Δεκατέσσερα χρόνια πέρασαν από τότε που σταμάτησα να καπνίζω. Άλλα τόσα χρόνια κάπνιζα πριν από εκείνη τη στιγμή. Την εποχή που κάπνιζα παρά τις υπόλοιπες ασχολίες μου, το τσιγάρο είχε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου. Ξυπνούσα και σκεφτόμουν αυτό. Να κάνω ένα-δύο μετά τον καφέ στο πρωινό. Μετά να κάνω ένα πριν το μεσημέρι. Μετά το φαγητό να ξανακαπνίσω και ούτω καθ’ εξής. Αν δεν είχα αγοράσει πακέτο το βράδυ πώς θα περνούσα; Άρχισα από 5-6 τσιγάρα και είχα φτάσει τα 30-40 την ημέρα! Ήταν τόσο συχνή η «παρουσία» του που λες και είχε γίνει το κέντρο των δραστηριοτήτων μου, λες και όλα περιστρέφονταν γύρω από αυτό.
Η εξάρτηση είναι δύσκολο να κοπεί γιατί κατά βάθος συμπληρώνει ένα ψυχικό ή και υπαρξιακό κενό. Κάπου νιώθεις μόνος και χωρίς αποδοχή, χωρίς αγάπη και βρίσκεις μια κάποια λύση σε λάθος αποκούμπι, εξαρτώμενος από ένα υποκατάστατο που σου δίνει την αίσθηση ότι είναι κάτι δικό σου άσχετα ότι δεν σου κάνει καλό.
Όταν κόβεις την εξάρτηση είναι αλήθεια ότι νιώθεις ψυχικά καλά με τον καιρό, το σώμα σου δυναμώνει και αναπνέει με υγεία, όμως, θα πενθήσεις λίγο-πολύ μέχρι να φτάσεις εκεί. Το τσιγάρο (ή οποιαδήποτε εξάρτηση) ήταν μια παρέα σου. Κακή και αυτοκαταστροφική παρέα αλλά παρέα, την οποία έχασες. Όσο και να το κάνεις θλίβεσαι με μια απώλεια και όχι μόνο. Μπορεί να σε ελέγχει και η συνείδησή σου γιατί έδωσες κακό παράδειγμα σε οικείους και φίλους να μπουν και αυτοί στην ίδια εξάρτηση.
Εμπειρικά μιλώντας, η απόφαση να το κόψεις δεν παίρνεται αν δεν έχεις έναν τουλάχιστον λόγο για να το κάνεις. Έναν λόγο κυρίαρχο που να «μιλάει» μέσα σου, να σε αγγίζει.
Ένας έχει ως βασικό λόγο για να το κόψει ότι θα κάνει παιδί. Άλλος γιατί επιβαρύνθηκε η υγεία του ή οτιδήποτε άλλο.
Τον καιρό που το έκοψα δεν είχα φτιάξει ακόμα δική μου οικογένεια. Θυμάμαι ότι ο λόγος στον οποίο στάθηκα ήταν πως με ενοχλούσε ότι ένα άψυχο πράγμα όπως το τσιγάρο με έκανε κουμάντο. Αυτή η σκέψη «φυτεύτηκε» στο νου μου πολλούς μήνες πριν την στιγμή της διακοπής. Δούλευε μέσα μου μέχρι που ξύπνησα μια μέρα και πέταξα το πακέτο. Ο επόμενος μήνας ήταν δύσκολος, όμως πέρασε. Ένιωσα ότι βοηθήθηκα από ένα αόρατο χέρι που με αγαπάει σε αυτή την διαδικασία της απαλλαγής. Κυρίως με βοηθητικές σκέψεις και παραδείγματα που έρχονταν μπροστά μου.
Η πρώτη σκέψη που με βοήθησε ήταν να αποφεύγω όσο μπορώ τις αφορμές και τα μέρη που μου θύμιζαν (και μύριζαν) τσιγάρο. Άλλη σκέψη ήταν να κάνω υπομονή τα πρώτα λίγα λεπτά που θα μου ερχόταν η επιθυμία να καπνίσω. Η σφοδρή επιθυμία είναι μια ορμή της συνήθειας που διαρκεί λίγο. Αν συγκρατηθείς εξασθενίζει και φεύγει. Μετά ξανάρχεται αλλά σε πιο αραιά διαστήματα και μετά ξανά μέχρι που δεν έχει πια «δύναμη» επάνω σου και εξαφανίζεται. Όμως, η πιο βοηθητική σκέψη που έγινε πίστη ήταν ότι μετά από αυτό, όπως σε κάθε απώλεια θα γεννηθεί κάτι νέο, κάτι καλό αρκεί να κάνεις υπομονή να το περάσεις. Να περάσεις το πένθος. Ενεργητική υπομονή όμως, δηλαδή με στόχο καλό και όχι παθητικά, καταθλιπτικά με μεμψιμοιρία.
Η μνήμη ότι κάπνιζες κάποτε και ότι είχες αυτήν την εξάρτηση είναι καλή. Δεν πρέπει να το ξεχάσεις γιατί και ένα τσιγάρο να κάνεις μετά από χρόνια μπορεί να το ξεκινήσεις ξανά, αφού οι ψυχικές αφορμές της οποιασδήποτε εξάρτησης (όχι μόνο του καπνίσματος) υπάρχουν σε όλους αν δεν αγωνίζονται να μην παραδίδονται σε αυτές.
Αν με ρωτήσει κάποιος πώς νιώθω που δεν καπνίζω πια θα πω ότι χαίρομαι σε ένα βαθμό αλλά υπάρχει μια εκκρεμότητα για την οποία μόνο να εύχομαι μπορώ: Όσοι τυχόν επηρεάστηκαν από το κακό μου παράδειγμα την εποχή εκείνη και είναι εξαρτημένοι ακόμα να συναντήσουν την ευκαιρία και να δεχτούν βοήθεια τώρα για να απαλλαγούν. Αν το θέλουν.