Το μαγκάλι αποτελούσε κατά το παρελθόν το θερμαντικό σώμα της οικογενείας. Στις μέρες μας αποτελεί αντικείμενο συλλεκτικής αξίας και αναμνήσεων, αν και σε κάποια χωριά ακόμα θα το συναντήσουμε. Θυμάμαι το μαγκάλι για ζεστασιά στο σπίτι της γιαγιάς Κατίνας. Θυμάμαι και την πυρήνα, την καύσιμη ύλη του μαγκαλιού, υπόλειμμα της σύνθλιψης (άλεσης) των ελιών μετά την αφαίρεση του λαδιού. Δεν το γνώριζα ότι υπάρχει και το πυρηνάκι, το τελευταίο υποπροϊόν του ελαιοκάρπου, μετά την πυρήνα, η οποία και αυτή χρησιμοποιείται για τα μαγκάλια, ανάβει εύκολα, αποδίδει ελάχιστο ανθρακικό οξύ και είναι ακίνδυνο (Μανώλης Πιτυκάκης). Συμπλήρωμα του μαγκαλιού ήταν η μαχιά (masa=τσιμπίδα στα τούρκικα) η λαβίδα της φωτιάς για να σκαλίζουμε τη στάχτη.
Πώς να ξεχάσω τις πατάτες οφτές ψημένες στο μαγκάλι, αλλά και τα αλουμινόχαρτα που ο παππούς έπαιρνε από τα πλακέ πακέτα τσιγάρων και τα έβαζε πάνω στην πυρήνα για να κρατήσει τη φωτιά!
Όπως γνωρίζουμε, το μαγκάλι εκλύει μονοξείδιο του άνθρακα, προϊόν της ατελούς καύσης οργανικών ουσιών και γι’ αυτά έχουμε περιστατικά δηλητηρίασης. Σκέφτομαι… γιατί τα παλιά χρόνια που είχαμε μεγάλη χρήση των μαγκαλιών, δεν γνωρίζουμε για πολλές δηλητηριάσεις; Μια απάντηση ίσως είναι ότι τότε τα σπίτια δεν είχαν καλές μονώσεις και ο αέρας έμπαινε, συχνά «ζωντανός», από τις κλειστές πόρτες και τα κλειστά παράθυρα.
Η λέξη μαγκάλι είναι τουρκική ενώ η ελληνική, για τη συγκεκριμένη συσκευή, είναι «πύραυνος» από το πυρ και αύω, που σημαίνει ανάβω φωτιά, ενημερώνει η Ελένη Βασιλάκη στο ενδιαφέρον μπλοκ της e-storieskritis.gr.
ΛΕΩΝ.Κ.