Η Εργατική Πρωτομαγιά δεν είναι αργία, είναι απεργία. Και αυτό δεν είναι μόνο σύνθημα, είναι διαχρονικός αγώνας, διεκδίκηση και εργατική Ιστορία. Ξεκίνησε, σε ανάμνηση της ηρωικής εξέγερσης των εργατών του Σικάγο το 1886, να γιορτάζεται σε όλο τον κόσμο, ως ημέρα μνήμης και τιμής των εργατικών αγώνων, διεθνώς, για καλύτερες αμοιβές, καλύτερες συνθήκες δουλειάς, κοινωνική ασφάλιση, κατοχύρωση επαρκούς χρόνου ανάπαυσης μετά την εργασία και ανθρώπινων όρων εργασίας, υγειονομικής περίθαλψης και διαβίωσης.
Η ελληνική κοινωνία δεν άργησε να αντλήσει μηνύματα από την εξέγερση του Σικάγο, ή τις άλλες αμερικανικές εξεγέρσεις, όπως αυτή στο Κολοράντο του 1914, που είχε μάλιστα και έναν ομογενή νεκρό απεργό, τον Κρητικό στην καταγωγή, Λούη Τίκα.
Το ελληνικό εργατικό κίνημα διένυσε τη δική απόσταση στον χρόνο με τους δικούς του αγώνες -αιματηρούς και επαχθείς πολλές φορές, με θυσίες και με δυσκολίες- ώσπου να εμπεδωθεί ένα κλίμα εργασιακής συνεννόησης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, να αλλάξει η στάση του κράτους απέναντι στον κόσμο της εργασίας, να εμπεδωθούν σε όλη την κοινωνία, να γίνουν σεβαστά και αποδεκτά και τέλος να κατοχυρωθούν θεσμικά, τα βασικά εργασιακά δικαιώματα.
Εκατόν επτά χρόνια από την ίδρυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας
Εκατόν είκοσι έξι χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την ίδρυση της «Φεντερασιόν» της Θεσσαλονίκης, που αποτέλεσε τον κύριο πρόδρομο του οργανωμένου ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος. Όμως, ήδη, στα τέλη του 19ου αιώνα, οι βλέψεις του εργατικού κινήματος για καλύτερες συνθήκες δουλειάς εμπνέονταν από το πνεύμα της Εργατικής Πρωτομαγιάς.
Τον τόνο έδωσε το Λαύριο, με τη μεγάλη απεργία του 1896, που εξελίχθηκε σε μάχη των χωροφυλάκων με τους απεργούς και ανάγκασε τον Ιταλό εκπρόσωπο της (γαλλικών συμφερόντων) εταιρείας Τζιανμπατίστα Σερπιέρι σε …φυγάδευση, για να γλυτώσει από τη μήνη των απεργών. Το κύριο αίτημα της απεργίας ήταν να μπορούν να μεταφέρονται εγκαίρως στα νοσοκομεία οι τραυματισμένοι εργαζόμενοι από τις στοές. Δευτερευόντως, η αύξηση των μισθών και η κατάργηση των μεσαζόντων εργολάβων, οι οποίοι έπαιρναν τη συμφωνημένη αμοιβή και έδιναν «ψίχουλα» στους εργάτες.
Το Λαύριο συγκλονίστηκε από πολλές απεργίες τα επόμενα χρόνια, με τη μεγαλύτερη και πιο εμβληματική, τη μεγάλη απεργία της 1ης Φεβρουαρίου του 1929, που διήρκεσε 47 μέρες, με απολογισμό έναν νεκρό μεταλλωρύχο και πολλούς τραυματίες. Οι εφημερίδες της εποχής αναφέρονται και σε κρούσματα μολυβδίασης καθώς και στα αιτήματα για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των εργαζομένων.
