Το 2024, στην Ελλάδα το 33,6 % των παιδιών κάτω των 16 ετών βρέθηκε σε υλική στέρηση- δηλαδή στερήθηκε τουλάχιστον 3 από τα 17 βασικά είδη ή υπηρεσίες (όπως κατάλληλα βιβλία, επισκέψεις φίλων, ημερήσια φρούτα/λαχανικά, εκδρομές). Το ποσοστό αυτό είναι μακράν το ψηλότερο στην Ε.Ε., με τη δεύτερη Ρουμανία στο 31,8 % και την τρίτη Βουλγαρία στο 30,4 % .
Συγκριτικά, ο ευρωπαϊκός μέσος όρος σε αυτόν τον δείκτη διαμορφώθηκε στο 13,6 % , πράγμα που καταδεικνύει ότι στην Ελλάδα το ποσοστό είναι σχεδόν τριπλάσιο.
Η θέση της Ελλάδας
στην παιδική φτώχεια (AROPE)
Η Eurostat χρησιμοποιεί τον δείκτη AROPE για να μετρήσει τον «κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού»- συνδυάζοντας τον κίνδυνο φτώχειας, την σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση ή τη διαβίωση σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή εργασιακή ένταση.
Τον ίδιο χρόνο, το 27,9 % των παιδιών κάτω των 18 ετών στην Ελλάδα βρέθηκε σε αυτόν τον δείκτη, καταλαμβάνοντας την τέταρτη χειρότερη θέση στην Ε.Ε. μετά τη Βουλγαρία (35,1 %), την Ισπανία (34,6 %) και τη Ρουμανία (33,8 %).
Παρά το γεγονός ότι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος βελτιώθηκε ελαφρώς (από 24,8 % σε 24,2 %), η Ελλάδα δεν σημείωσε ουσιαστική πρόοδο, καθώς το ποσοστό των παιδιών σε κίνδυνο παρέμεινε σχεδόν σταθερό πάνω από το 27 %.
Ο ρόλος
της εκπαίδευσης
των γονέων
Η Eurostat υπογραμμίζει ότι η εκπαιδευτική στάθμη των γονέων είναι καθοριστικός παράγοντας: πανευρωπαϊκά, μόνο το 5,6 % των παιδιών με γονείς τριτοβάθμιας εκπαίδευσης βρέθηκε σε υλική στέρηση, σε αντίθεση με το 39,1 % των παιδιών, των οποίων οι γονείς είχαν το πολύ βασική εκπαίδευση.
Στην Ελλάδα, μάλιστα, οι διαφορές είναι εντυπωσιακές: 77,2 % των παιδιών των γονέων με έως δευτεροβάθμια εκπαίδευση αντιμετώπισαν υλική στέρηση-ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη, με την Ελλάδα να ακολουθεί μόνο τη Σλοβακία (88,6 %) και τη Βουλγαρία (84,1 %).
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι πως το 17,6 % των παιδιών γονέων με τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα βρέθηκαν επίσης υλικά στερημένα, το ψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε.
Δηλαδή, ακόμη και ένας πατέρας ή μια μητέρα με πανεπιστημιακή μόρφωση δεν εξασφαλίζει για το παιδί τη δυνατότητα πρόσβασης σε βασικές ανάγκες, ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα που δείχνει βαθύτερη φτώχεια με πολύ ισχυρές δομικές αιτίες.
Αποτίμηση
Η Ελλάδα αναδεικνύεται ως πρωταθλήτρια της παιδικής υλικής στέρησης και ως μία από τις πρώτες χώρες στην παιδική φτώχεια, γεγονός που όπως αποτιμά ο Πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Λασιθίου Μανόλης Πεπόνης, «συνιστά μείζον κοινωνικό πρόβλημα με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που έχουν συνέπειες στην υγεία, την μόρφωση, την οικονομική κινητικότητα και τον δημογραφικό ιστό της χώρας».
Η αντιμετώπιση απαιτεί ολιστική πολιτική προσέγγιση, που συνδέει οικονομική, εκπαιδευτική και κοινωνική στήριξη. Ενισχύει θεσμούς πρόνοιας, προσαρμόζει τα μέτρα στις πραγματικές ανάγκες των οικογενειών και παρακολουθεί και αξιολογεί την αποτελεσματικότητά τους. Χωρίς τέτοια μέτρα, η Ελλάδα θα συνεχίσει να μένει στο περιθώριο των ευρωπαϊκών εξελίξεων και να μετατρέπεται σταδιακά σε μία κοινωνία, όπου η παιδική ηλικία συνδέεται με στερήσεις και όχι με ευκαιρίες.
Συνολική εικόνα
στην Ε.Ε.
Συνολικά στους ενήλικες, το 20,3 % των ατόμων άνω των 18 ετών στην Ε.Ε. βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή αποκλεισμού, έναντι 24,2 % των παιδιών.
Υπήρξε μικρή μείωση για τα παιδιά (-0,6 ποσοστιαίες μονάδες), αλλά αυτό δεν επηρέασε ουσιαστικά τις υπανάπτυκτες χώρες όπως η Ελλάδα, όπου οι βελτιώσεις είναι κομμένες στην μέση.
Παρά το μέσο όρο της Ε.Ε., η απόκλιση μεταξύ παιδιών με γονείς χαμηλής και υψηλής εκπαίδευσης (στοιχείο AROPE) άγγιξε τις 50,2 μονάδες πανευρωπαϊκά.
Κοινωνικό και
θεσμικό πλαίσιο
Οι χώρες με ισχυρά συστήματα κοινωνικής προστασίας και στοχευμένες πολιτικές οικογενειακής ενίσχυσης (κυρίως Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη) παρουσιάζουν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά παιδικής φτώχειας (π.χ. Σλοβενία 11,8 %, Κύπρος 14,8 %, Τσεχία 15,4 %).
Σε αντίθεση, η δομή της ελληνικής ευημερίας καθυστερεί στην εγκαθίδρυση πραγματικού δικτύου κοινωνικής πρόνοιας. Επικεντρώνεται σε επιδοματικά μέτρα, χωρίς συστηματικό τρόπο κατανομής. Δεν έχει ακόμη θεσπίσει αποτελεσματική στήριξη με νέα νομοθετικά εργαλεία, παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες.
Οι λογικές «πακέτων» στήριξης είναι κυρίως αποσπασματικές, και δεν συνθέτουν έναν συστηματικό μηχανισμό μειώσεων υλικής στέρησης σε αναγνωρισμένες ομάδες πληθυσμού.
Δραματικά δεδομένα
«Το 1 στα 3 παιδιά σε υλική στέρηση, και σχεδόν το 1 στα 4 στο ρίσκο φτώχειας δείχνουν μια γενιά που μεγαλώνει με ελλείψεις. Είναι ξεκάθαρο πως η εκπαίδευση μόνο δεν φτάνει και τα παιδιά με γονείς πανεπιστημιακής μόρφωσης πλήττονται διότι το πρόβλημα είναι πολύπλευρο, αλλά κυρίως εστιάζει στην έλλειψη πόρων και εισοδημάτων για μεγάλο μέρος του πληθυσμού που δεν αμείβεται επαρκώς», σημειώνει ο κ. Πεπόνης και εξηγεί πως υπάρχει «ανάγκη για πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας που στοχεύουν άμεσα στη στήριξη των παιδιών», τονίζει.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΤΣΑΛΑΚΗΣ