Tης Βούλας Κοκολάκη, φιλoλόγου
Σκοπός του παρακάτω άρθρου είναι να διασαφηνίσει τους όρους ουτοπία- δυστοπία- ετεροτοπία.
Ουτοπία
Γλωσσολογικά ο όρος «Utopia» επινοήθηκε από τον Thomas Moore για το βιβλίο του το 1516 Ουτοπία, που περιγράφει ένα φανταστικό νησί στον Ατλαντικό Ωκεανό. Προκύπτει από τα ελληνικά προθέματα «ου» που σημαίνει όχι ή και «eu» που σημαίνει καλό. Έτσι μια ουτοπία είναι κυριολεκτικά ένα «καλό μέρος» και «κανένα μέρος» που σημαίνει ότι μια ουτοπία είναι τέλεια, μια ιδανική κοινότητα ή κοινωνία που διαθέτει ένα τέλειο κοινωνικο, πολιτικο, νομοθετικό και δικαστικό σύστημα, τέλειες συνήθειες, ανθρώπινες συμπεριφορές και σχέσεις και τέλειες πραγματικές συνθήκες, αλλά δεν υπάρχεικαι δεν θα υπάρξει.
Στην ουτοπία η κυβέρνηση είναι ειρηνική, καλοπροαίρετη, δίκαιη και ωφέλιμη για όλους τους πολίτες του κράτους. Η ισότητα ανάμεσα σε όλους τους πολίτες κατοχυρώνεται και διασφαλίζεται, η πρόσβαση στην εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη, την απασχόληση για όλους είναι εγγυημένη, οι πολίτες είναι ελεύθεροι να σκέφτονται ανεξάρτητα, το περιβάλλον είναι ασφαλές, χωρίς κινδύνους ή απειλές επίθεσης. Ο ανθρωπισμός διαχέεται μέσα στις ανθρώπινες πρωτοβουλίες και σχέσεις, με πεποιθήσεις που τονίζουν την αξία και την καλοσύνη των ανθρώπων και τον σεβασμό προς αυτούς. Η επιστήμη και η τεχνολογία τίθενται υπό την υπηρεσία του συλλογικού καλού, πέρα από κάθε υστερόβουλη εργαλειοποίηση προς όφελος των ολίγων και των πλουσίων και βελτιώνουν τη ζωή τους, η οποία γίνεται με την παρέμβασή τους πιο εύκολη, πιο βολική, πιο άνετη, πιο αναπαυτική, πιο ξεκούραστη. Ως εκ τούτου η υγεία και η μακροζωία είναι πραγματοποιημένες και βιωμένες επιθυμίες. Το χρήμα καταργείται και οι πολίτες επιδίδονται αποκλειστικά στην εργασία, από όπου αντλούν προσωπική ικανοποίηση και χαρά. Πραγματοποιείται η επιστροφή στη φύση, οι άνθρωποι ζουν σε αρμονία με αυτήν, ενώ η εκβιομηχάνιση απορρίπτεται ή εξυπηρετεί βασικές και συγκεκριμένες ανάγκες.
Δυστοπία
Γλωσσολογικά αποτελεί «λόγιο ενδογενές δάνειο» από το αγγλικό «dystopia». Συντίθεται από το αρχαίο ελληνικό «δυσ-» και το «τόπος», κατ’ αναλογία προς τον όρο «ουτοπία». Πριν εμφανιστεί η λέξη “δυστοπία”, ο Αγγλος φιλόσοφος και νομικός Τζέρεμι Μπένθαμ, ως άλλος γλωσσοπλάστης, επινόησε στις αρχές του 19ου αιώνα τη λέξη «cacotopia» (από το «κακός» και «τόπος») με το ίδιο νοηματικό περιεχόμενο με τη «δυστοπία». Το 1868, ο πολιτικός Τζον Στιούαρτ Μιλ, φιλελεύθερος διαννοούμενος του 19ου αιώνα, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά σε έναν λόγο του στο βρετανικό κοινοβούλιο τον όρο «δυστοπία». Ο Μιλ δημιούργησε τη λέξη, ως αντιδιαστολή στον όρο «ουτοπία». (Αν και η «δυστοπία» έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να πραγματωθεί απ’ ό,τι η ουτοπία).