Εμβληματική, καθώς ήταν η πρώτη απεργία, που προώθησε την υπόθεση του οκτάωρου στην Ελλάδα ήταν η απεργία των μεταλλωρύχων στη Σέριφο. Στις 23 Αυγούστου του 1916, στρατός και αστυνομία άνοιξαν πυρ, καθώς η απεργιακή συγκέντρωση εξελίχθηκε σε άγρια συμπλοκή. Εννέα νεκροί και δεκάδες τραυματίες ήταν το αποτελέσματα της απεργίας· μεταξύ αυτών και δύο χωροφύλακες. Μετά το 1922, το 1923 αρχίζει να διεκδικείται το οκτάωρο και πολύ αργότερα να εφαρμόζεται σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες της χώρας.
Σε όλο τον μεσοπόλεμο, η χώρα δονείται από απεργίες, κυρίως στα αστικά κέντρα που διαθέτουν βιομηχανική υποδομή. Στην Καβάλα, τη Δράμα, τον Πειραιά, την Πάτρα, τον Βόλο οι απεργίες είναι συχνές και μαχητικές, όπως στερεότυπα σκληρή και άκαμπτη απέναντι στα αιτήματα των απεργών είναι η απάντηση της εργοδοσίας και του κράτους.
Στις 23 Αυγούστου 1923 ξεσπά γενική πανεργατική απεργία της ΓΣΕΕ και συλλαλητήριο στο Πασαλιμάνι, με απολογισμό 11 νεκρούς, 100 τραυματίες, 500 συλληφθέντες. Είχε προηγηθεί απόφαση της κυβέρνησης, στις 20 Αυγούστου 1923, για τη «διάλυση των αναγνωρισμένων εργατικών σωματείων». Πολυπληθείς κινητοποιήσεις ακολούθησαν, με πρώτα τα σωματεία σιδηροδρομικών, ναυτεργατών, φορτοεκφορτωτών, ενώ διενεργήθηκαν εκατοντάδες συλλήψεις απεργών.
Η «ματωμένη Πέμπτη των μικρομεσαίων» στην Αθήνα
Από τις πολυάριθμες απεργίες της περιόδου αυτής ξεχωρίζει η απεργία της 10ης Μαρτίου του 1927, που έμεινε στην ιστορία, ως ο «αγών των νοικοκυραίων» και έγινε για τα ενοίκια των καταστημάτων. Ήταν απεργία, όχι των εργατών, αλλά των επαγγελματοβιοτεχνών απέναντι στην τότε οικουμενική κυβέρνηση Ζαΐμη, η οποία, πιεσμένη από τους ιδιοκτήτες καταστημάτων, ήθελε να νομοθετήσει την αύξηση των ενοικίων έως και δεκαέξι φορές πάνω! Την απεργία των μικρομεσαίων συντόνισε η ΓΣΕΒΕ και υπήρξαν τρεις νεκροί από τα μυδραλιοβόλα του στρατού και της αστυνομίας και πολυάριθμοι τραυματίες.
Άλλη μια, μη εργατική, απεργία γίνεται στις 26 Αυγούστου του 1934 από χιλιάδες σταφιδοπαραγωγούς στο Αίγιο. Πέρασε στην ιστορία ως η «απεργία της σταφίδας». Θύματα, ένας νεκρός και πέντε τραυματίες.
Σημαδιακή απεργία ήταν και η απεργία της 10ης Μαΐου του 1934, των λιμενεργατών και των μυλεργατών, στην Καλαμάτα. Τα «αιματηρά γεγονότα των Καλαμών», όπως έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής, άφησαν πίσω τους τέσσερις νεκρούς και δέκα τραυματίες.
Αυτές οι απεργίες ήταν πολυήμερες και αιματηρές. Ήταν μεγάλες κλαδικές απεργίες, όπως πολλές άλλες που προηγήθηκαν και ακολούθησαν σε πολλούς κλάδους, σε όλη την περίοδο του πρώιμου συνδικαλιστικού κινήματος. Όμως οι πιο σημαντικές Πρωτομαγιάτικες απεργίες έγιναν στις αρχές του 20ού αιώνα και στον μεσοπόλεμο. Ξεχωρίζουν αυτές στη Θεσσαλονίκη, διότι, πολύ πριν αναπτυχθεί το συνδικαλιστικό κίνημα στο ελεύθερο τμήμα της χώρας, ήταν πολύ πιο επηρεασμένες από τις σοσιαλιστικές ιδέες, παρότι αποσκοπούσαν και αυτές στην ικανοποίηση τρεχουσών διεκδικήσεων.
