Λίγο πριν ολοκληρωθεί η πιο δύσκολη χρονιά για τις επιχειρήσεις, έχουν ξεκινήσει οι συζητήσεις για τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες που αφήνει πίσω της αυτή η πρωτοφανής συνθήκη για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, ειδικά του λιανεμπορίου.
Όπως αναφέρεται σε ρεπορτάζ του Μιχάλη Ατσαλάκη στην ΑΝΑΤΟΛΗ, με δεδομένο πως στη διάρκεια του 2020 καταρρίφθηκε κάθε δυνατότητα στοιχειώδους κάλυψης των υποχρεώσεων, το αίτημα πλέον που διαμορφώνεται είναι ξεκάθαρο: Να αντιμετωπιστεί το 2020 ως μια ξεχωριστή χρονιά και με ειδικούς όρους. Διαφορετικά, μεγάλο μέρος των μικρών επιχειρήσεων θα κλείσουν.
«Σε μια τέτοια περίοδο παγκόσμιας κρίσης και πανδημίας πρέπει να μπουν σε ειδικό καθεστώς όσες υποχρεώσεις δημιουργούνται το 2020, όπως φορολογικές, ασφαλιστικές υποχρεώσεις και δάνεια», δηλώνει με έμφαση ο Πρόεδρος του Επιμελητηρίου Λασιθίου και της Αναπτυξιακής Κρήτης Α.Ε. Θωμάς Χαριτάκης.
«Είναι πολύ κρίσιμο να καταλάβει η πολιτεία πως το 2020, δεν ήταν μια χρονιά όπως όλες τις άλλες. Συνεπώς τα χρέη ή οι υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν κατά το 2020 πρέπει να μπουν σ’ ένα ειδικό καθεστώς. Οι επαγγελματίες δεν έχουν καμία ευθύνη για όσα έχουν συμβεί φέτος με τον κορονοϊό», επισημαίνει, δίνοντας το στίγμα για τον τρόπο που πρέπει ν’ αντιμετωπιστεί η χρονιά που σε λίγο φεύγει, αφήνοντας πίσω μεγάλα προβλήματα για τον επιχειρηματικό κόσμο.
Σε μακροχρόνιες δόσεις
Στο πλαίσιο αυτό οι ασφαλιστικές εισφορές ή ακόμα και οι φορολογικές εισφορές που δεν μπορούν να πληρωθούν, ζητείται να ενταχθούν σε μακροχρόνιες δόσεις. Στόχος δεν είναι να μην πληρωθούν οι οφειλές, αλλά να δοθεί η δυνατότητα να υπάρξει περίοδος χάριτος λόγω της ειδικής κατάστασης που έχει διαμορφωθεί.
Ένα ζήτημα εξαιρετικής σοβαρότητας, αφορά τις επιταγές της χρονιάς που φεύγει. «Δεν πρέπει ν’ αναγγέλλονται οι επιταγές του 2020 στον “Τειρεσία”, όταν υπάρχει απόδειξη ότι πληρώθηκαν κι ας έχουν υπερβεί τον ένα ή δύο μήνες καθυστέρηση στην πληρωμή τους», τονίζει ο κ. Χαριτάκης, εξηγώντας πως γίνεται πάντα λόγος για τις επιταγές μιας χρονιάς κατά την οποία οι επαγγελματίες, όχι μόνο δεν εισέπραξαν όσα προσδοκούσαν, αλλά και δεν έκαναν τζίρους που να μπορούν να καλύψουν υποχρεώσεις και καλούνται να πληρώσουν τα εμπορεύματα που έχουν παραλάβει.
Οι γιορτές
Κι ενώ φτάσαμε στο τέλος της χρονιάς και διανύομε την εορταστική περίοδο του Δωδεκαημέρου που αποτελεί πάντα την καλύτερη περίοδο για τις εισπράξεις των καταστημάτων, η φετινή εικόνα αποτυπώνει το πρόβλημα.
Η καλύτερη εκτίμηση -με βάση τα δεδομένα που διαμορφώθηκαν μέχρι τα Χριστούγεννα- αναφέρει πως σε τοπικό επίπεδο οι μικρές επιχειρήσεις του λιανεμπορίου θα βρίσκονται σε τζίρο του 20-25% σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2019. Στοιχείο που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αισιοδοξία.
Την ίδια ώρα, το click away ευνοεί μόνο τις καλά οργανωμένες επιχειρήσεις που διαθέτουν και οργανωμένα ιντερνετικά καταστήματα και μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις. Οι υπόλοιποι επαγγελματίες δυσκολεύονται αρκετά και προσπαθούν με άλλους τρόπους να λειτουργήσουν.
«Όταν περιμένουν οι επαγγελματίες την περίοδο του καλοκαιριού ή την περίοδο των εορτών να κάνουν τζίρο για να καλύψουν υποχρεώσεις, αλλά αυτό είναι αδύνατον και μένουν με 20 ή 30% του τζίρου, τότε νιώθουν και είναι ξεκρέμαστοι, γιατί είναι ακατόρθωτο μέσα σε τέσσερις μήνες να καλυφθούν τα έξοδα για όλο το έτος. Φέτος δεν μπόρεσαν να δουλέψουν τα καταστήματα λιανικής, Πάσχα και Χριστούγεννα, περιόδους με το μεγαλύτερο τζίρο στην αγορά λιανικής, άρα και δεν καλύπτουν τις υποχρεώσεις», εξηγεί ο Πρόεδρος του Επιμελητηρίου.
Με δεδομένο το τοπίο αυτό, οι τράπεζες εξακολουθούν να παραμένουν θεατές της κρίσης, ζητώντας μόνο την καταβολή των δόσεων των δανείων τους. Σε αυτό το δεδομένο οι επαγγελματίες αναζητούν κι έχουν προτείνει αναστολή δόσεων στις τράπεζες για το 2020, αν και δεν έχει υπάρξει ανταπόκριση μέχρι τώρα.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, το αίτημα για αντιμετώπιση του λιανεμπορίου με ειδική στήριξη κατά την περίοδο του κορονοϊού θεωρείται πλέον όρος επιβίωσης για τις επιχειρήσεις αυτές, δεδομένου ότι δεν έχουν ούτε τη ρευστότητα, αλλά ούτε και τα αποθεματικά για να μπορέσουν ν’ αντέξουν τις πιέσεις που γέννησε η κρίση αυτή και μάλιστα μετά από τη δεκαετή οικονομική κρίση που προηγήθηκε.