Στη δυστοπία οι άνθρωποι, τα πλάσματα είναι τρομοκρατημένοι από έναν εχθρό ορατό ή αόρατο, περιφραγμένοι από έναν οικείο, προσωπικό, συνηθισμένο χώρο, στραμμένοι κεντρομόλα προς τον εαυτό τους, καταλήγοντας απλοί παρατηρητές και αδύναμοι να παρέμβουν παρακολουθούν την κοινωνία να αποσυνδέεται σε κομμάτια. Η σημασία της ιδιότητας των πολιτών ισοπεδώνεται και οι ίδιοι εκπίπτουν στο status των υποδούλων. Η παραχώρηση της ελευθερίας γίνεται οικειοθελώς, με την συγκατάθεσή τους, καθώς ως διακύβευμα παρουσιάζεται η ασφάλειά τους. Αυτονόητες δραστηριότητες, όπως η κυκλοφορία, απαιτεί ειδική άδεια και τα δικαιώματα αναστέλλονται. Η ιδιωτική ζωή δεν έχει σαφή όρια, τα οποία συχνά παραβιάζονται από την κυριαρχία ενός μόνο συστήματος.
Στην δυστοπία χρησιμοποιείται προπαγάνδα για τον έλεγχο των πολιτών και η ενημέρωση παραποιείται. Η ατομικότητα, η διαφορετικότητα και η μοναδικότητα, η ανεξάρτητη σκέψη, η διαφωνία, η αμφισβήτηση, αλλά και η προσπάθεια διαφυγής στοχοποιούνται και εξοντώνονται. Η ελευθερία περιορίζεται. Μια φιγούρα ή μια έννοια αποκτά διαστάσεις λατρείας από τους πολίτες. Κάποιοι από την ομάδα ίσως πιστεύουν ή υποσυνείδητα, ενστικτωδώς νιώθουν ότι κάτι δεν λειτουργεί καλά στην κοινωνία, όπου ζουν και τους διακατέχει το αίσθημα του παγιδευμένου. Οι πολίτες, ή έστω λίγοι από αυτούς, γνωρίζουν και νιώθουν ότι βρίσκονται υπό συνεχή παρακολούθηση, αισθάνονται φόβο για τον εξωτερικό κόσμο, οι ίδιοι έχουν υποστεί απανθρωποποίηση και κατά συνέπεια η συνθήκη μέσα στην οποία ζουν είναι απανθρωποποιημένη. Οι πολίτες, η έστω οι περισσότεροι από αυτούς, συμμορφώνονται, ομογενοποιούνται και επικρατεί ομοιομορφία. Τέλος ο φυσικός κόσμος είναι εξορισμένος, ενώ θεωρείται ύποπτος. Η δυστοπία απλώνεται σε σκηνικά “αποκάλυψης” που αντανακλούν την καταστροφή της ζωής και ένα ακατοίκητο τοπίο, συνήθως ως αποτέλεσμα πολέμου και συγκρούσεων.
Ο έλεγχος στη δυστοπία επιτυγχάνεται ποικιλοτρόπως: η κοινωνία ελέγχεται από μία ή περισσότερες μεγάλες εταιρείες μέσω προϊόντων, διαφημίσεων ή και μέσων ενημέρωσης, από μια παράλογη γραφειοκρατία μέσω ενός σωρού γραφειοκρατικών εγγράφων και διαδικασιών- που δύσκολα βγάζουν νόημα, δύσκολα ερμηνεύονται λογικά-, αυστηρών κανονισμών και της κυβέρνησης, από την τεχνολογία, μέσω υπολογιστών, ρομπότ ή επιστημονικών μέσων και τέλος μια από φιλοσοφική ή θρησκευτική ιδεολογία που συχνά επιβάλλεται μέσω μιας δικτατορίας ή μιας θεοκρατικής κυβέρνησης. Οι παραπάνω τρόποι ελέγχου εφαρμόζονται ο καθε ένας αποκλειστικά ή εκ περιτροπής, συνδυαστικά κάποιοι από αυτούς ή και όλοι μαζί.
