«Το εμβόλιο της AstraZeneca (εμβόλιο της Οξφόρδης) φαίνεται να έχει μικρότερο ποσοστό αποτελεσματικότητας, 72% μετά την πρώτη δόση (για την ακρίβεια 72% από την 22η ημέρα μετά την πρώτη δόση και κατά 82% μετά την δεύτερη δόση) συγκριτικά με αυτά των Pfizer και Moderna. Παρόλα αυτά είναι αρκετά υψηλότερο από άλλα εμβόλια, όπως π.χ. το αντίστοιχο ποσοστό του εμβολίου της γρίπης (που φθάνει μάξιμουμ στο 50%-65% κάθε χρόνο)», τονίζει μιλώντας στην ΑΝΑΤΟΛΗ και στο δημοσιογράφο Νίκο Σγουρό ο επίκουρος καθηγητής Μικροβιολογίας στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ερευνητής του ΙΤΕ και επίτιμος καθηγητής Μικροβιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Exeter στην Μ. Βρετανία, Δρ. Παναγιώτης Σαρρής.
Θέσαμε στον κ. Σαρρή μερικά από τα ερωτήματα που απασχολούν τους πολίτες, με τις απαντήσεις του να δίνουν λύση σε αρκετές βασικές απορίες.
Το εμβόλιο της AstraZeneca
Το εμβόλιο της AstraZeneca βασίζεται, όπως αναφέρει, σε μία τεχνολογία που γνωρίζουμε ήδη εδώ και καιρό, στη χρήση απενεργοποιημένων στελεχών του ιού του κοινού κρυολογήματος. «Πρόκειται για μία οικογένεια ιών, τους αδενοϊούς, που είναι απενεργοποιημένοι, άρα ακίνδυνοι και οι οποίοι χρησιμοποιούνται ως φορείς για να μεταφέρουν την πληροφορία της πρωτεΐνης- ακίδας του κορωνοϊού SARS-CoV-2 που χρειάζεται ώστε να ενεργοποιηθεί το ανοσοποιητικό του ανθρώπου. Είναι μια τεχνολογία που γνωρίζουμε αρκετά χρόνια. Πολλά προηγούμενα εμβόλια για άλλες ασθένειες έχουν βασιστεί σε αυτή την τεχνολογία. Δεν είναι, δηλαδή, κάτι καινούργιο, όπως τα εμβόλια της Pfizer και της Moderna».
Ένα μειονέκτημα του εμβολίου της AstraZeneca, όπως σημειώνει, αποτελεί το γεγονός ότι δεν φαίνεται να είναι τόσο αποτελεσματικό όσον αφορά στην νοτιοαφρικανική μετάλλαξη (B.1.351), καθώς δεν φαίνεται να προστατεύει από την ήπια και μέτρια μορφή της νόσου που προκαλεί η νοτιοαφρικανική παραλλαγή του κορωνοϊού.
Αναφορικά με την ανατροπή και την ανακοίνωση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για το ότι τελικώς η χρήση του εμβολίου θα «πιάνει» και ηλικίες άνω των 65 ετών – και όχι μόνο τους 18-64 όπως είχε ειπωθεί αρχικά – ο κ. Σαρρής εξηγεί ότι ο μοναδικός λόγος που δεν είχε συμπεριληφθεί η ομάδα των άνω των 65 ετών, «είναι ότι ο αριθμός των ατόμων άνω των 65 που έκαναν το εμβόλιο της AstraZeneca κατά την περίοδο των κλινικών δοκιμών φάσης 3, ήταν πολύ μικρός ώστε να έχουμε μια στατιστικά σημαντική απεικόνιση της αποτελεσματικότητας του σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες. Παρόλα αυτά, επειδή το εμβόλιο αυτό έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στη Μεγάλη Βρετανία λόγω της συνεργασίας της AstraZeneca με το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και έχει εμβολιαστεί πολύ μεγάλος αριθμός πληθυσμού της χώρας, υπάρχουν πλέον τα στατιστικά στοιχεία που χρειάζονται για μπορεί να ενταχθεί και η ομάδα των άνω των 65 στα εμβολιαστικά γκρουπ».
Το διάστημα της ανοσίας
Στο ερώτημα πόσο διάστημα διαρκεί η ανοσία για κάποιον αφότου κάνει το εν λόγω εμβόλιο, ο κ. Σαρρής αναφέρει πως αυτό δεν είναι γνωστό, «γιατί είναι πολύ μικρός ο χρόνος ο οποίος είναι διαθέσιμα σε εμάς τα εμβόλια. Παρόλα αυτά, για την ανοσία που δημιουργείται μετά τη φυσική μόλυνση από τον κορωνοϊό, «τα στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχει ένα καλό ποσοστό ανοσίας, ακόμη και 1 με 1,5 χρόνο μετά».
«Όταν λέμε ανοσία δεν εννοούμε μόνο αντισώματα, αυτά μπορεί να εξαφανίζονται από το σώμα μας μετά από μερικούς μήνες, υπάρχει όμως και μία άλλη μορφή ανοσίας που ονομάζεται κυτταρική ανοσία και η ανοσία μνήμης, η δημιουργία δηλαδή κυττάρων μνήμης, που είναι εκεί και περιμένουν την επόμενη είσοδο του παθογόνου και λειτουργούν πάρα πολύ γρήγορα ώστε να προστατεύσουν το σώμα από την εξάπλωση του παθογόνου. Είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις παγκοσμίως όπου, άνθρωποι που έχουν νοσήσει από τον κορωνοϊό, μολύνονται ξανά, είναι περιπτώσεις μετρημένες στα δάκτυλα».
