Δεν μπορώ πια να περνάω από την γειτονιά σου, από τα λουλούδια σου τα ανθισμένα και τα δυο σκαλοπάτια που οδηγούν στην αυλή και στην πόρτα του σπιτιού σου. Δεν μπορώ να περνάω πια.
Δεν είναι ότι ο δρόμος δεν περνάει πια από εκεί, ούτε ότι τα λουλούδια σου χορτάριασαν και μου προκαλούν θλίψη. Δεν είναι ότι τα παντζούρια σου έκλεισαν και σώπασαν και εκείνα.
Είναι που τα πόδια μου τρέμουν και η καρδιά μου πονάει ακόμα για το ξαφνικό φευγιό σου. Είναι που για εμένα ήσουν ένα αγαπημένο κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας, είναι που δεν είχα καταλάβει πόσο σε αγαπώ, είναι που το χαμόγελο σου, η τόσο οικεία και ζεστή φωνή σου είχε τη γλύκα του καλοκαιρινού γλυκού που πάντα είχες στο ψυγείο για να κεράσεις όποιον περνούσε από τον δρόμο σου, είναι που τα χέρια σου ήταν τόσο γεμάτα πάντα με ό,τι έβγαζε ο κήπος και το περιβόλι σου… τόσο γεμάτα που από την τόση δοτικότητα σου πίσω από όλα εκείνα τα αγαθά που απλόχερα έδινες σε όλους μας… εσύ σχεδόν δεν φαινόσουν. Μα δεν σε ένοιαζε ποτέ αυτό… σε ένοιαζε να έχεις μονάχα χέρια γεμάτα, σπίτι γεμάτο, καρδιά γεμάτη για να δίνεις… να δίνεις… πάντα να δίνεις λες και δεν είχε τελειωμό το δόσιμο αυτό. Είναι που θυμάμαι τις φορές που ξεχνούσες το κλειδί σου πίσω από την πόρτα και ερχόσουν στο μαγαζί μας για να ζητήσεις από τη μαμά μου να με κατεβάσετε για να σας ανοίξω. Θυμάμαι που δεν είχα κανένα φόβο τότε, ήμουν πολύ μικρή και θαρραλέα. Με ανεβάζατε στο πάνω σπίτι, δένατε ένα σχοινί στη μέση μου και σιγά σιγά με κατεβάζατε από τον ακάλυπτο. Εγώ αιωρούμουν για λίγα λεπτά, μου άρεσε πολύ που για λίγο μπορούσα να πετάξω μέσα στο σπίτι σου και έτσι ξεχνούσα ποια ήταν η πραγματική αποστολή μου. Μόλις τα πόδια μου πατούσαν στο έδαφος, σας κοίταζα μαζεμένους εκεί ψηλά και χαμογελούσα. Κατευθυνόμουν προς την πόρτα, ήξερα καλά τον δρόμο γιατί είχε χρειαστεί να το κάνω κάμποσες φορές. Γύριζα το κλειδί με τα μικρά μου χέρια και εσείς με επιβραβεύατε με αγκαλιές και κεράσματα μόλις μπαίνατε ξανά στο σπίτι.
Δεν μπορώ να περνώ από τη γειτονιά σου πια, γιατί ξέρω πως μια καρδιά ραγισμένη σε χίλια κομμάτια μένει τώρα πια εκεί… και εγώ τη συμπονώ αυτή την καρδιά. Συμπονώ όλες τις καρδιές που έμειναν ραγισμένες από τότε που έφυγες. Συχνά σε βλέπω στα όνειρα μου. Είσαι χαμογελαστή και με αυτή τη γάργαρη φωνή μιλάς με τη μαμά μου. Κάποιες φορές βλέπω στο όνειρο μου πως στο παράθυρο σου έχεις ένα μεγάλο βάζο με λουλούδια. Τα κοιτώ και σκέφτομαι πόση φροντίδα και καθαρότητα είχε κάθε γωνιά του σπιτιού σου. Σε θαύμαζα πάντα για τη μεγάλη σου καρδιά, τη νοικοκυροσύνη σου και το χαμόγελο σου που έκρυβε με τόση αγάπη τα δύσκολα που είχαν δει τα μάτια σου. Από τις πιο αγαπημένες μου παιδικές γεύσεις ήταν το ρύζι με αρακά και καλαμπόκι που έφτιαχνες σε γιορτές και γενέθλια. Όσο και αν έχω ψάξει, δεν την έχω ξαναβρεί αυτή τη γεύση… κανείς δεν την πετυχαίνει όπως εσύ. Και πάλι δεν ξέρω αν έφταιγε το ψήσιμο σου, τα καρυκεύματα που έβαζες στα τόσο νόστιμα φαγητά σου ή το πιο πολύτιμο συστατικό όλων των συνταγών σου που ήταν η απεριόριστη αγάπη για όλους. Είχαμε πει πως θα μου το μαγείρευες μια μέρα τώρα που μεγάλωσα, αλλά δεν καταφέραμε να κρατήσουμε τον λόγο μας. Εμείς οι άνθρωποι συχνά ξεχνάμε πως κάτι ανώτερο ξεπερνάει τον λόγο και την πρόθεση μας και πως για αυτό όλα είναι καλύτερα να γίνονται όσο είμαστε μαζί.
