Στο Κυπαρισόδασος της Κριτσάς, στις πλάγιες της Τζίβης βρίσκεται μια σπηλιά, γνωστή ως «Εγγλέζου Κουφάλα». Κατά τη διάρκεια της Κατοχής κρυβόταν αντιστασιακοί, ντόπιοι και Άγγλοι. Λέγεται ότι λειτουργούσε και ασύρματος. Τη σπηλιά επισκέφθηκα ξανά την Κυριακή 25 Απριλίου.
Η σπηλιά δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη αλλά σίγουρα μπορούν να κοιμηθούν 20-30 άτομα. Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι και ο «διάκοσμος» του σπηλαίου. Φυσικά δεν είναι εύκολη η ανακάλυψή της και αυτός ήταν και ο λόγος της χρήσης της τη διάρκεια της Κατοχής.
Βίντεο: Λεωνίδας Κλώντζας
Έχω στα χέρια μου το βιβλίο του φιλέλληνα και ήρωα του πολέμου βρετανού Πάτρικ Λι Φέρμορ. Τίτλος του βιβλίου «Η απαγωγή του στρατηγού Κράιπε». Στο βιβλίο περιλαμβάνεται το πλήρες κείμενο της αφήγησης του Φέρμορ, που εκδόθηκε πρώτη φορά το 2014, μετά τον θάνατό του, υπενθυμίζοντάς μας πώς μια μικρή ομάδα βρετανών δολιοφθορέων, σε συνεργασία με μερικούς αφοσιωμένους κρητικούς αντάρτες, έφεραν εις πέρας έναν αντιστασιακό άθλο, τη μυθική σχεδόν απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Χάινριχ Κράιπε. Στην Κρήτη ο Φέρμορ βρέθηκε με την κατάρρευση του Αλβανικού μετώπου και, μεταμφιεσμένος σε βοσκό, έζησε δυο χρόνια στα βουνά, οργανώνοντας τον αγώνα των ανταρτών. Το βιβλίο ξεκινά με την πτώση με αλεξίπτωτο στο Οροπέδιο Καθαρού και σας μεταφέρω αποσπάσματα από τις δυο πρώτες σελίδες του βιβλίου (στις παρενθέσεις δικές μου επεξηγήσεις):
«Οι οροσειρές της κατεχόμενης Κρήτης, οικείες έπειτα από δύο σχεδόν χρόνια λαθραίας διαμονής και εκατοντάδων απαιτητικών πεζοποριών, φαίνονταν αρκετά διαφορετικές από το άνοιγμα στο δάπεδο του “πειραγμένου” βομβαρδιστικού και τα κενά ανάμεσα στα σύννεφα από κάτω μας: ένα χάος από χιονοσκεπείς, μακρινές και τεράστιες μυτερές κορυφές που λαμποκοπούσαν λευκές σαν παγετώνας στον ήλιο του Φεβρουαρίου. Εκεί, αναπάντεχα, σε ένα μικροσκοπικό οροπέδιο (του Καθαρού) ανάμεσα στις κορυφές, τρεμόπαιζαν οι τρεις φωτιές του σινιάλου. Πολύ σύντομα άρχισαν να μεγαλώνουν με ταχύτητα: Απελευθερωμένο επιτέλους από τον θόρυβο μέσα στο Λιμπερέιτορ, το αλεξίπτωτο γλιστρούσε απαλά προς τα κάτω, προς την καρδιά του τριγώνου».
«Το οροπέδιο του Καθαρού ήταν πολύ μικρό για να πέσουν όλοι μαζί και οι τέσσερις επιβάτες του αεροπλάνου: Κάθε πήδημα απαιτούσε έναν νέο γύρο. Κι έτσι, με το που βρέθηκα ασφαλής στο έδαφος, έπρεπε να κάνω σήμα με τον φακό πως όλα ήταν εντάξει. Αλλά το κενό μέσα από το οποίο είχα πηδήξει είχε κλείσει…»
«Ανησυχούσαμε πως ο θόρυβος ίσως να είχε κινητοποιήσει τη γερμανική φρουρά στην Κριτσά. Διαλύσαμε τις φωτιές, ρίξαμε μια βιτσιά στα μουλάρια που δεν είχαν τελικά φορτίο, για να αρχίσουν να κινούνται, και, ελπίζοντας να χιονίσει για να καλυφθούν τα ίχνη μας, ξεκινήσαμε τη μακρά και δύσκολη πορεία προς τα κάτω. Τελικά περάσαμε κουρασμένοι μέσα από τα πουρνάρια και τις κουμαριές που έκλειναν την είσοδο της σπηλιάς («Εγγλέζου Κουφάλα» στη Τζίβη) που θα ήταν το σπίτι μας, την ώρα που άρχισε να χαράζει η 6η Φεβρουαρίου 1944…»
«Όπως ήρθαν τα πράγματα, έμεινα στη σπηλιά πάνω από έναν μήνα. Η σπηλιά βρισκόταν ψηλά, κοντά σε μια βολική πηγή (Ασφεντάμι) στα βουνά του Λασιθίου πάνω από το χωριό Τάπες στην ανατολική Κρήτη. Γεμάτη καπνό, ρεύματα και υγρασία, αλλά αναπαυτική με τα κλαριά από θάμνους στρωμένα κάτω από τους σταλακτίτες, ήταν αντιπροσωπευτική διαφόρων τέτοιων λημεριών που υπάρχουν σε όλο το νησί».
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΛΩΝΤΖΑΣ