Ένα από τα μεγαλύτερα αγροτικά ζητήματα που απασχολούν την ελληνική επικαιρότητα είναι το πώς δηλώνονται τα βοσκοτόπια και το ζωικό κεφάλαιο από τους κτηνοτρόφους της Κρήτης και ειδικά η αλματώδης αύξηση των δηλωμένων αιγοπροβάτων τα τελευταία χρόνια. Τα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας αποκαλύπτουν όχι μόνο μια προβληματική εικόνα, αλλά και επιβεβαιώνουν την ύπαρξη σκανδάλου που σχετίζεται με τη στρεβλή χρήση του συστήματος επιδοτήσεων μέσω της λεγόμενης «τεχνικής λύσης». Σε αυτό το πλαίσιο, το Λασίθι ξεχωρίζει γιατί δείχνει πως λειτουργεί ως παράδειγμα μιας ρεαλιστικής προσέγγισης στις δηλώσεις που γίνονται.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το 2020 στην Κρήτη υπήρχαν περίπου 2,2 εκατομμύρια δηλωμένα αιγοπρόβατα. Μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια, ο αριθμός αυτός φέρεται να εκτοξεύτηκε στα 7.812.923 ζώα, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 45,10% του συνολικού ζωικού κεφαλαίου της χώρας. Αντίθετα, στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο το ζωικό κεφάλαιο παρουσιάζει τάσεις στασιμότητας ή και μείωσης.
Εδώ ακριβώς αρχίζουν να προκύπτουν ερωτήματα. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή και ελληνική νομοθεσία, για κάθε αιγοπρόβατο απαιτούνται κατά μέσο όρο 2,1 στρέμματα βοσκότοπου για να εξασφαλίζεται η βιώσιμη εκτροφή και να πληρούνται οι περιβαλλοντικοί όροι. Με βάση αυτό, για τα σχεδόν 8 εκατομμύρια ζώα της Κρήτης, απαιτούνται 16.407.139 στρέμματα βοσκοτόπων. Ωστόσο, οι διαθέσιμες βοσκήσιμες εκτάσεις στο νησί δεν ξεπερνούν τα 2.360.400 στρέμματα, δηλαδή μόλις το 14% της απαραίτητης έκτασης.
Η κατανομή ανά νομό επιβεβαιώνει τις ανισότητες. Το Ρέθυμνο εμφανίζεται με 4.417.834 ζώα και μόλις 516.500 στρέμματα διαθέσιμης βοσκής, το Ηράκλειο με 2.111.591 ζώα και 720.000 στρέμματα, και τα Χανιά με 933.874 ζώα σε 498.900 στρέμματα.
Αντίθετα, το Λασίθι παρουσιάζει πιο ρεαλιστικά δεδομένα με 349.624 ζώα σε 623.900 στρέμματα. Το στοιχείο αυτό καθιστά το νομό του Λασιθίου τη μόνη περιοχή στην Κρήτη όπου η σχέση ζωικού κεφαλαίου και βοσκοτόπων είναι εντός αποδεκτών ορίων.
Η τεχνική λύση που καταργεί το υπουργείο
Η εξήγηση για αυτή την απόκλιση φαίνεται να βρίσκεται στη λεγόμενη «τεχνική λύση». Όπως παραδέχτηκε πρόσφατα ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Κώστας Τσιάρας, η τεχνική λύση – μια ρύθμιση που συμφωνήθηκε το 2015 με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή – επέτρεπε στους κτηνοτρόφους να δηλώνουν βοσκοτόπους πολύ μακριά από την περιοχή δραστηριότητάς τους, προκειμένου να μπορούν να λάβουν ενισχύσεις. Αυτό σήμαινε ότι για παράδειγμα, νησιώτες κτηνοτρόφοι μπορούσαν να δηλώσουν βοσκοτόπια στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αν και αυτό το σύστημα είχε θεωρηθεί προσωρινό, συνεχίστηκε για χρόνια χωρίς τους απαραίτητους ελέγχους, οδηγώντας, όπως αναγνωρίζεται πλέον, σε «σοβαρές υπόνοιες και ενδείξεις για καταχρήσεις», οι οποίες ερευνώνται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
Για το 2024, ο Υπουργός ανακοίνωσε ότι η τεχνική λύση καταργείται. Από φέτος, οι δηλώσεις ΟΣΔΕ δεν θα δέχονται βοσκοτόπους εκτός του τόπου δραστηριότητας του κτηνοτρόφου. Παράλληλα, ξεκίνησε σχέδιο ριζικής αναμόρφωσης του ΟΠΕΚΕΠΕ: ολοκλήρωση των βοσκοτοπικών χαρτών εντός 18 μηνών, ενίσχυση του ελεγκτικού μηχανισμού με 100 νέους υπαλλήλους και απόκτηση αυτόνομου πληροφοριακού συστήματος.
Τα συμπεράσματα είναι ξεκάθαρα. Η αλματώδης αύξηση του ζωικού κεφαλαίου στην Κρήτη δεν μπορεί να εξηγηθεί ρεαλιστικά με βάση τις διαθέσιμες εκτάσεις. Η χρήση της τεχνικής λύσης οδήγησε σε μαζικές, δυνητικά ψευδείς δηλώσεις.
Το Λασίθι αποτελεί εξαίρεση, εμφανίζοντας ρεαλιστική αναλογία ζώων και εκτάσεων κι αυτό δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Κι ακόμα, η διαφάνεια και η δικαιοσύνη στην κατανομή των ενισχύσεων απαιτεί ουσιαστικούς ελέγχους και επικαιροποίηση των χαρτών.
Καθώς η χώρα οδεύει σε ένα νέο μοντέλο αγροτικής ενίσχυσης, το παράδειγμα του Λασιθίου και σε επίπεδο Κρήτης, οφείλει να βοηθήσει ώστε να διασωθεί ο κλάδος της κτηνοτροφίας, διότι με όσα διαφαίνεται πως θα ακολουθήσουν, είναι βέβαιο πως το πρόβλημα θα γίνει τεράστιο για την Κρήτη, ειδικά στις περιοχές όπου έχουν γίνει οι μεγάλες παρεκκλίσεις.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΤΣΑΛΑΚΗΣ