Η συγγραφέας μάς μιλά για το παρελθόν που δεν ξεχνιέται, για τους ανθρώπους που παλεύουν με τη σιωπή και για τη δύναμη που φέρνει η αλήθεια στο φως.
Στην «ΑΝΑΤΟΛΗ της Κυριακής» φιλοξενούμε τη συγγραφέα κυρία Ρένα Ζώη, που με το νέο της μυθιστόρημα «Το σπίτι της δασκάλας», από τις Εκδόσεις Silk, μας μεταφέρει σε έναν τόπο φορτισμένο με σιωπές, αναμνήσεις και ξεχασμένα μυστικά.
Ένα βιβλίο που ξεδιπλώνεται ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, μέσα από τις ζωές της Κατερίνας και της Ελισάβετ, με φόντο ένα παλιό σπίτι που γίνεται καταφύγιο αλλά και καθρέφτης για όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ. Με όχημα ένα ημερολόγιο και κεντρικό άξονα τη δύναμη της διδασκαλίας, η συγγραφέας αναδεικνύει θέματα όπως η ενδοοικογενειακή βία, η κοινωνική προκατάληψη, η φιλία και η αλληλεγγύη, ενώ την ίδια στιγμή μάς υπενθυμίζει πως η ιστορία κάθε τόπου είναι φτιαγμένη από τις ιστορίες των ανθρώπων του.
Ακολουθεί η συνέντευξη:
Ν.Π.: Κυρία Ζώη, στο «Σπίτι της δασκάλας» κυριαρχεί μια ατμόσφαιρα που ισορροπεί ανάμεσα στο χθες και το σήμερα. Τι σας οδήγησε να στήσετε μια ιστορία σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους; Ήταν εύκολο;
Ρ.Ζ.: Η δημιουργία μιας ιστορίας που εκτυλίσσεται σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους, όπως συμβαίνει στο «Σπίτι της δασκάλας», ήταν μια συνειδητή επιλογή που πηγάζει από την επιθυμία να εξερευνήσω τη διαχρονικότητα των ανθρώπινων σχέσεων, των βιωμάτων και των συναισθημάτων τους. Πιστεύω ότι το παρελθόν διαμορφώνει το παρόν και το παρόν φωτίζει το παρελθόν. Αυτή η αλληλεπίδραση είναι γοητευτική και μου επέτρεψε να δημιουργήσω μια πλουσιότερη και πιο πολυεπίπεδη αφήγηση.
Όσον αφορά την ευκολία, θα έλεγα πως δεν ήταν πάντα εύκολο, αλλά ήταν σίγουρα μια δημιουργική πρόκληση. Η μεγαλύτερη δυσκολία έγκειται στο να διατηρήσεις την ισορροπία μεταξύ των δύο εποχών, διασφαλίζοντας ότι καμία δεν επισκιάζει την άλλη και ότι και οι δύο προσφέρουν κάτι ουσιαστικό στην πλοκή. Έπρεπε να είμαι ιδιαίτερα προσεκτική στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, στην εξέλιξη της δράσης και στη διατήρηση του ρυθμού, ώστε ο αναγνώστης να μην χάνει τον προσανατολισμό του και να παραμένει συνδεδεμένος και με τις δύο ιστορίες.
Ν.Π.: Η Κατερίνα είναι μια ηρωίδα που δεν προσπαθεί να φανεί αλάνθαστη ή δυνατή. Είναι ανθρώπινη, εύθραυστη. Πώς τη φανταστήκατε αρχικά και πώς εξελίχθηκε, καθώς γράφατε την ιστορία; Μοιράζεστε κοινά;
Ρ.Ζ.: Η Κατερίνα είναι μια γυναίκα που έχει περάσει δύσκολα, που κουβαλάει στις πλάτες της ένα βαρύ οικογενειακό παρελθόν, μια ψυχή σημαδεμένη από γεγονότα που την έχουν κάνει να κλειστεί στον εαυτό της. Οι ατέλειές της, οι φόβοι της και οι ανασφάλειές της την έκαναν πιο προσιτή και αληθινή. Δεν ήθελα να δημιουργήσω μια «τέλεια» ηρωίδα, γιατί η ζωή δεν είναι τέλεια και οι άνθρωποι δεν είναι αλάνθαστοι. Η ομορφιά της Κατερίνας βρίσκεται ακριβώς σε αυτή την ανθρώπινη διάσταση, στην ικανότητά της να πέφτει, να πληγώνεται, αλλά και να σηκώνεται ξανά.
Μέσα στο ασφαλές πλαίσιο των ανθρώπων που μπαίνουν τυχαία στη ζωή της, της δίνεται η ευκαιρία ν’ ανακαλύψει πτυχές του χαρακτήρα της που αγνοούσε ή που είχε επιμελώς κρύψει όλα αυτά τα χρόνια. Μπόρεσε να πατήσει γερά στα πόδια της, να πιστέψει περισσότερο στον εαυτό της και τελικώς κατόρθωσε να αποτελέσει εκείνη για τους άλλους ένα σταθερό σημείο αναφοράς.
Όσο για το αν μοιραζόμαστε κοινά σημεία, θα έλεγα πως κάθε συγγραφέας αφήνει ένα κομμάτι του εαυτού του στους χαρακτήρες του, ακόμα και ασυνείδητα. Η ενσυναίσθηση, η αναζήτηση της αλήθειας και η ανάγκη για ανθρώπινη σύνδεση είναι στοιχεία που νομίζω ότι μοιράζομαι μαζί της. Φυσικά, η ιστορία της και οι εμπειρίες της είναι εντελώς διαφορετικές από τις δικές μου, αλλά το συναισθηματικό της ταξίδι, η εσωτερική της πάλη για αποδοχή και λύτρωση, είναι κάτι που μπορώ να καταλάβω και να νιώσω βαθιά.