Ξέρω βαθιά πως αν σε ρωτούσε κάποιος πως θα ήθελες να είναι το φευγιό σου από ετούτο τον μικρό μας κόσμο, από ετούτη τη μικρή μας σφαίρα… εσύ θα επέλεγες αυτό που έγινε στα αλήθεια. Να ετοιμάσεις το τραπέζι για τους αγαπημένους σου, να σταθείς μπροστά και σε αυτό το τρομακτικό βίωμα όρθια, καθαρή και αξιοπρεπής. Εκεί στην κουζίνα σου, στο μέρος όπου αγαπούσες περισσότερο από όλα τα δωμάτια, γιατί εκεί μπορούσες την αγάπη σου να την κόψεις και να τη μοιράσεις καλύτερα, χωρίς να αδικήσεις ποτέ κανέναν, δίνοντας ίση ποσότητα και ίση αγάπη σε όλους. Και εκεί η καρδιά σου γινόταν και αυτή ισότιμα κομμάτια που μοιράζονταν με τόση φροντίδα, περίσσεια φροντίδα σε όλους.
Δεν ήμασταν έτοιμοι για το φευγιό αυτό. Από τη μέρα αυτή μία τρύπα άνοιξε στην καρδιά μας. Σε φέρνω πολύ συχνά στη σκέψη μου και κάποιες φορές σε βλέπω σε γυναίκες περαστικές ή σε γνώριμα πρόσωπα στην εκκλησία του χωριού. Όσο και αν με πονάει όμως το πέρασμα από τον δρόμο σου, εγώ σου υπόσχομαι πως θα δυναμώσω τα πόδια μου για να μην πάψουν να περνούν από εκεί. Κατάλαβα πως μία ρίζα της παιδικής μου ηλικίας και αυτού που είμαι σήμερα, είχε την άκρη της τελικά στη δική σου αυλή. Διάβασα σε ένα βιβλίο και σε σκέφτηκα πως «από τη στιγμή που μπορούμε να αγαπάμε ο ένας τον άλλον, και να θυμόμαστε το αίσθημα της αγάπης που μας έδενε, μπορούμε να πεθάνουμε χωρίς να φύγουμε πραγματικά. Όλη η αγάπη που έδωσες και πήρες εξακολουθεί να υπάρχει. Συνεχίζεις να ζεις στις καρδιές των ανθρώπων που άγγιξες και γαλούχησες όσο ήσουν στη ζωή.»*
Θα σε έχω πάντα στην καρδιά μου, θα σε αγαπώ και θα είμαι υπερήφανη για αυτή τη μικρή ρίζα που φύτρωσε στην αυλή σου και χωρίς να το καταλαβαίνει έμαθε τόσα πολλά και πολύτιμα από εσένα.
Αφιερωμένο στη μνήμη της αγαπημένης μας φίλης Μαρίας Φιορέτζη που έφυγε πριν από ένα χρόνο από τη ζωή, αλλά όχι από τις καρδιές μας.
Άννα Χαρούλη
*Απόσπασμα από το βιβλίο του Μιτς Άλμπομ, Το μεγαλύτερο μάθημα της ζωής, Κάθε Τρίτη με τον Μόρρι, σελίδα 188, Εκδόσεις Ωκεανίδα