Η πορεία του ελληνικού εργατικού κινήματος και η ελληνική Εργατική Πρωτομαγιά σηματοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τους μεγάλους συνδικαλιστικούς αγώνες της Θεσσαλονίκης, με αποκορύφωμα τον Μάη του ’36. Αγώνες που όμως είχαν ξεκινήσει τουλάχιστον δύο δεκαετίες νωρίτερα, σε μια εποχή που η πόλη δεν είχε ακόμη απελευθερωθεί και βρισκόταν υπό οθωμανική κατοχή.
Οι λόγοι ήταν πολλοί. Το γενικότερο πλαίσιο ήταν η αυξανόμενη επιρροή των σοσιαλιστικών ιδεών, ταυτόχρονα με την ενδυνάμωση του εργατικού κινήματος σε όλη την Ευρώπη, αλλά και το ξέσπασμα, το 1917, της Ρωσικής Οκτωβριανής Επανάστασης, που επιτάχυναν τις εξελίξεις, διεθνώς.
Στην Ελλάδα, η έξοδος της χώρας από τον Μεγάλο Πόλεμο και από τον «εθνικό διχασμό» συνοδεύτηκε και από αυξανόμενες εργατικές διεκδικήσεις, που συμβάδιζαν με έναν ανερχόμενο αστικό εκσυγχρονισμό.
Στη Θεσσαλονίκη, ειδικότερα, το έδαφος ήταν ακόμη πιο πρόσφορο, για εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες. Μετά το κίνημα των Νεότουρκων του 1908 καταγράφεται μια αύξηση της κοινωνικής έντασης και κλιμακώνεται η συνδικαλιστική δράση, από έναν μεγάλο αριθμό εργαζομένων, διαφόρων εθνοτήτων και ειδικοτήτων, που τα επαγγελματικά σωματεία τους, από το 1909, συσπειρώνονται στην πρώτη εργατική ομοσπονδία, τη «Φεντερασιόν».
Η «Φεντερασιόν» δημιουργήθηκε από τις «λέσχες» εργαζομένων διαφόρων κοινοτήτων, κυρίως της εβραϊκής και της σλαβικής, οι οποίες ζούσαν και δραστηριοποιούνταν στην πόλη, σχεδόν μία δεκαετία πριν από την ίδρυση της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ (κατοπινό ΚΚΕ το 1924). Ήταν η πρώτη Εργατική Ομοσπονδία, η «Σοσιαλιστική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης», που εξέδιδε την Εφημερίδα του Εργάτου και την εφημερίδα «Αβάντι» (ως το 1936) και τα ιδρυτικά μέλη της, με προεξάρχοντες τους Αβραάμ Μπεναρόγια, Γιονά, Αδρίτι, κ.α. διώχθηκαν και φυλακίστηκαν αρκετές φορές.
Η «Φεντερασιόν» πρωτοστάτησε στην ίδρυση του ΕΚΘ το 1917, όπως και στις εξελίξεις που οδήγησαν στην ίδρυση της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ το 1918.
«Η αλήθεια είναι ότι οι πρώτες Πρωτομαγιάτικες απεργίες που διοργανώνει η “Φεντερασιόν”, μετά την ίδρυσή της, και το το 1910 και το 1911 και το 1912 (το 1913 απαγορεύτηκε) και το 1914, είναι πολύ πιο μαζικές και πιο ζωηρές, από ό,τι οι Πρωτομαγιάτικες συγκεντρώσεις σε άλλες περιοχές και πόλεις στο ελεύθερο τμήμα της χώρας», τονίζει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο ιστορικός Κώστας Τζιάρας.
«Βλέπουμε, για παράδειγμα, ότι την ίδια εποχή στην Αθήνα, στον Πειραιά, είναι πιο υποτονικές οι Πρωτομαγιάτικες απεργίες και πιο διεσπαρμένες οι συγκεντρώσεις εκεί. Είναι πιο αναιμικές από τις Πρωτομαγιάτικες συγκεντρώσεις που γίνονται την ίδια εποχή στη Θεσσαλονίκη», προσθέτει ο ιστορικός.
