Το Εργατικό Κέντρο Λασιθίου αναδεικνύει την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, με ορατές επιπτώσεις στην υγεία και την καθημερινότητα των εργαζομένων, με βάση την μελέτη του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ. Το μέλος του Δ.Σ. της ΓΣΕΕ και πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Λασιθίου Μανόλης Πεπόνης αναφέρεται με βάση τα στοιχεία, στην κυριαρχία της υπερεργασίας.
Μια σημαντική διάσταση της διευθέτησης του χρόνου εργασίας είναι η υπερεργασία κι όπως φάνηκε από την εμπειρική παρατήρηση του Ινστιτούτου, το 52% των ερωτηθέντων δήλωσε πως εργάζεται επιπλέον ώρες από αυτές που ορίζει η σύμβαση εργασίας του. Το 15% δήλωσε πως εργάζεται επιπλέον 1 έως 2 ώρες και το 14% επιπλέον 3 έως 5 ώρες την εβδομάδα. Μικρότερο (8%) είναι το ποσοστό εκείνων που δήλωσαν πως η εβδομαδιαία εργασία τους υπερέβαινε τις 6 με 8 ώρες, ενώ το 5% των ερωτηθέντων δήλωσε πως εργαζόταν επιπλέον 8 έως 10 ώρες την εβδομάδα και το 9% πάνω από 10 ώρες.
Εξετάζοντας την ημερήσια συχνότητα εργασίας πλέον του 10ώρου, το 30% του δείγματος δήλωσε πως αυτό συνέβαινε πάνω από 2 φορές τον μήνα, το 11% μία φορά τον μήνα, ενώ το 58% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι η ημερήσια εργασία του μέσα στον μήνα δεν ξεπερνούσε ποτέ τις 10 ώρες.
Η αμοιβή
Σχετικά με την πολύ σημαντική διάσταση της ποιότητας της εργασίας, που αφορά την αμοιβή της υπερεργασίας, σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες (49%) δήλωσαν ότι δεν αμείβονταν για τις επιπλέον ώρες εργασίας τους, ενώ το 16% λάμβανε μόνο ένα μέρος από την προβλεπόμενη επιπλέον αμοιβή. Δηλαδή το 65% των εργαζομένων δήλωσε είτε ότι δεν αμείβεται καθόλου είτε ότι αμείβεται μερικώς για την υπερεργασία του. Τη συνολική αμοιβή των επιπλέον ωρών εργασίας τους λάμβανε μόνο το 34% των ερωτώμενων του δείγματος.
Ένα ηχηρό καμπανάκι για την κατάσταση στην αγορά εργασίας χτύπησε η ΓΣΕΕ με την παρουσίαση αποκαλυπτικών στοιχείων και παρατηρήσεων που προκύπτουν από την καθημερινή επαφή με εργαζόμενους.
Ο πρόεδρoς του Eργατικού Κέντρου Λασιθίου, Μανόλης Πεπόνης, επισημαίνει με έμφαση: «Η υπερεργασία έχει μετατραπεί σε κανονικότητα. Το 8ωρο έχει γίνει ευσεβής πόθος. Οι εργαζόμενοι δεν προστατεύονται από τη νομοθεσία, αλλά αφήνονται στην τύχη τους». Η παραπάνω δήλωση δεν αποτελεί απλώς διαπίστωση, αλλά και συμπύκνωση μιας ευρύτερης κατάστασης που περιγράφεται μέσα από τοποθετήσεις και παραδείγματα. Η απορρύθμιση της εργασιακής καθημερινότητας είναι διάχυτη. Η παραβίαση του ωραρίου έχει καταστεί κανόνας. Η εργασία 10-12 ωρών ημερησίως χωρίς αντίστοιχη αμοιβή ή αναγνώριση αποτελεί πλέον συστηματική πρακτική. Οι έλεγχοι των αρμόδιων αρχών είναι ελάχιστοι, γεγονός που ενισχύει την εργοδοτική αυθαιρεσία. Οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι και η σύνδεση του εισοδήματος με τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων είναι ανύπαρκτη. Η στέγαση των εποχικά εργαζομένων, ιδιαίτερα στον τουρισμό, αποτελεί μείζον ζήτημα με φαινόμενα εκμετάλλευσης και συνθηκών ακατάλληλων για ανθρώπινη διαβίωση.
Ανισότητα
«Η ποιοτική δουλειά δε σημαίνει μόνο αξιοπρεπή μισθό, αλλά και ασφάλεια στην εργασία, καλές εργασιακές προοπτικές, περιβάλλον όπου ο εργαζόμενος αισθάνεται χρήσιμος και το οποίο διασφαλίζει την ψυχική και σωματική του υγεία, την ισορροπημένη προσωπική και οικογενειακή ζωή. Επιπλέον, η ποιότητα των θέσεων εργασίας συνδέεται με το μείζον κοινωνικό θέμα της ανισότητας», εξηγεί ο κ. Πεπόνης.
Η τελευταία, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα πολλών ερευνών και προτάσεων κοινωνικής πολιτικής, συνήθως συνδέεται με τις ανισότητες εισοδήματος, μισθών ή πλούτου (Eurofound, 2017) και λιγότερο με τις εξελίξεις στις μη χρηματικές πτυχές της ποιότητας των θέσεων εργασίας (Green et al., 2013), που ιχνογραφούν ανισότητες στις συνθήκες εργασίες μεταξύ οικονομικών κλάδων, μεγέθους επιχειρήσεων και κοινωνικο-δημογραφικών ομάδων με βάση το φύλο, την ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο κά. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ποιότητα των θέσεων εργασίας προσδιορίζεται από έναν συνδυασμό χαρακτηριστικών, που μπορούν να τροποποιηθούν και να βελτιωθούν.
«Μια εθνική στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης πρέπει να ενσωματώσει δείκτες που δεν περιορίζονται μόνο στη μέτρηση της ποσότητας των θέσεων εργασίας, αλλά και στη μέτρηση της ποιότητάς τους», σημειώνει ο Μανόλης Πεπόνης, αναλύοντας τα στοιχεία του ΙΝΕ ΓΣΕΕ.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΤΣΑΛΑΚΗΣ