Σε κυρίαρχο πρόβλημα της φετινής τουριστικής σεζόν αναδεικνύεται η έλλειψη προσωπικού για τα ξενοδοχεία της Ανατολικής Κρήτης, της Ρόδου καθώς και άλλων κλασικών θερινών νησιωτικών προορισμών της χώρας.
Όπως αναφέρεται σε ρεπορτάζ του Μιχάλη Ατσαλάκη στην ΑΝΑΤΟΛΗ το φαινόμενο παρουσιάζεται σε μια χρονιά που ξεκίνησε μετά τα μέσα Ιουλίου και γνώρισε σε 20 μέρες αναπάντεχη κορύφωση για τα δεδομένα της καραντίνας που επέβαλλε η πανδημία.
«Η Κρήτη καταγράφει έλλειψη προσωπικού. Υπάρχει έλλειψη σε καμαριέρες. Αν στο παρελθόν ζητούσες μία θέση είχες 20 ενδιαφερόμενες! Τώρα δεν μπορούν να καλυφθούν», τονίζει ο Πρόεδρος των Διευθυντών Ξενοδοχείων Ελλάδας Γιώργος Πελεκανάκης, εξηγώντας πως το πρόβλημα στο νησί είναι υπαρκτό αλλά δεν είναι τοπικό. Υπάρχει σε κάθε τουριστική περιοχή της χώρας.
«Το γεγονός πως δεν υπάρχει εργατικό προσωπικό αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα που καταγράφουν οι συνάδελφοι σε όλη την Ελλάδα», σημειώνει ο κ. Πελεκανάκης. Αυτό που παρατηρούν και καταγράφουν αρκετά διευθυντικά στελέχη, είναι πως την εξέλιξη αυτή καθόρισε- εν πολλοίς – το μέτρο για την αναστολή εργασίας της χορήγησης των 540 ευρώ. Αρκετοί πλέον πρώην εργαζόμενοι στα ξενοδοχεία, παρά το γεγονός ότι υπήρξε ζήτηση δεν προσήλθαν για δουλειά, επιλέγοντας να πάρουν το συγκεκριμένο επίδομα για το διάστημα αυτό και να μην εργαστούν. Αφενός οι συνθήκες που δεν ευνοούν, αφετέρου το κέρδος για ελάχιστους μήνες θα είναι μικρό, και οι περισσότεροι διαπίστωσαν πως δεν υπάρχει κίνητρο ικανό να τους παρακινήσει να επιλέξουν την εργασία στα ξενοδοχεία.
«Όλα τα ξενοδοχεία πάσχουν από προσωπικό. Ειδικά σε θέσεις που δούλευαν γυναίκες, όπως οι καμαριέρες, έχουν πρόβλημα διότι με την πανδημία και την αύξηση των θέσεων σε σούπερ μάρκετ, έχει φύγει αρκετός κόσμος από την ξενοδοχία και τον τουρισμό προς τον κλάδο των τροφίμων. Ένα κλάδο που δούλεψε καλά και πρόσφερε δουλειά μέσα στην πανδημία και έτσι αιτιολογείται η τεράστια έλλειψη σε καμαριέρες που έχει η Κρήτη – για πρώτη φορά στα χρονικά του τουρισμού – καθώς κι άλλες περιοχές», εξηγεί ο κ. Πελεκανάκης.
Το πρόβλημα βέβαια παρουσιάζεται και σε άλλες ειδικότητες εργαζομένων στον τουρισμό που προτίμησαν να φύγουν φέτος από το χώρο των ξενοδοχείων, επειδή εκτιμούσαν πως δεν θα έχουν πολλούς μήνες εργασίας. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως σερβιτόροι, μπάρμαν κι άλλες ειδικότητες, τρέχουν να καλύψουν μαζί με το επίδομα τις πρόσθετες ανάγκες με ελάχιστη, πρόσκαιρη, μαύρη εργασία, όπου υπάρχει και για όσο υπάρχει. Είναι προφανές, πως η πανδημία λειτούργησε διαλυτικά σε εργασιακές σχέσεις και συνεργασίες πολλών ετών, δεδομένου ότι ανέτρεψε κάθε δεδομένο. Αν και ο νέος εργασιακός νόμος έχει διάφορες προβλέψεις, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν – θετικά ή αρνητικά – τη διαμόρφωση νέων εργασιακών σχέσεων, η πραγματικότητα στον κόσμο της εργασίας και της μικρής επιχειρηματικότητας, είναι διαφορετική και δεν καθορίζεται από την εφαρμογή του νόμου. Διαμορφώνεται από την αντίληψη για την επιβίωση μικρών επιχειρήσεων και εργαζομένων. Συνεπώς, με την ουσιαστική κατάργηση κανόνων και συμβάσεων και με κριτήριο το μέγιστο δυνατό κέρδος που μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση.
Σε αυτό το τοπίο, οι εργαζόμενοι στα ξενοδοχεία από ξένες χώρες είναι πλέον παρά πολλοί. Αλβανοί, Ρουμάνοι, Σέρβοι, Βούλγαροι και γενικά από χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, κυριαρχούν στο ξεκίνημα της φετινής χρονιάς και καλύπτουν τα κενά που έχουν ανακύψει. Ο Πρόεδρος των Διευθυντών Ξενοδοχείων της χώρας αναγνωρίζει πως «το φαινόμενο είναι πραγματικό και πολύ μεγάλο σε όλες τις περιοχές». Αν και εκτιμά πως θα είναι προσωρινό και δεν θα αποτελέσει μια συνθήκη που θα κυριαρχήσει τα επόμενα χρόνια.
Δεν θα λειτουργήσει θετικά για τον τουρισμό
Οι ξένοι, ανειδίκευτοι, χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι είναι μια πρακτική που δεν λειτουργεί θετικά για τον τουρισμό και εγκυμονεί κινδύνους να αποτελέσει μια παράδοση που θα πλήξει καθοριστικά τον κλάδο και τα επόμενα χρόνια.
Διότι αν επικρατήσει μια τέτοια πρακτική, ο τουρισμός θα χάσει το ηθικό, οικονομικό και κοινωνικό του πλεονέκτημα και θα προκύψουν τεράστια κοινωνικά ζητήματα για τη χώρα τα επόμενα χρόνια.