Η ίδρυση του ΕΚΘ και η Εργατική Πρωτομαγιά
Σημαντικό ρόλο στην καθοδήγηση των εργατών έπαιξε η ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης το 1917, με την 166/1917 διοικητική απόφαση του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Ακολούθησε τον επόμενο χρόνο η ίδρυση της ΓΣΕΕ. Πάντως, το πρώτο Εργατικό Κέντρο της χώρας ιδρύθηκε το 1908 στο Βόλο, που στη δεκαετία του 1920 ήταν το μεγαλύτερο λιμάνι διακίνησης καπνού στη χώρα. Το 1910 και το 1912, αντίστοιχα, ιδρύονται Εργατικά Κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά.
Παρά το γεγονός, ότι το ΕΚΘ βασίστηκε στα σωματεία της «Φεντερασιόν», άλλος ήταν εκείνος που είχε ενθαρρύνει την ίδρυση του: ο Ελευθέριος Βενιζέλος!
«Η Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης του Βενιζέλου, θέλοντας να έχει με το μέρος της τους εργάτες στην αντιπαράθεσή της με τον βασιλιά, αλλά και γιατί έτσι εξυπηρετούνταν οι εθνικές επιδιώξεις στο εξωτερικό, πήρε την πρωτοβουλία να ιδρύσει Εργατικό Κέντρο», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο συγγραφέας του βιβλίου, με τίτλο «Εργασία και Εργατικό Κίνημα στη Θεσσαλονίκη» Κώστας Φουντανόπουλος. «Η σύσκεψη», σημειώνει, «έγινε στο γραφείο του επιθεωρητή εργασίας Ι. Αναπλιώτη το 1917 και πήραν μέρος ελληνικά και εβραϊκά σωματεία της πόλης. Η σύνταξη του καταστατικού ανατέθηκε στους σοσιαλιστές. Η συνέλευση για την επικύρωση του καταστατικού έγινε στα γραφεία της “Φεντερασιόν”, όπου εγκρίθηκε τελικά μετά από πολλές συζητήσεις. Τα σωματεία που υπέγραψαν το εγκεκριμένο καταστατικό -που δυστυχώς δεν διασώζεται – ήταν συνολικά έντεκα».
Πάντως, η αυξανόμενη ριζοσπαστικοποίηση των συνδικάτων ενόχλησε τον ενθαρρύνοντα, αρχικώς, τη συνδικαλιστική δράση, Ελευθέριο Βενιζέλο, που ως πρωθυπουργός της απελευθερωμένης πια χώρας, με την ψήφιση του «Ιδιώνυμου» το 1932, ουσιαστικά αποδιοργάνωσε τις εργατικές κινητοποιήσεις, αντιμετωπίζοντάς τες, με συλλήψεις, διώξεις, βία και καταστολή. «Η Πρωτομαγιά του 1932 γίνεται σε συνθήκες πολύ δύσκολες για τους εργαζόμενους. Υπάρχουν συλλήψεις και από τις αρχές υπάρχει κυνηγητό των εργαζομένων», λέει ο κ. Τζιάρας.
«Είχε επιχειρηθεί και νωρίτερα, από την κυβέρνηση Παπαναστασίου, στις αρχές της δεκαετίας του 1920 να αμβλυνθεί ο χαρακτήρας της Πρωτομαγιάς, να πάρει άλλα χαρακτηριστικά, π.χ. δημοκρατίας, ενότητας, ώστε να απεκδυθεί από το ταξικό περιεχόμενό της, αλλά το εγχείρημα δεν πέτυχε», υπογραμμίζει.
Η «ταξική» γραμμή ήταν κυρίαρχη στα συνδικάτα της Θεσσαλονίκης. Το ΕΚΘ, ήδη από τα μέσα του 1918, δραστηριοποιήθηκε για τη δημιουργία μιας ενιαίας κεντρικής συνδικαλιστικής οργάνωσης, μαζί με τα Εργατικά Κέντρα Αθηνών και Πειραιώς, ενώ συμμετείχε στο ιδρυτικό συνέδριο της ΓΣΕΕ, εκπροσωπώντας 22 συνδικάτα με 22.000 εργάτες.
