Ο συνδυασμός των επιπτώσεων της πανδημίας, της ακρίβειας και των γεωπολιτικών εξελίξεων που προκάλεσε η εισαγωγή της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιουργεί νέες εστίες οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας.
Όπως αναφέρει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ που έδωσε στη δημοσιότητα την Ετήσια Έκθεση του 2022 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, «η ελληνική οικονομία, πριν προλάβει να επιστρέψει στην προ πανδημίας κατάσταση, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα αποσταθεροποιητική διαταραχή με επίκεντρο τις τιμές της ενέργειας, των πρώτων υλών και των βασικών αγαθών διατροφής».
Η έκθεση επικεντρώνεται στις μακροοικονομικές, τις δημοσιονομικές και τις χρηματοοικονομικές εξελίξεις και στην κατάσταση της αγοράς εργασίας, όπως διαμορφώθηκαν από τις συνέπειες της πανδημικής κρίσης και του κύματος της ακρίβειας. Η διαταραχή αυτή, όπως εξηγεί η έκθεση, πλήττει άμεσα την πλευρά της προσφοράς και έμμεσα, μέσω των διανεμητικών επιδράσεων του πληθωρισμού, την πλευρά της ζήτησης αυξάνοντας τον κίνδυνο επιβράδυνσης της οικονομίας.
Να ενισχυθεί το εισόδημα των νοικοκυριών
«Κλειδί για την αποφυγή συνθηκών αστάθειας το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα είναι η ουσιαστική ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και η αύξηση της βιώσιμης απασχόλησης», τονίζει το μέλος του Δ.Σ. της ΓΣΕΕ Μανόλης Πεπόνης. Ο Πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Λασιθίου σημειώνει πως «είναι επίσης πολύ σημαντικό να προστατευτούν θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα σχετικά με τα νόμιμα και τα ανώτατα όρια του χρόνου εργασίας, την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία, και να ενισχυθούν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις εργασίας. Η βιώσιμη και αξιοπρεπής εργασία πρέπει να αποβεί στον κεντρικό στόχο της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής».
Τα στοιχεία της οικονομίας
Το 2021 η Ελλάδα ανέκαμψε από το σοκ της πανδημίας, αν και το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπολειπόταν του επιπέδου του 2019 κατά περίπου 1%. Ωστόσο, συνυπολογίζοντας το κόστος διαβίωσης, η Ελλάδα είχε το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην ΕΕ. Επιπλέον, ήταν το μόνο κράτος-μέλος στο οποίο το συγκεκριμένο μέγεθος βρισκόταν χαμηλότερα του αντίστοιχου επιπέδου του 2007. Το εύρημα αυτό αποκαλύπτει τη δραματική συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου της πλειονότητας των Ελλήνων.
Το β’ εξάμηνο του 2021 η κατανάλωση ξεπέρασε οριακά το επίπεδο του αντίστοιχου τριμήνου του 2019. Η εξέλιξή της στο προσεχές διάστημα εξαρτήθηκε από την εξέλιξη του διαθέσιμου εισοδήματος και κυρίως από την επίδραση της ακρίβειας στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Παρά το γεγονός ότι τα κέρδη των μη χρηματοοικονομικών αυξήθηκαν σε σχέση με το 2019, η ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων δεν ήταν της ίδιας τάξης. Το μέγεθος της μεταβολής και η κλαδική διάρθρωση τους δεν συνθέτουν ισχυρή ένδειξη μακροοικονομικού και παραγωγικού μετασχηματισμού της οικονομίας.
Αύξηση εισαγωγών
Η ανάκαμψη των τουριστικών εισπράξεων το γ’ τρίμηνο του 2022 θα καθορίσει τις εξαγωγικές επιδόσεις της οικονομίας, καθώς οι εξαγωγές προϊόντων δεν επηρεάζονται ιδιαίτερα από την πανδημική κρίση.
Αξιοσημείωτη όμως ήταν η αύξηση των εισαγωγικών προϊόντων, και ειδικότερα των εισαγωγών ενδιάμεσων προϊόντων, τα οποία μέχρι και τον Ιανουάριο του 2022 κατέγραφαν έλλειμμα μεγαλύτερο από το 2010 αναδεικνύοντας την αδύναμη παραγωγική διάρθρωση της οικονομίας και τη μεγάλη εισαγωγική της εξάρτηση.
Το δ’ τρίμηνο του 2021 η Ελλάδα είχε το μεγαλύτερο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στην ΕΕ. Παράλληλα, για τα τελευταία έτη οι δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας καταγράφουν στασιμότητα ή επιδείνωση. Η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι ένδειξη της ανάγκης για άμεση ποσοτική και ποιοτική βελτίωση και αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος, με τρόπο που να περιοριστεί η εισαγωγική εξάρτηση της χώρας και να ενισχυθεί η βιομηχανία και η αυτάρκεια της σε βασικά ενδιάμεσα και τελικά αγαθά.
Παραγωγή τροφίμων και διαχείριση αποθεμάτων
Οι νέες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές συνθήκες επιβάλλουν τη διαμόρφωση μιας εξελικτικής βιομηχανικής πολιτικής στην κατεύθυνση της ενίσχυσης των εγχώριων αλυσίδων αξίας, της αειφόρου παραγωγής υγιεινών και ασφαλών τροφίμων και της διαφοροποίησης της παραγωγής σε συνδυασμό με μια στρατηγική διαχείρισης αποθεμάτων. Το όφελος θα είναι η δημιουργία μιας πιο ισορροπημένης, βιώσιμης και ανθεκτικής ελληνικής οικονομίας.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΤΣΑΛΑΚΗΣ