Στην πάντα ενδιαφέρουσα στήλη της ΑΝΑΤΟΛΗΣ «Πριν 40 χρόνια» διαβάσαμε ότι πολλοί αναγνώστες ζήτησαν από την εφημερίδα να επαναφέρει τη γνωστή στήλη «Κρητικά νάκλια». Συγγραφέας τους ήταν ο φιλόλογος επίτιμος Γυμνασιάρχης Εμμανουήλ Ταβλάς, που υπέγραφε τα κείμενά του ως το… Νικολάκι. Πρόκειται για μικρές ιστορίες, στο Κριτσώτικο γλωσσικό ιδίωμα, με απρόοπτα της καθημερινής ζωής, με αθιβολές και ιστορήματα, προικισμένες με ζωντανό διάλογο, σπιρτάδα και λαϊκή θυμοσοφία. Δημοσιεύονταν στην ΑΝΑΤΟΛΗ από το 1958 μέχρι το 1967 και είχε επανέλθει εκείνες τις ημέρες.
* Θα ανατρέξω και πάλι στη νεανική μου ηλικία, όταν άνοιγα την ΑΝΑΤΟΛΗ για να διαβάσω το Νικολάκι και ενθυμούμαι την δυσκολία που αντιμετώπιζα μερικές φορές στην κατανόηση κάποιων λέξεων και νοημάτων του… Νικολάκι!
* Νάκλι είναι η αφήγηση, η εξιστόρηση, από την τουρκική λέξη nakli, που σημαίνει μεταφορά, μεταβίβαση και στην περίπτωσή μας τη μεταβίβαση πληροφορίας. Στο ειδικό αυτό λογοτέχνημα όχι μόνο γίνεται πιστά και γνήσια απεικόνιση στο καθαρό γλωσσικό ιδίωμα της Ανατολικής Κρήτης, αλλά στα αφηγήματα αυτά αναπτύσσονται και αισθητοποιούνται ήθη, έθιμα, δόξες, συνήθειες, θυμοσοφικό πνεύμα, παραδόσεις, οικογενειακά θέσμια που στο σύνολό τους εκφράζουν και ερμηνεύουν την λαϊκή κριτσώτικη ψυχή. (Ημερολόγιο Πολιτιστικού Συλλόγου Κριτσάς, 2016).
Ένα από αυτά τα «Νάκλια» του Εμμ. Ταβλά που δημοσιεύτηκαν στην ΑΝΑΤΟΛΗ το Δεκέμβριο του 1981 παραθέτουμε παρακάτω:
Ἐγώ ‘μια ὁ παθώς
(Εγω’ μαι που τα έπαθα)
–Παναγία μου μωρέ Γιαννιό, ίντα(τι) χάλια έχει ό δεξός σου πόδας; ίδια νταούλι (τύμπανο) καί βάλε.
– Κι’ ίντα περκάτσα (τι διάφορα) δὲν ἡβαλα, ὡς και ποκεια (από εκεί και ύστερα) νὰμὰ ντρέπομαι να το πώ, να μέ γροικούνε (ακούνε) οἱ ἁθρώποι, μά πράμα (τίποτα). Εδά καί δυό μήνες τσίγκομαι (ταλαιπωρούμαι) ὁ μαύρος μά τό κακό ‘ναι το ίδιο. Μά γιάντα (γιατί) μού το λές Γιωργιό, άφησέ με στή σκάση μου, κι’ άλλο πράμα μά μούδε δουλιά δέ μπορώ να κάνω και πάω κούτσα – κούτσα, ότι μού κάμει ἡ διχαλόβερδα (βέργα διχαλωτή στο πάνω μέρος)
– Κι’ ίντα σού λένε μωρέ οί γιατροί, πάς; Δε πάς;
– Τόν κόσμο ‘χω γυρεμένο μά πράμα, αλοιφές μού δίδουνε καί βάνω, ό γείς (ένας) τη μια, ὁ άλλος τήν άλλη, μά το κακό παραγίνεται καί φοβούμαι, εἰπενέ μου ένας, ἀμα δε γενή καλά νά τόνε κόψωμε.
–Μήστητί μου κύριε κουβέντα νά τόνε κόψωμε, εύκολό ‘ναι;
–Ντά πού καί πώς δά πάω, περισσεύγουνέ μου οἱ παράδες; Κατέχεις πούρι (άλλωστε), χρόνο καί παραπάνω δὲν ἧκαμα μιἀς δραχμής δουλιά, μαξούλι (σοδιά) στάξι (καθόλου), ντίπι για ντίπι (καθόλου), μά ἀφίνω δά καλλιά (καλύτερα) νά πάω με τσοί πολλούς ἐκιέ κάτω στα κυπαρίσσα, παρά να βλοηθώ (πρέπει να πάρω) τά δεκανίκια έδά στην ἡλικία πού βρίσκομαι.
–Όσκες! (όχι) Έ γιά πιάσε νά τόνε πλύνεις πάσα (κάθε) μέρα μέ ζεστό νερό μια δεκαρά βολές κι’ ἁπόινά τόνε τρίβγεις τη μια βολά (φορά) μέ βάρσαμο, τήν άλλη μὲ ἀρίγανη καί φασκομηλιά να ἐγώ ‘μαι, ὁ παθός και γίνηκα γιατρός. Καλά τό λέει ὁ λόγος, ὁ παθός (αυτός που έχει πάθει) είναι και γιατρός. Τα ίδια’ χα κι ἐγὼ ἐδά καί πέντε χρόνους, μά με τουτανά τά γιατρικούλια είδα την υγειά μου μέσα σ΄ ένα μήνα.
– Ίδια ἐδά δά πά βάλω κι᾿ὁ θεός νά πέψη το καλό.
–Κάτσε πάω γὰ νὰ σού φέρω τό βάρσαμο και την ἀρίγανη, γιατί κατά πού θωρῷ δὲ μπορείς νὰ πάς ἐσὺ κακομοίρη.
ΤΟ ΝΙΚΟΛΑΚΙ
ΛΕΩΝ.Κ.