«Η Πάλη των Τάξεων αποτελούσε βασική αρχή συνδικαλιστικής οργάνωσης και πολιτικής δράσης του ΕΚΘ και των σωματείων του», τονίζει ο κ. Φουντανόπουλος και συνεχίζει: «Μετά τα γεγονότα της Πρωτομαγιάς του 1919, το ΕΚΘ διαφοροποιήθηκε από τις ενέργειες του προέδρου της ΓΣΕΕ Ευ. Μαχαίρα και της βενιζελικής πλειοψηφίας και συντάχθηκε με την ομάδα των σοσιαλιστών, που έκαναν έδρα τους την Αθήνα. Συμμετείχε, μάλιστα, στο δεύτερο συνέδριο της ΓΣΕΕ, που οργάνωσε η σοσιαλιστική επιτροπή Αθηνών, ψηφίζοντας την οργανική σύνδεση με το κόμμα της εργατικής τάξης. Η διάσπαση όμως της ΓΣΕΕ δεν ήταν δυνατόν να μην έχει παρενέργειες και στο ΕΚΘ. Διαγράφτηκαν εκείνα τα στελέχη που συντάχθηκαν «με τους γνωστούς αντεργάτες του Πειραιά», όπως λέει χαρακτηριστικά ο κ. Φουντανόπουλος.
Η συνύπαρξη των τάσεων στο ΕΚΘ δεν υπήρξε ρόδινη και χωρίς εντάσεις. Από την αρχή, διαμορφώθηκαν δύο παρατάξεις στο ΕΚΘ: η μία σοσιαλιστική, που επηρεαζόταν από τη «Φεντερασιόν», και η άλλη συντηρητική, που συσπείρωνε βενιζελικούς και βασιλικούς. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πως στις δεκαετίες 1920-’30, δηλαδή μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, δημιουργήθηκαν διασπαστικές κινήσεις, όπως το «Εθνικό Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης(1923)», το «Συντηρητικό Εργατικό Κέντρο» (1925), το Πανεργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης (1926), το «Πανϋπαλληλικό Κέντρο Θεσσαλονίκης» (1928), οι οποίες, παρά την ύστατη προσπάθεια για «ενιαίο μέτωπο» το 1933, δεν συνέκλιναν, με αποτέλεσμα το εργατικό κίνημα να οδηγηθεί διασπασμένο στη δικτατορία του Μεταξά της 4ης Αυγούστου 1936.
«Οι μεταξύ τους σχέσεις, αρχικά ψυχρές, βελτιώθηκαν μόνο για λίγο μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, όταν έδρασαν από κοινού για τη διεκδίκηση βοήθειας για τους πυρόπληκτους», επισημαίνει ο κ. Φουντανόπουλος.
Αλλά και η επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά ήρθε λίγους μήνες μετά το συνταρακτικό εργατικό ξέσπασμα του Μάη του 1936, που φόβισε τις αστικές ελίτ της εποχής και αναστάτωσε το πολιτικό σκηνικό, το οποίο αντέδρασε με βία και σκληρή καταστολή.
Ο Μάης του ’36 – Ορόσημο του εργατικού κινήματος
Ο Μάης του ’36, υπήρξε αναμφίβολα η κορυφαία στιγμή του συνδικαλιστικού κινήματος στο μεσοπόλεμο.
Η θέση των εργαζομένων στις αρχές της δεκαετίας του ’30, έγινε ακόμη πιο δεινή, με την εκδήλωση της μεγάλης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης (1929-’33) στις ΗΠΑ, η οποία συνοδεύτηκε και από πολιτική αστάθεια, εθνικούς ανταγωνισμούς, όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και διόγκωση της ύφεσης διεθνώς, με τη δική μας χώρα να οδηγείται σε χρεοκοπία και τα εργατικά στρώματα να βυθίζονται ακόμη περισσότερο στην ανέχεια, την ίδια ώρα που ορισμένα τμήματα της εγχώριας αστικής τάξης συνέχιζαν να ευημερούν.