Ν.Π.:Το ημερολόγιο της Ελισάβετ γίνεται κλειδί για την αφήγηση αλλά και για την αλήθεια. Πιστεύετε ότι το παρελθόν μπορεί να μας ελευθερώσει ή μας βαραίνει περισσότερο;
Ρ.Ζ.: Αυτό είναι μια μεγάλη κουβέντα και σίγουρα δεν απαντάται με απλό τρόπο. Ωστόσο, θα προσπαθήσω να το συνοψίσω σε λίγες λέξεις και θα πω πώς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πώς επιλέγουμε να σχετιστούμε με το παρελθόν. Η σχέση του ανθρώπου με το παρελθόν είναι μια σχέση δυναμική, δεν είναι αποκλειστικά απελευθερωτική, αλλά ούτε και απαραίτητα επιβαρυντική. Το κλειδί βρίσκεται στη διαχείριση. Αν, δηλαδή, χρησιμοποιήσουμε το παρελθόν ως πηγή μάθησης, εμπειρίας και επούλωσης, τότε, ναι, λειτουργεί λυτρωτικά. Αν όμως το αφήσουμε να μας καθορίσει, να μας στοιχειώσει και να μας εγκλωβίσει σε ενοχές και πολλές φορές ψευδείς εικόνες, τότε δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα βαρίδι στη ζωή μας.
Ν.Π.:Ο μικρός Μάριος άγγιξε την καρδιά μου με την ευαισθησία και τη σιωπηλή του αντίσταση. Τι σημαίνει για εσάς η παιδική φωνή μέσα σε μια κοινωνία που συχνά σωπαίνει στα πιο δύσκολα;
Ρ.Ζ.: Ο Μάριος είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου ήρωες αυτού του βιβλίου για πολλούς λόγους. Η ευαισθησία, η ωριμότητα αλλά και η ενσυναίσθηση που δείχνει ξεπερνάνε τα όρια της ηλικίας του και τον καθιστούν πρόσωπο – κλειδί στην εξέλιξη της ιστορίας.
Σε μια κοινωνία που συχνά αδυνατεί ν’ αντιμετωπίσει την αλήθεια ή να δράσει μπροστά στην αδικία, η παιδική φωνή, όπως αυτή του Μάριου, είναι μια αφύπνιση. Μας υπενθυμίζει την ηθική υποχρέωση να γίνουμε οι βράχοι και να προστατεύσουμε τα παιδιά μας, τους πιο αγνούς «καθρέφτες» της κοινωνίας μας.
Ν.Π.:Η Κατερίνα κουβαλά το δικό της παρελθόν, η Ελισάβετ παλεύει με τα κοινωνικά πρέπει της εποχής της και ο μικρός Μάριος συγκινεί με τη σιωπηλή του δύναμη. Ποιος από αυτούς τους τρεις χαρακτήρες σας δυσκόλεψε περισσότερο να αποδώσετε και γιατί;
Ρ.Ζ.: Και οι τρεις αυτοί χαρακτήρες προσφέρουν πλούσιο έδαφος μέσω των πράξεων και των λόγων τους προκειμένου να αποκαλυφθεί το εύρος της προσωπικότητάς τους. Θα έλεγα πως υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό (αν και όχι πάντα εμφανές) που διέπει και τους τρεις και τους ενώνει σαν μια αόρατη κλωστή: η ψυχική δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Ως προς το δεύτερο σκέλος της ερώτησης δεν μπορώ να πω πως με δυσκόλεψε κάποιος από τους τρεις περισσότερο. Ενδεχομένως, λίγο περισσότερο ο μικρός Μάριος, καθώς θεωρώ πιο απαιτητική διαδικασία να προσπαθήσεις να αποδόσεις τα συναισθήματα και την ψυχοσύνθεση ενός παιδιού.
Ν.Π.:Αν ο αναγνώστης κρατούσε μόνο μία εικόνα ή συναίσθημα φεύγοντας από το «Σπίτι της δασκάλας», ποιο θα θέλατε να είναι αυτό και γιατί;
Ρ.Ζ.: Το ότι ο άνθρωπος -ακόμα και μέσα στις φουρτούνες που συναντά στην πορεία του- δεν είναι έρμαιο, μα ούτε και άμοιρος ευθυνών. Κάθε στιγμή βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα σταυροδρόμι επιλογών, επιλογών που θα καθορίσουν το αύριο το δικό μας και των άλλων. Επιλογή και ευθύνη. Το ένα ως επακόλουθο του άλλου, αυτά θα ήθελα να κρατήσουν οι αναγνώστες.
Ν.Π.:Πιστεύετε πως η λογοτεχνία έχει τη δύναμη να θεραπεύσει παλιές πληγές ή τουλάχιστον να τις μετατρέψει σε κάτι που μπορούμε να κουβαλήσουμε λιγότερο επώδυνα;
Ρ.Ζ.: Χωρίς αμφιβολία, ναι! Και για τον συγγραφέα, αλλά και για τον αναγνώστη. Συνολικά, η λογοτεχνία λειτουργεί ως ένας καθρέφτης, ένα καταφύγιο και ένας οδηγός. Μας επιτρέπει να εξερευνήσουμε τα βάθη του ανθρώπινου πόνου σε ένα ασφαλές περιβάλλον, να αναγνωρίσουμε τις δικές μας πληγές, να τις κατανοήσουμε καλύτερα και τελικά να τις μετατρέψουμε σε σημάδια ανθεκτικότητας και όχι σε διαρκείς πηγές αγωνίας.