Τη Δευτέρα 16 Ιουνίου, η Κουνδούρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Αγίου Νικολάου άνοιξε τα πανιά της στο μεγάλο καλοκαιρινό ταξίδι – μια περιπέτεια γεμάτη φαντασία, παιχνίδι και δημιουργικότητα.
Το ταξίδι ξεκίνησε με ένα δυναμικό πλήρωμα εμψυχωτριών: τις κυρίες Δέσποινα Κοττάκη και Μαρία Κριτσωτάκη. Μαζί, έλυσαν τους κάβους και ταξίδεψαν τους μικρούς συνταξιδιώτες στον μαγευτικό κόσμο των ιστοριών και της δημιουργικής φαντασίας.
Τα παιδιά αφού γνωρίστηκαν μεταξύ τους, πετώντας μια μπάλα ο ένας στον άλλον. Μέσα από αυτή τη δραστηριότητα, δημιουργήθηκε η απαραίτητη οικειότητα ανάμεσα στα μέλη της ομάδας.
Στη συνέχεια, τα παιδιά μεσα από ένα πακέτο με καρτέλες —γεμάτες λέξεις με πρόσωπα πραγματικά και φανταστικά, τοπία, αντικείμενα και συναισθήματα— αποτέλεσε τη βάση της αφήγησης. στη δημιουργία της δικής τους ιστορίας.


Κάθε παιδί τραβούσε μία κάρτα και συνέχιζε την ιστορία εκεί που την είχε αφήσει ο προηγούμενος. Έτσι, όλοι μαζί, συν-έπλασαν ένα μοναδικό παραμύθι, το πρώτο της φετινής εκστρατείας.
Στο τέλος, ένα μεγαλύτερο παιδί ανέλαβε να αφηγηθεί εκ νέου ολόκληρη την ιστορία, σκορπίζοντας χαμόγελα ενθουσιασμού σε όλους. Έδωσαν τον τίτλο « Ο Μαγικός καταρράκτης του Υμηττού» που ακολουθεί στη συνέχεια: ¨Ο Μαγικός Καταρράκτης του Υμηττού”

Κάποτε, ψηλά σ’ ένα βουνό, στον Υμηττό – κοντά στην πολύβουη Αθήνα – απλωνόταν ένα καταπράσινο δάσος γεμάτο μυστικά και θαύματα. Εκεί, ανάμεσα σε λογιών λογιών φυτά, μοσχομυριστά λουλούδια και πελώρια σκιερά δέντρα, κυλούσε ασταμάτητα ένας καταρράκτης. Όχι όμως ένας συνηθισμένος καταρράκτης, αλλά ένας ορμητικός, τρομακτικός καταρράκτης με κρυστάλλινα, παγωμένα νερά που έπεφταν με τέτοια δύναμη, λες και η ίδια η φύση ξεσπούσε μέσα απ’ αυτόν.
Παρόλο που η παρουσία του ήταν δυνατή και σχεδόν επιβλητική, τα ζώα του δάσους είχαν μάθει να ζουν δίπλα του ξέγνοιαστα. Σκίουροι χοροπηδούσαν στα κλαδιά, λαγουδάκια έπαιζαν στις φυλλωσιές, πουλιά τραγουδούσαν από τα ξημερώματα και αλεπούδες εξερευνούσαν με περιέργεια τα μονοπάτια. Ο καταρράκτης απλώς… υπήρχε. Κανείς δεν του έδινε ιδιαίτερη σημασία – ίσως γιατί δεν γνώριζαν το μεγάλο του μυστικό.
Μια μέρα, όμως, η γαλήνη του δάσους ταράχτηκε. Ένας παράξενος ταξιδιώτης, μισός μάγος και μισός εξερευνητής, εμφανίστηκε ξαφνικά στο ξέφωτο μπροστά από τον καταρράκτη. Κρατούσε στο χέρι του μια ξύλινη ράβδο και στο μυαλό του έναν σκοπό: να λύσει τα μάγια του καταρράκτη. Γιατί, ναι… υπήρχε μια παλιά φήμη πως ο καταρράκτης ήταν μαγεμένος, πως είχε καταπιεί ανθρώπους που είχαν τολμήσει να τον πλησιάσουν, και πως κανείς τους δεν είχε ξαναφανεί από τότε.
Ο μάγος είχε ταξιδέψει μέρες ολόκληρες για να φτάσει εκεί, ελπίζοντας να διαβάσει το σωστό ξόρκι από το μαγικό του βιβλίο και να ελευθερώσει όσους είχαν χαθεί. Όμως, όταν στάθηκε μπροστά στο νερό που έπεφτε βροντερά, το αίμα του πάγωσε – όχι από τον φόβο, αλλά από τη σκέψη ότι… είχε ξεχάσει το βιβλίο του στο σπίτι του, πολλά χιλιόμετρα μακριά!
Μαγεμένος από την ορμή του καταρράκτη και προσπαθώντας να θυμηθεί το ξόρκι από μνήμης, πλησίασε επικίνδυνα τις άκρες. Και τότε, συνέβη το αναπάντεχο: ο καταρράκτης, σαν να ζωντάνεψε, τον ρούφηξε με μιας μέσα στα αφρισμένα του νερά!
Λίγο πιο πέρα, σε μια σκιερή σπηλιά, κοιμόταν ένα φοβερό τέρας – ο φύλακας του καταρράκτη. Ήταν κουρασμένο από την αιώνια σκοπιά και δεν κατάλαβε ούτε την άφιξη του μάγου, ούτε την επόμενη επισκέπτρια: μια μικρή, τολμηρή νεράιδα που ήθελε να δει με τα μάτια της αν οι ιστορίες για τη μαγεία του καταρράκτη ήταν αληθινές.
Μα η τύχη δεν ήταν με το μέρος της. Καθώς έτρεχε να αποφύγει το τέρας, γλίστρησε στο βρεγμένο χορτάρι και… βούτηξε κι εκείνη στα σκοτεινά νερά, χάνοντας τον δρόμο της για πάντα – ή έτσι νόμιζαν.
Την επόμενη μέρα, ένα μικρό ξωτικό από τη γειτονική κοιλάδα ήρθε στο δάσος για να μαζέψει λουλούδια για τα βάζα του. Όμως, κοντά στον καταρράκτη, αντίκρισε ένα παράξενο θέαμα: ένα παιχνιδιάρικο δελφίνι πηδούσε πίσω από το νερό, λες και προσπαθούσε να ξεφύγει από κάτι. Το ξωτικό κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά τι μπορούσε να κάνει μόνο του; Ήταν μικρό και άμαθο. Μάζεψε βιαστικά τα λουλούδια του και έφυγε τρομαγμένο, με την καρδιά του βαριά.
Εκείνη την ίδια ώρα, στην παραλία του Αγίου Νικολάου, τα κύματα ξέβραζαν ένα στοιχειωμένο καράβι. Είχε ακουστεί πως το είχε καταραστεί ο ίδιος μοχθηρός μάγος που είχε μαγέψει και τον καταρράκτη. Ήταν ζηλόφθονος και κάθε τι όμορφο ή λαμπερό το στοίχειωνε, για να μη λάμπει πιο πολύ απ’ τον ίδιο.
Μα ας γυρίσουμε πίσω στον μάγο-εξερευνητή. Καθώς περνούσε η ώρα κι εκείνος δεν επέστρεφε, το παιδί του, κρατώντας στα χέρια του το ξεχασμένο βιβλίο με τα ξόρκια, ξεκίνησε να τον ψάξει. Όταν έφτασε στον καταρράκτη και κατάλαβε τι είχε συμβεί, έκανε το πιο γενναίο πράγμα: πέταξε το μαγικό βιβλίο με όλη του τη δύναμη στα αφρισμένα νερά!

