Δεν «μύρισε» ο Νοέμβριος, με τις σχετικά ψηλές θερμοκρασίες, έτσι, οι πιο… μερακλήδες καζανάρηδες μετέθεσαν χρονικά την περίοδο για να στήσουν το καζάνι με τα στράφυλά τους, για το Δεκέμβριο. Αν δεν κάνει και λίγο κρύο, να μαζευτεί η παρέα, το σόι και οι φίλοι, γύρω από την πυρά του καζανιού και στην ψησταριά με τις μπριζόλες, τα λουκάνικα και τις οφτές πατάτες, για να τα βρέξει η ζεστή ρακή, που μόλις έτρεξε από το λουλά, δε στρώνει η περίσταση.
Οι αργοπορημένοι καζανάρηδες του Μεραμπέλου ήλπιζαν ότι ο Δεκέμβρης θά ‘ταν πιο κρύος, ότι θα ‘βρεχε, ώστε να λαχταρά να βρέξει κανείς το λαρύγγι με την πρωτόρακη. Για να νιώσει τη θαλπωρή του κρητικού αποστάγματος, να ζεσταίνει το λαρύγγι ως τα ύπατα, να ζαλίζει γλυκά και να κεντρίζει το κέφι.
Ο πρόεδρος των παραδοσιακών αποσταγματοποιών ρακής του Νομού Λασιθίου Νίκος Καμινογιαννάκης επιβεβαίωσε το γεγονός, επισημαίνοντας την παράταση που ζήτησαν και πήραν από το Τελωνείο Αγίου Νικολάου οι καζανάρηδες, μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου, ενώ κανονικά έληξε τέλος Νοεμβρίου. Και όπως είπε και ο ίδιος, βασικός λόγος που πολλοί άφησαν για παραπίσω το χρόνο απόσταξης των στράφυλων, ήταν η προσμονή μήπως και κρυώσει ο καιρός. Γιατί, κακά τα ψέματα, το καζάνεμα, πέραν από μια τεχνική διαδικασία παραγωγής ενός γνήσιου, φυσικού προϊόντος, είναι κυρίως μια τελετουργία, στενά συνδεδεμένη με τη λαϊκή παράδοση της Κρήτης. Αλλά και αφορμή για κοινωνικές συνάξεις, που ενισχύουν οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς.
Και οι κρατικοί τεχνοκράτες, που δεν εννοούν να το αντιληφθούν, παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες των εκπροσώπων των παραδοσιακών αποσταγματοποιών της Κρήτης και νομοθετούν, αγνοώντας τη σημασία και τη γοητεία τέτοιων εθίμων, ασχημονούν κατά της ιστορίας και της παράδοσης του τόπου μας. Γιατί, τούτα τα ιερά νάματα και ό,τι άλλο έχει απομείνει ζωντανό μέσα μας από τη γνήσια παράδοση του λαού μας, είναι που μας κρατούν ακόμη σε μια «ισορροπία», προσφέροντας στέρεα ερείσματα για να πιαστούμε -κυρίως οι νέοι- και να συνεχίζομε σε ένα κόσμο, όπου υπονομεύεται κάθε σταθερή αξία και ισχυρό σημείο κοινωνικής αναφοράς.
Σε ένα παραδοσιακό καζάνι, στο δάσος του Κρούστα είχαμε την τύχη να βρεθούμε. Στο υποστατικό του Δημήτρη και της Μαρίας Βάρδα- γονέων του αντιδημάρχου Αγίου Νικολάου Γιώργου Βάρδα. Περαστικοί από το σημείο, σε μια βόλτα στο επιβλητικής ομορφιάς, παρθένο τοπίο, με οδηγό τον πρόεδρο της Κοινότητας Κρούστα Γιάννη Βάρδα. Η εγκατάσταση σε ένα επίκαιρο σημείο, να βιγλίζει σε δασωμένο ξέφωτο, ως το γαλάζιο του Κόλπου Μεραμπέλου, σου δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι… το δάσος βουτά στη θάλασσα!
Το σπιτάκι, δίπλα στη μάντρα του Γιάννη Σωρού, που κατεβαίνει στα χειμαδιά τελευταίος, μαζί με τα πρόσφατα γεννημένα ρίφια και τις κατσίκες του, για να τα προφυλάξει από τα κρύα που έρχονται. Εντυπωσιάζουν τα υποστατικά και οι μάντρες, όλα κτισμένα από γκρίζα πέτρα, κάτω από τους θεριεμένους πρίνους. Ερειπωμένα, σήμερα, μισογκρεμισμένα, χάσκουν με τα μονολιθικά υπέρθυρα, οι δεμένοι από ξερολιθιά τοίχοι, να μαρτυρούν για ένα πολιτισμό που έσβησε. Έναν πολιτισμό που πάει πίσω, στους πρωτομινωικούς χρόνους, όπως δείχνουν τα διάσπαρτα ευρήματα Πριν από 50 χρόνια στη θέση αυτή διαβίωναν, από την άνοιξη ως τις αρχές του χειμώνα, ως και 40 νοματαίοι- κτηνοτροφικές οικογένειες, συνθέτοντας ένα μικρό οικισμό. Κάθε απόγευμα μετά το άρμεγμα, συνάζονταν όλοι μαζί και μοιράζονταν το φαί και τις εμπειρίες της μέρας.
Η ζωή ήταν σκληρή, οι ελλείψεις πολλές, αλλά ο λιτός βίος και οι ανάγκες του είχαν άλλη αξιολογική κλίμακα. Δεν είναι όπως σήμερα που ο καταναλωτισμός και η υπερπροσφορά αγαθών μας έχει βάλει ως κοινωνία στον φαύλο κύκλο των πλασματικών αναγκών και του ανικανοποίητου ψυχολογικού καταναγκασμού. Υπήρχε αλληλεγγύη, συντροφικότητα. Δεν έλειπαν, όμως και τότε, ούτε ο ανταγωνισμός, οι διαφορές, οι παρεξηγήσεις, οι αντιπαλότητες και οι συγκρούσεις συμφερόντων. Υπήρχε μεν το «μάτι» και το όργανο τάξης της πολιτείας στην ύπαιθρο, αλλά κυρίαρχοι ήταν οι άγραφοι νόμοι και οι άτεγκτοι κώδικες τιμής, που δεν τολμούσε κανείς να αγνοήσει, αν δεν ήθελε να περιθωριοποιηθεί και να τον εξοβελίσει η κλειστή κοινωνία που ζούσε. Δεν υπήρχε πιο φοβερή τιμωρία…
Και όμως, ο 75χρονος Δημήτρης Βάρδας αναθυμάται τα περασμένα χρόνια, με νοσταλγία, και ας έζησαν και σκληρές εποχές. Όπως εκείνες τις άγριες μέρες του Εμφυλίου… Όπως είπε, τα κόκαλα των σκοτωμένων, από μια μάχη ανταρτών και των φιλοκυβερνητικών, παρέμεναν για χρόνια σκορπισμένα, σε μια κορυφή, όχι πολύ μακριά. Και άσπριζαν από τον ήλιο, μέχρι που τα μάζεψε ένας βοσκός και τα έκαψε, για να μην τα ροκανίζουν οι κατσίκες..!
Τέτοιες και άλλες πολλές ιστορίες, ξετυλίγονται γύρω από τα ρακοκάζανα, όπου ζωντανεύουν με τις αφηγήσεις των παλαιοτέρων, βιώματα και ενθυμήσεις τις οποίες ακούν εντυπωσιασμένοι οι νεότεροι και έτσι, διατηρείται η μνήμη, η παράδοση. Πληροφορίες που εγγράφονται στους κάλυκες της μνήμης του εγκεφάλου μας, συνοδευόμενες από γεύσεις και αρώματα, ποτισμένες με τους ατμούς της εξαερωμένης αιθυλικής αλκοόλης, που ξεχύνονται στο άνοιγμα του καζανιού, χαρίζοντας μας μια γλυκιά μέθη…
ΝΙΚΟΣ ΤΡΑΝΤΑΣ