Η σημαντικότερη εξέγερση της εργατικής τάξης στον μεσοπόλεμο για τη διεκδίκηση καλύτερων απολαβών και συνθηκών εργασίας έμεινε στην ιστορία ως ο Εργατικός «Μάης του ’36».
Η εξέγερση ξεκίνησε από τα καπνομάγαζα της πόλης, όπου υπήρξε τεράστια κινητοποίηση των εργαζομένων και επεκτάθηκε σε όλο το κέντρο της πόλης. Η δολοφονία του αυτοκινητιστή Τάσου Τούση πυροδότησε σοβαρά επεισόδια και πορεία ώς το Διοικητήριο (σ.σ. έγινε η έμπνευση για τον «Επιτάφιο» του Γ. Ρίτσου, που μελοποίησε ο Μ. Θεοδωράκης). Η κινητοποίηση εξαπλώθηκε από άκρη σε άκρη, με χιλιάδες ανθρώπους να συρρέουν από τις γειτονιές στο κέντρο της πόλης.
Στην εξέγερση συμμετείχαν λιμενεργάτες, καπνεργάτες, αρτεργάτες, μυλεργάτες, εργάτες πλεκτηρίων, ιματισμού, επισιτισμού, ηλεκτρισμού, δέρματος, κουρείς, τραμβαγέρηδες, αυτοκινητιστές κ.ά., που υπολογίστηκαν σε πάνω από εικοσιπέντε χιλιάδες.
Οι συγκρούσεις με τη χωροφυλακή εξελίχθηκαν σε αιματοχυσία με έντεκα νεκρούς: Β. Σταύρου, Ιντο Σενόρ, Γ. Πανόπουλος, Δ. Αγλαμίδης, Σαλβατόρ Ματαράσο, Δημ. Λαϊλάνης, Σ. Διαμαντόπουλος, Γιάννης Πιτάρης, Ευθύμης Μάνος, Μανώλης Ζαχαρίου, Αναστασία Καρανικόλα.
Η πόλη για αρκετές ημέρες τελούσε «υπό εργατικό έλεγχο», όπως ανέφεραν εφημερίδες της εποχής. Ο Μάης του 1936 ήταν, αναμφίβολα, η ηρωικότερη και η πιο κομβική στιγμή του εργατικού κινήματος στην πόλη και τη χώρα. Για την αντιμετώπιση της εξέγερσης στάλθηκε ένα σύνταγμα στρατού από τη Λάρισα, ενώ κατέπλευσε και μια μοίρα του ναυτικού στο λιμάνι της πόλης.
Μετά τον Μάη του ’36, το εργατικό κίνημα στην πόλη αποδυναμώθηκε σημαντικά, κυρίως λόγω των ιστορικών εξελίξεων που ακολούθησαν, όπως η γερμανική κατοχή, ο αποδεκατισμός μεγάλου μέρους του εργατικού δυναμικού από την πείνα και τις στερήσεις, ο ολοκληρωτικός αφανισμός της εβραϊκής κοινότητας και στη συνέχεια ο εμφύλιος πόλεμος και η επιβολή, μετεμφυλιακά, αυταρχικότερης διακυβέρνησης στη χώρα, κ.ά.
«Στην εποχή της δικτατορίας του Μεταξά, οι παλιές διοικήσεις θα παυτούν, το ΕΚΘ θα μετονομαστεί σε Εθνικό Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, όπως και η ΓΣΕΕ σε Ε(θνική)ΣΕΕ», λέει ο κ. Φουντανόπουλος.
Λίγο πριν από την απελευθέρωση από τη γερμανική κατοχή, την ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος της πόλης, πρακτικά, αναλαμβάνει το Εργατικό-ΕΑΜ, που και μέσα στην κατοχή οργάνωνε δράσεις αλληλεγγύης και ανακούφισης του πληθυσμού.
