητήσει τη βασιλοπούλα σε γάμο. Ο βασιλιάς εξοργίζεται για την τόλμη του Πεζόστρατου και εξορίζει τον Ερωτόκριτο από την χώρα του . Προτού φύγει όμως η Αρετούσα του προσφέρει το δαχτυλίδι της και ορκίζονται αιώνια αγάπη.
Δ ΜΕΡΟΣ
Η Αρετούσα κλείνεται στην φυλακή μετά την επίμονη άρνησή της να παντρευτεί το ρηγόπουλο του Βυζαντίου. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο βασιλιάς των Βλάχων εισβάλλει στην χώρα του Ηράκλη και πολιορκεί την Αθήνα. Ο Ερωτόκριτος με μαύρη όψη προσφέρει στους Αθηναίους ανέλπιστη και αποτελεσματική βοήθεια και στο τέλος νικάει στην αποφασιστική μονομαχία με τον Άριστο τον ανιψιό του βασιλιά των Βλάχων.
Ε ΜΕΡΟΣ
Στο τελευταίο μέρος ο Ηράκλης γεμάτος ευγνωμοσύνη προσφέρει στον άγνωστο πολεμιστή τα πλούτη και το μισό βασίλειό του. Αυτός όμως αρνείται και ζητά ως αμοιβή να πάρει για γυναίκα του τη φυλακισμένη ακόμα Αρετούσα. Ύστερα από πολλές και επιμέρους περιπέτειες , όπου ο Ερωτόκριτος δοκιμάζει τα όρια τη πίστης της Αρετούσας , θα φανερωθεί ποιος είναι και θα την παντρευτεί με την άδεια του βασιλιά Ηράκλη.
Στον επίλογο του ποιήματος , (Ε 1539-1548) ο ίδιος ο ποιητής μιλά για τον εαυτό του. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Σητεία , όπου έγραψε και το ποίημά του, παντρεύτηκε και διέμενε στο κάστρο (σημερινό Ηράκλειο).
Επιρροές του Ερωτόκριτου
Από τα 1935 γνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι η πλοκή αυτή βασίζεται στη γαλλική ιπποτική μυθιστορία Paris et Vienne (Παρί ε Βιάν). Η μυθιστορία αυτή, γραμμένη τον 15ο αιώνα από τον Pierre de la Cypède (Πιερ ντε λα Σιπέντ), προέρχεται με τη σειρά της από ένα καταλανικό έργο, μέσω ενός προβηγκιανού. Ο Κορνάρος γνώριζε το έργο σε μιαν από τις ιταλικές του διασκευές, που κυκλοφορούσαν σε χειρόγραφη και έντυπη μορφή.
Εκδόσεις του Ερωτόκριτου
Οι δέκα χιλιάδες ομοιοκατάληκτοι δεκαπεντασύλλαβοι του ποιήματος είχαν ήδη κερδίσει το κοινό πριν ακόμη πάρουν τη μορφή βιβλίου. Ο πρώτος εκδότης του, απευθυνόμενος το 1713 στο κοινό, πληροφορούσε ότι το έργο ήταν πολύ αγαπητό στα Επτάνησα, ιδίως στη Ζάκυνθο, και στην Πελοπόννησο όπου οι κρητικοί είχαν βρει καταφύγιο μετά την άλωση και του τελευταίου κρητικού προμαχώνα, και κυκλοφορούσε σε πάμπολλα χειρόγραφα με διάφορες αλλοιώσεις, που ο ίδιος μόχθησε να επανορθώσει.
Η πτώση της Κρήτης έκαμε ώστε το έργο ν’ αργήσει να τυπωθεί· πρώτη του έκδοση έχουμε στη Βενετία το 1713. Αλλά από τότε το έργο γνώρισε αλλεπάλληλες επανεκδόσεις και έγινε γρήγορα βιβλίο λαϊκό. Ως τις αρχές του αιώνα μας ο γυρολόγος που γύριζε στα χωριά, μαζί με τις άλλες του πραμάτειες πουλούσε και τη φυλλάδα του Ρωτόκριτου. Φυσικά το ποίημα περισσότερο διαδόθηκε στην Κρήτη, όπου ο λαός αποστήθιζε κομμάτια ολόκληρα, και τα βράδια μαζεύονταν οι συντροφιές και απάγγελλαν στίχους του — μάλλον τους τραγουδούσαν (και τους τραγουδούν ακόμη) σ’ ένα είδος ρετσιτατίβο, που παραλλάζει ελαφρά στις διάφορες περιοχές. Από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα ενός έργου της έντεχνης λογοτεχνίας, που αφομοιώθηκε από το λαό και έγινε σχεδόν δημοτικό τραγούδι, όπως σημειώνει και ο Λίνος Πολίτης, εκ των διαπρεπέστερων μελετητών της νεοελληνικής λογοτεχνίας των μέσων του 20ου αιώνα.
Το έργο ήταν πολύ δημοφιλές και κυκλοφορούσε σε χειρόγραφα όλον τον 17ο αιώνα. Το 1713 τυπώθηκε στη Βενετία από έναν Κρητικό, ο οποίος είχε συγκεντρώσει πολλά χειρόγραφα του έργου, στα οποία στηρίχθηκε για να παραδώσει μια αρκετά έγκυρη και αξιόπιστη έκδοση. Δεν σώζεται κανένα από τα χειρόγραφα του έργου εκτός από ένα ανολοκλήρωτο, του 1710. Είναι διακοσμημένο με καλαίσθητες μικρογραφίες, αλλά λιγότερο έγκυρο ως προς την παράδοση του κειμένου σε σχέση με τη βενετσιάνικη έκδοση, γιατί αλλοιώνει σε κάποια σημεία τον ιδιωματικό χαρακτήρα της γλώσσας. Πιθανότατα σταμάτησε να αντιγράφεται μετά την κυκλοφορία της έντυπης έκδοσης του έργου, το 1713. Ακολούθησαν πολλές ανατυπώσεις της αρχικής έκδοσης και η πρώτη νεότερη έκδοση έγινε το 1915 από τον Στέφανο Ξανθουδίδη.
Η απήχηση του έργου ήταν πολύ μεγάλη. Παρατηρούνται επιδράσεις του σε μαντινάδες και επιπλέον στην Κρήτη δημιούργησε μυθολογική παράδοση: τα ονόματα των ηρώων έχουν επιβιώσει ως σήμερα ως βαφτιστικά και η λαϊκή φαντασία ονόμασε «παλάτι του Ηράκλη» τους στύλους του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα. Η μεγάλη διάδοση του έργου μαρτυρείται από λόγιους και ξένους περιηγητές καθ’ όλον τον 18ο και 19ο αιώνα, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι άνθρωποι στην Κρήτη γνώριζαν όλο το έργο απ’ έξω. Ακόμη και ο Γιώργος Σεφέρης αναφέρει ότι στη Σμύρνη στις αρχές του 20ου αιώνα η κατανόηση του έργου ήταν πολύ εύκολη, παρά την έντονα ιδιωματική γλώσσα του.
Μανουσάκης Θεόδωρος
Διευθυντής