Εάν εμβολιαστώ μπορώ να μεταδώσω τον ιό;
Στο ερώτημα εάν μπορεί ένας που έχει εμβολιασθεί να μεταδώσει τον ιό σε διπλανό του, ο κ. Σαρρής απαντά πως «εάν κάνει το εμβόλιο της Pfizer μπορεί να έχει ένα ποσοστό ανοσίας μεταξύ 1ης και 2ης δόσης κοντά στο 50% κάλυψη, μετά την β΄ δόση αυτό ανεβαίνει σε 95%».
Αυτό τι σημαίνει στην πράξη, ρωτούν αρκετοί. «Σημαίνει πως από τους 100 ανθρώπους που θα εμβολιαστούν, οι 95 θα έλθουν σε επαφή με το παθογόνο και δεν θα νοσήσουν, όμως οι 5 μπορεί να νοσήσουν αλλά με αρκετά ηπιότερα συμπτώματα της ασθένειας – αυτοί μπορούν να την μεταδώσουν».
«Δεν είναι όλοι οι γιατροί γνώστες των πάντων»
Σχετικά με ισχυρισμούς γιατρών ανά το διαδίκτυο για πιθανή συσχέτιση των μεταλλάξεων του κορωνοϊού με τα παραχθέντα εμβόλια, ο κ. Σαρρής είναι κατηγορηματικός. «Δεν υπάρχει καμία πειραματικά τεκμηριωμένη συσχέτιση τέτοιου είδους. Θα πρέπει να είμαστε αρκετά προσεκτικοί σχετικά με τις πληροφορίες που δεχόμαστε καθημερινά. Όποιος κατέχει έναν τίτλο γιατρού δεν είναι και αυτεπάγγελτα γνώστης των πάντων. Όπως εγώ ως μοριακός μικροβιολόγος δεν θα βγω ποτέ να μιλήσω για καρδιολογία, οφθαλμολογία, παιδιατρική κ.λπ. έτσι και κάποιος που κατέχει πτυχίο γιατρού μπορεί να γνωρίζει τα της ειδικότητας του. Δεν κατέχουν όλοι οι γιατροί ειδικότητα λοιμωξιολόγου, ή μικροβιολόγου ή επιδημιολόγου ή ανοσολόγου, ώστε να έχουν βαθιά γνώση των μοριακών μηχανισμών που σχετίζονται με το θέμα για το οποίο μιλάμε».
«Να περιμένω για το άλλο ή να κάνω αυτό το εμβόλιο;»
Τι απαντάτε σε έναν 60χρονο που λέει «εγώ δεν θα πάω να κάνω το εμβόλιο της AstraZeneca, θα περιμένω να κάνω της Pfizer;», ρωτήσαμε τον κ. Σαρρή. Είναι και πάλι ξεκάθαρος: «Όχι, να μην περιμένει, να πάει να κάνει αμέσως αυτό της AstraZeneca, διότι δεν γνωρίζουμε πότε θα έλθουν στην Ελλάδα οι επόμενες δόσεις των εμβολίων της Pfizer, δεν μπορούμε να το διακινδυνεύουμε, πρέπει να κάνουμε τα διαθέσιμα εμβόλια γιατί υπάρχει πολύ μεγάλη ζήτηση με αποτέλεσμα να μην ξέρουμε το πότε θα είναι ξανά διαθέσιμα». Συστήνει δε να μην υπάρχει πανικός. «Μπορούν να κάνουν τώρα της AstraZeneca/Οξφόρδης και τον επόμενο 1-1,5 χρόνο που θα είναι πλέον πιο εύκολο να βρεθούν εμβόλια, και θα έχουν “επικαιροποιηθεί” σχετικά με πιθανές μεταλλάξεις του ιού, να εμβολιαστούν με αυτό της Pfizer».
«Γιατί να εμβολιαστώ εάν δεν έχω κανένα υποκείμενο νόσημα;»
Αρκετοί, επίσης, είναι οι πολίτες που ρωτούν «γιατί να κάνω το εμβόλιο εάν δεν έχω απολύτως κανένα υποκείμενο νόσημα και δεν ανήκω σε ευπαθή ομάδα;». Ο κ. Σαρρής ξεκαθαρίζει ότι «δεν γνωρίζουμε ποιοι είναι αυτοί που θα νοσήσουν βαριά, ούτε υπάρχει κάποια ηλικιακή κλίμακα που να καθορίζει ότι κάποιος θα νοσήσει βαριά ή όχι. Έχουμε ενδείξεις για τα υποκείμενα νοσήματα, υπάρχουν όμως άνθρωποι με περισσότερα του ενός υποκείμενα νοσήματα που ήταν κακή ένδειξη σε πιθανή μόλυνση για τον κορωνοϊό, και όμως τον περνούν ελαφρά. Αντιθέτως, υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν κανένα υποκείμενο νόσημα ούτε καν το ηλικιακό όριο και όμως περνούν πάρα πολύ βαριά την νόσο covid-19 και πολλοί καταλήγουν».