Η συνδικαλιστική δράση μετά την κατοχή
Στο τέλος της κατοχής, ακολουθεί μια περίοδος διαπάλης μεταξύ των συνδικαλιστικών παρατάξεων, που συνοδεύεται και από φυλακίσεις, διώξεις συνδικαλιστικών στελεχών. Οι δυνάμεις του Εργατικού ΕΑΜ έχουν να αντιμετωπίσουν και εργατικές συσπειρώσεις και δυνάμεις ψευδεπίγραφα «εθνικές», που κατά τη διάρκεια της κατοχής υπήρξαν φιλικές προς τον κατακτητή και ενάντια στα συμφέροντα των εργαζομένων. Η διαπάλη ανάμεσα σε γνήσια εργατικές και «εργοδοτικές» παρατάξεις θα συνεχιστεί, με τις δεύτερες να επικρατούν για μεγάλα διαστήματα, συνεπικουρούμενες και από πολιτικές ηγεσίες που διέβλεπαν με καχυποψία τη ριζοσπαστικοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα.
Μετά τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, σημαντικά στελέχη του συνδικαλιστικού κινήματος (κομμουνιστικής ιδεολογίας) εκτοπίστηκαν, διώχθηκαν, φυλακίστηκαν, ή ακολούθησαν τον δρόμο προς τις πρώην σοσιαλιστικές λαϊκές δημοκρατίες.
Η αυξανόμενη πίεση του μετεμφυλιακού κράτους και η «πατερναλιστική» διάθεσή του προς τις εργατικές ενώσεις οδήγησαν σε σημαντικό βαθμό στον έλεγχο του συνδικαλιστικού κινήματος, με παρεμβάσεις στην εκλογή διοικήσεων, με κατηγορίες για «εργοδοτικό» συνδικαλισμό, με αμφιλεγόμενη αντιπροσώπευση και πρακτικές, ως προς την πραγματική υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Στη μεταπολίτευση, ωστόσο, με την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα και με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, ενεργοποιούνται -λόγω και του πολιτικού κλίματος και των δυνάμεων που εντάσσονται πιο μαζικά στα συνδικάτα- σε πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση, οι δυνάμεις της εκπροσώπησης της εργασίας.
«Πέρασε μια περίοδος εκδημοκρατισμού των συνδικάτων και η ολοκλήρωσή του ήρθε με το νόμο 1264/81, με την ενίσχυση του δημοκρατικού χαρακτήρα τους και της δυναμικής τους», είχε τονίσει στην εκδήλωση για τα εκατό χρόνια της ΓΣΕΕ, το 2018, ο πρώην πρόεδρος του ΕΚΘ Παναγιώτης Τσαραμπουλίδης.
Παρά την «έντονη παραταξιοποίηση» και «κομματικοποίηση» πλευρών του συνδικαλιστικού κινήματος, το εργατικό κίνημα στη μεταπολίτευση κατάφερε να αναπτύξει μηχανισμούς και δράσεις που διεύρυναν τους ορίζοντές του (καταναλωτικές ενώσεις, πολιτιστικές δομές, κ.ά.), και να πετύχει σημαντικές κατακτήσεις για τους εργαζόμενους, στα χρόνια που ακολούθησαν.
Ακόμη και στην πιο δύσκολη στιγμή της μεταπολίτευσης, της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων, παρά τη συντριβή πολλών κατοχυρωμένων εργασιακών δικαιωμάτων, έγινε δυνατόν να συγκρατηθούν θεσμικά μια σειρά από εργατικά δικαιώματα, όπως 13ος και 14ος μισθός στον ιδιωτικό τομέα, επιδόματα γάμου και τέκνων, κ.ά.
Σήμερα, έναν αιώνα μετά, ο θεσμικός ρόλος των συνδικάτων, πάρα τις όποιες ενστάσεις και αδυναμίες, είναι πανθομολογούμενος, ενώ προβλήματα, για τα οποία χρόνια και χρόνια αγωνίστηκαν οι εργαζόμενοι δεν έχουν εκλείψει εντελώς. Στα διαχρονικά ζητήματα που απασχολούσαν το εργατικό κίνημα ήρθαν να προστεθούν και σύγχρονα, εξαιτίας της προόδου της τεχνολογίας και της αλλαγής του εργασιακού περιβάλλοντος, ενώ πολλές φορές αμφισβητούνται στον δημόσιο διάλογο κατοχυρωμένα δικαιώματα χρόνων.