Και τότε, σαν να ξύπνησε κάτι βαθιά μέσα στο καταρράκτη… Το βιβλίο άνοιξε μόνο του στις σωστές σελίδες, τα λόγια φώτισαν τα νερά με ένα χρυσό φως, και ο μάγος μπόρεσε επιτέλους να ψιθυρίσει το σωστό ξόρκι:
“Μάγια σκοτεινά, φύγετε μακριά,
να ελευθερωθούν όσοι χάθηκαν ξανά,
να λάμψει ξανά η φύση καθαρή
και η ομορφιά να νικήσει τη σιωπή!”
να ελευθερωθούν όσοι χάθηκαν ξανά,
να λάμψει ξανά η φύση καθαρή
και η ομορφιά να νικήσει τη σιωπή!”
Μέσα σε λίγα λεπτά, ο καταρράκτης ηρέμησε. Οι βουτιές του έγιναν μελωδία, το νερό του έγινε πηγή ζωής. Όλοι όσοι είχαν χαθεί – ο μάγος, η νεράιδα, ακόμα και το δελφίνι – βγήκαν χαμογελαστοί και ζωντανοί. Και το στοιχειωμένο καράβι; Έσπασε την κατάρα του και άνοιξε πανιά, έτοιμο να ταξιδέψει ξανά στον κόσμο των παραμυθιών, της φαντασίας και των ονείρων.
Από τότε, ο καταρράκτης του Υμηττού έγινε τόπος θαυμασμού και όχι φόβου. Ένα μέρος γεμάτο ιστορίες, μαγεία, και τη δύναμη που έχει η ελπίδα, ακόμα και όταν όλα φαίνονται χαμένα.
Το ταξίδι όμως δεν σταμάτησε εκεί. Ακολούθησε μία ακόμη συναρπαστική δραστηριότητα: το κυνήγι του θησαυρού. Τα παιδιά κλήθηκαν να λύσουν γρίφους, να συγκεντρώσουν στοιχεία και να εξερευνήσουν θεματικά τα ράφια και τους χώρους της βιβλιοθήκης. Τα μεγαλύτερα παιδιά καθοδήγησαν τα μικρότερα που δεν ήξεραν ακόμα να διαβάζουν, σε ένα παιχνίδι συνεργασίας και ανακάλυψης. Ο “θησαυρός” που τελικά ανακάλυψαν ήταν ένα σεντούκι που περιείχε το Σημειωματάριο των Ιστοριών της Εκστρατείας, καθώς και ένα μικρό γλυκό κέρασμα.
Μετά την ολοκλήρωση των δραστηριοτήτων, τα παιδιά αποχώρησαν γεμάτα χαρά, έχοντας γευτεί τα οφέλη της συμμετοχής: συνδέθηκαν με τους συνομηλίκους τους, συνεργάστηκαν όμορφα παρά τη διαφορά ηλικίας (καθώς στο εργαστήριο συμμετείχαν παιδιά από 5 έως 10 ετών), διασκέδασαν, ξεφύλλισαν και ανακάλυψαν νέα βιβλία, εξοικειώθηκαν με τον χώρο της Βιβλιοθήκης και – το κυριότερο – επιστράτευσαν τη φαντασία και τη δημιουργικότητά τους σε μια διαφορετική, μαγική εκστρατεία.
Και το ταξίδι μόλις ξεκίνησε…
Ειρήνη Δραγασάκη
Δημοτική Κουνδούρειος Βιβλιοθήκη