Επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου καταγράφει η ενδιάμεση έκθεση του 2023 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, που δίνει στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ).
Σύμφωνα με την έκθεση, «μπορεί οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού σε συνδυασμό με τα κυβερνητικά μέτρα για την αντιμετώπιση του “κύματος” ακρίβειας να περιόρισαν ως έναν βαθμό τις αρνητικές πιέσεις που άσκησε ο πληθωρισμός στην κατανάλωση κυρίως των πιο ευάλωτων νοικοκυριών, ωστόσο δεν ήταν επαρκή, ώστε να αποτρέψουν την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου τους, όπως καταγράφεται στις μεταβολές της ποσότητας των βασικών αγαθών που καταναλώθηκαν.
Συγκεκριμένα, μεταξύ 2021 και 2022, τα νοικοκυριά με τη χαμηλότερη δαπάνη μείωσαν τη μέση μηνιαία ποσότητα ενέργειας που κατανάλωσαν (θέρμανση κύριας κατοικίας, υγραέριο, ηλεκτρισμός), όμως η δαπάνη τους αυξήθηκε υπέρμετρα σε σχέση με τα υπόλοιπα νοικοκυριά. Στο ίδιο διάστημα, τα νοικοκυριά χαμηλής και μεσαίας δαπάνης περιόρισαν δραστικά την ποσότητα λαχανικών, ψαριών και ζυμαρικών, που κατανάλωσαν, αλλά η δαπάνη τους σε αυτά τα προϊόντα αυξήθηκε σημαντικά, τάση η οποία ήταν πιο έντονη στα φτωχότερα νοικοκυριά. Σε βασικά αγαθά, όπως το ψωμί, τα φτωχότερα νοικοκυριά δεν είχαν τη δυνατότητα να περιορίσουν την ποσότητα που κατανάλωσαν, επομένως επιβαρύνθηκαν περισσότερο.Μεγάλη ήταν η πτώση στην ποσότητα κρέατος που καταναλώθηκε σχεδόν για το σύνολο των νοικοκυριών, ενώ ιδιαίτερα άνιση ήταν η επίδραση του πληθωρισμού στην κατανάλωση τυριού».
Υπάρχει πρόβλημα με την πράσινη μετάβαση
Για πρώτη φορά βλέπουμε μια ενδιαφέρουσα αξιολόγηση του Ινστιτούτου και για την πράσινη μετάβαση. Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από πολύ υψηλή έκθεση στην πράσινη μετάβαση και ταυτόχρονα πολύ υψηλή ευαλωτότητα, καταγράφοντας συνολικά τη χειρότερη επίδοση μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ και αυτό δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο», επισημαίνει ο Μανόλης Πεπόνης.
Η πράσινη μετάβαση σε μία οικονομία μηδενικών ρύπων απαιτεί μία ταχεία διαρθρωτική αλλαγή στο παραγωγικό, στο τεχνολογικό και στο καταναλωτικό πρότυπο της χώρας, με στόχο τον περιορισμό των ρυπογόνων δραστηριοτήτων υψηλής έντασης εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και την ενίσχυση των δραστηριοτήτων παραγωγής προϊόντων φιλικότερων στο περιβάλλον. Η πράσινη μετάβαση δημιουργεί μακροοικονομικές προκλήσεις όσον αφορά την πορεία του εξωτερικού ισοζυγίου, τα φορολογικά έσοδα, τη δημιουργία εισοδήματος και απασχόλησης. Η Ελλάδα παρουσιάζει υψηλή έκθεση και στις τρεις διαστάσεις της πράσινης μετάβασης (εξωτερική, φορολογική και κοινωνικοοικονομική).
Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι, με βάση την υπάρχουσα παραγωγική και τεχνολογική διάρθρωση της οικονομίας, οι ρυπογόνες δραστηριότητες παραγωγής συμβάλλουν στο 21,6% των καθαρών της εξαγωγών, στο 10,7% των φορολογικών της εσόδων, στο 7% του εισοδήματος από εργασία και στο 6% της συνολικής απασχόλησης.
Παράλληλα, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από χαμηλό Δυναμικό Πράσινης Πολυπλοκότητας (GCP), γεγονός που υποδηλώνει περιορισμένες δυνατότητες παραγωγής τεχνολογικά πολύπλοκων πράσινων εμπορευμάτων υψηλής ανταγωνιστικότητας. Ταυτόχρονα, χαρακτηρίζεται από χαμηλή κάλυψη κοινωνικής προστασίας. Ο συνδυασμός υψηλού μακροοικονομικού κινδύνου, χαμηλού Δυναμικού Πράσινης Πολυπλοκότητας και χαμηλής κάλυψης κοινωνικής προστασίας καθιστά την Ελλάδα ευάλωτη στις πιθανές επιπτώσεις της πράσινης μετάβασης, καθώς αδυνατεί να υποκαταστήσει άμεσα τις υπάρχουσες ρυπογόνες δραστηριότητες, ενώ παρέχει μόνο περιορισμένη κοινωνική προστασία στον κόσμο της εργασίας που θα πληγεί κατά τη διάρκεια αυτής της μετάβασης.Ο άμεσος σχεδιασμός μίας βιώσιμης ‒ οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά ‒ βιομηχανικής και αναπτυξιακής στρατηγικής καθίσταται επιτακτικός».
Φαίνεται λοιπόν πως οι τεχνολογικές δυνατότητες της υπάρχουσας παραγωγικής δομής της χώρας είναι περιορισμένες, και άρα αδυνατεί να υποκαταστήσει άμεσα το παραγωγικό κενό που θα προέκυπτε από μια άμεση παύση της παραγωγής των ρυπογόνων δραστηριοτήτων. Από την άλλη πλευρά, σε αυτή τη συνθήκη, ο κόσμος της εργασίας θα ήταν επίσης ιδιαίτερα ευάλωτος, καθώς η κοινωνική προστασία απέναντι σε μια ενδεχόμενη μείωση της απασχόλησης και των μισθών είναι ιδιαίτερα περιορισμένη. Άρα, πως θα πάμε απροστάτευτοι σ’ ένα νέο μοντέλο;», διερωτάται δικαιολογημένα ο Πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Λασιθίου.
Για το λόγο αυτό άλλωστε η έκθεση καταλήγει στα συμπεράσματά της πως «το γεγονός αυτό καταδεικνύει τον μη βιώσιμο χαρακτήρα του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου και την άμεση ανάγκη σχεδιασμού του μετασχηματισμού του με πολιτικές που θα ευνοούν την πράσινη μετάβαση, και ειδικότερα θα ενδυναμώνουν την ικανότητα της χώρας να παράγει πράσινα, τεχνολογικά προηγμένα, προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και ταυτόχρονα θα ενισχύουν το σύστημα κοινωνικής προστασίας, προκειμένου να προστατευτεί η εργασία και τα εισοδήματα των εργαζομένων κατά τη διάρκεια αυτής της μετάβασης».