Στην αγορά του Αγίου Νικολάου είδαμε ασκορδουλάκους. Τους είδε η Κατερίνα και ρώτησε αν «είναι ντόπιοι;»… γιατί, λόγω του μικρού μεγέθους τους έμοιαζαν με ντόπιους. Η απάντηση του καταστηματάρχη έγινε με χιούμορ «Ντόπιοι από το… Μαρόκο!». Ασκορδουλάκους έχουμε δει να πωλούνται και στη Λαϊκή Αγορά του Αγίου Νικολάου.
- Η επιστημονική ονομασία του φυτού είναι muscaricomosum και στην υπόλοιπη Ελλάδα είναι γνωστοί ως βολβοί καθώς αυτό που τρώμε είναι οι βολβοί τους που βρίσκονται σχετικά βαθιά στη γη. Γι’ αυτό και δεν είναι μια εύκολη υπόθεση το μάζεμα των ασκορδουλάκων: «Δα πάω ίσαμε τα χωράφια μας να σκάψω να βρω ασκουρδουλάκους, εδά που ‘ναι η εποχή ντως».
- Στην Κρήτη οι ασκορδουλάκοι αρέσουν πολύ, αν και κάποιοι δεν τους δοκιμάζουν λόγω της σχετικής πικράδας τους. Πολλοί ισχυρίζονται ότι συμβάλλουν στη μείωση της χοληστερίνης. Ετυμολογικά, αναφέρει ο Κασσωτάκης, από το α- το αθροιστικό και τα: σκόρδο + λάκκος (με απολοποίηση των δυο -κκ-)
- «Υπέρυθρος άγριου φυτού, εδώδιμος και γευστικότατος. Στη δυτική Κρήτη τον λένε βροβιό. Στη βοτανολογία αναφέρεται λεοπολδία. Συλλέγονται τέλη του χειμώνα, είτε βρασμένοι με λαδόξιδο, είτε διατηρημένοι τουρσί, αποτελούν ορεκτικό με το οποίο συνοδεύουν ιδίως τα όσπρια. Του αποδίδουν διουρητικές ιδιότητες. Η κατάληξη –ακας είναι μεγεθυντική, κατά τα λούμακας βλάστακας, χάρακας (=μεγάλο χαράκι – βράχος)», αναφέρει ο Πυτικάκης.
- Ας πούμε και το σχετικό ανέκδοτο: Ένας Κρητικός πήγε να φάει σε ένα εστιατόριο της Αθήνας. Παρήγγειλε λοιπόν βολβούς για να δει τι πράμα είναι αυτό και όταν ο εστιάτορας του έφερε ασκορδουλάκους απηύδησε: «Α μπρε σύντεκνε, γιάντα δε μούπες πως οι βολβοί είναι οι ασκορδουλάκοι… που εγώ έχω ξεβαρεθεί να τσι τρώω!». Κάποτε σε εστιατόριο της Αθήνας, φοιτητής ων, είδα δίπλα μου να τρώνε φρύο και είπα να παραγγείλω κι εγώ! Ο σερβιτόρος προσπαθούσε να καταλάβει τί… γλώσσα μιλούσα!
ΛΕΩΝ. Κ.