Η δυστοπία αποτελεί ένα φουτουριστικό, φανταστικό περιβάλλον, όπου ο κοινωνικός έλεγχος διαβαθμίζεται ως την καταπίεση και η ψευδαίσθηση της τέλειας κοινωνίας διατηρείται μέσα από εταιρικά, γραφειοκρατικά, τεχνολογικά, ηθικά κατασκευάσματα που ασκούν έλεγχο. Οι δυστοπίες επιστρατεύουν τον μαξιμαλισμό στην επιχειρηματολογία. Μέσα από μια υπερβολή και την επινόηση του χειρότερου σενάριου, ασκείται κριτική σε μια τρέχουσα κατάσταση, έναν κοινωνικό κανόνα ή ένα πολιτικό σύστημα. Η δυστοπία, τρομακτική και απάνθρωπη, λειτουργεί ως ζοφερή προειδοποίηση για τις δυνητικές επικίνδυνες επιπτώσεις των πολιτικών και κοινωνικών δομών στο μέλλον της ανθρωπότητας καθιστώντας επιτακτικές τις αλλαγές στο σημερινό κοινωνικό και κυβερνητικό σύστημα.
Ετεροτοπία
Το κείμενο του Μισέλ Φουκώ με τον γαλλικό τίτλο «Des Espace Autres», αν και δεν έχει επιθεωρηθεί για δημοσίευση από τον ίδιο τον συγγραφέα του, θεωρείται η βάση μιας διάλεξης που έδωσε ο Φουκώ τον Μάρτιο του 1967 και εκεί ορίζει την ετεροτοπία, ή καλύτερα τις ετεροτοπίες, μέσα από έξι συνολικά αρχές που ισχυρίζεται ότι τις διέπουν, ενώ επίσης δίνει παραδείγματα απτά και πραγματικά ετεροτοπιών, χωρίς να κάνει λόγο ή και να δίνει έμφαση σε επιβλαβείς τρόπους δομής και λειτουργίας. Το εν λόγω κείμενο εκδόθηκε από το γαλλικό περιοδικό Architecture /Mouvement/ Continuité τον Οκτώβριο του 1984. Η μετάφραση από τα γαλλικά στα αγγλικά, στη γλώσσα που διάβασα το κείμενο, έγινε από τον Jay Miskowiec.
Τα συνθετικά της λέξης ετεροτοπία μας οδήγούν στο να νοηματοδοτήσουμε (αρχικά και χωρίς ιδιαίτερη σκέψη) τη λέξη ως άλλο τόπο, ως διαφορετικό μέρος. “Άλλος”, όμως, ως προς τι; Δεν είναι ίδιος με τι; Διαφοροποιείται από κάποιον συγκεκριμένο χώρο με κριτήριο την πραγματική ή φαντασιακή σύστασή του; Ή μήπως μια ενδεχόμενη, μελλοντική υλοποίησή του σε αντίστοιξη με την παροντική ύπαρξη ενός άλλου μέρους; Ορίζεται ως “έτερος” λόγω γεωγραφικής απόστασης από συγκεκριμένους τόπους; Είναι ένας τόπος που χτίζεται και λειτουργεί με εξωτερική παρεμβολή και τα πράγματα και οι διαδικασίες δεν γίνονται από μόνα τους; Ή μήπως ορίζεται ως “έτερος”, γιατί ο τόπος αυτός οικοδομείται, οργανώνεται και λειτουργεί ανόμοια με άλλους τόπους; Μήπως βρίσκεται έξω από το κανονικό και το καθορισμένο; Ποιος τόπος ή ποιοι τόποι, ωστόσο, είναι εκείνοι που σε σύγκριση με αυτούς δημιουργείται η λέξη και η έννοια της ετεροτοπίας; Μήπως η ετεροτοπία δηλώνει απλώς την απόκλιση από την κανονική κατάσταση αυτού που συνεπάγεται το δεύτερο συνθετικό της, ο τόπος, ένας τόπος, τόποι, καθιερωμένοι, συνηθισμένοι, οικείοι, γνώριμοι, διαρκώς βιωμένοι, που μας προκαλούν αυτόματες συμπεριφορές;
Ας κάνουμε μια κάθετη ανάγνωση του παραπάνω κειμένου και μια παρουσίασή ακροβατώντας ανάμεσα στην νοηματική αναμετάδοση και το μεταφραστικό εγχείρημα των έξι αρχών της ετεροτοπίας και παραδείγματα για την κάθε μία από αυτές.
Πρώτη αρχή. Η ετεροτοπία είναι σταθερά κάθε ανθρώπινης ομάδας. Ίσως δεν υπάρχει ούτε ένας πολιτισμός στον κόσμο που να αποτυγχάνει στο να δημιουργεί ετεροτοπίες. Οι ετεροτοπίες παίρνουν ποικίλες μορφές, και ίσως δε θα υπάρξει μία ενιαία, καθολική μορφή ετεροτοπίας. Ωστόσο, μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο κύριες κατηγορίες. Στις πρωτόγονες κοινωνίες, υπάρχει μια ορισμένη μορφή ετεροτοπίας, οι ετεροτοπίες κρίσης, δηλαδή, υπάρχουν προνομιούχοι ή ιεροί ή απαγορευμένοι χώροι, που προορίζονται για άτομα, που σχετίζονται με την κοινωνία και με το ανθρώπινο περιβάλλον στο οποίο ζουν, σε κατάσταση κρίσης: έφηβοι, γυναίκες με έμμηνο ρύση, έγκυες γυναίκες, ηλικιωμένοι κ.λπ. Στην μετέπειτα κοινωνία, οι ετεροτοπίες κρίσης εξαφανίζονται, αν και μπορούν ακόμα να βρεθούν μερικά απομεινάρια. Για παράδειγμα, το οικοτροφείο, στη μορφή του δέκατου ένατου αιώνα, ή η στρατιωτική θητεία για νέους άνδρες, σίγουρα έπαιξαν έναν τέτοιο ρόλο. Οι σεξουαλικές εκδηλώσεις του ανδρισμού στην πραγματικότητα έπρεπε να λαμβάνουν χώρα «αλλού» παρά κάτω από την οικογενειακή στέγη. Για τα κορίτσια υπήρχε, μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα, η παράδοση του «ταξιδιού του μήνα του μέλιτος». Το ξεπαρθένεμα της γυναίκας- συζύγου δεν θα μπορούσε να γίνει «πουθενά» και τη στιγμή αυτή το τρένο ή το ξενοδοχείο του μέλιτος ήταν πράγματι ο τόπος αυτού του πουθενά, αυτή η ετεροτοπία χωρίς γεωγραφικούς δείκτες.
Αυτές οι ετεροτοπίες της κρίσης εξαφανίζονται σήμερα και αντικαταστάθηκαν από αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ετεροτοπίες της απόκλισης: εντός αυτών βρίσκονται άτομα, των οποίων η συμπεριφορά είναι αποκλίνουσα σε σχέση με τον απαιτούμενο μέσο όρο ή τοποθετούνται ενάντια στους κανόνες, τη νόρμα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι τα θεραπευτήρια, τα αναρρωτήρια, τα ψυχιατρεία, οι φυλακές, και ίσως θα έπρεπε να προσθέσει κανείς τους οίκους ευγηρίας, που αγγίζουν τα όρια μεταξύ της ετεροτοπίας της κρίσης και της ετεροτοπίας της παρέκκλισης, καθώς τα γηρατειά θεωρούνται κρίση, αλλά και παρέκκλιση, αφού στην κοινωνία μας, όπου η χαλάρωση στον ελεύθερο χρόνο είναι ο κανόνας, η απραξία είναι ένα είδος παρέκκλισης…
Δεύτερη αρχή. Μια κοινωνία, μέσα στην ροή της ιστορίας, μπορεί να κάνει μια υπαρκτή ετεροτοπία να λειτουργεί με πολύ διαφορετικό τρόπο. Κάθε ετεροτοπία έχει μια ακριβή και καθορισμένη λειτουργία στο εσωτερικό της εκάστοτε κοινωνίας και η ίδια η ετεροτοπία μπορεί, ανάλογα με το σύγχρονό της πολιτισμό, να έχει τη μια ή την άλλη λειτουργία. Παράδειγμα αποτελεί η ετεροτοπία του νεκροταφείου. Το νεκροταφείο διαφέρει κατά πολύ από τους συνηθισμένους πολιτιστικούς χώρους. Είναι ένας χώρος που συνδέεται με όλες τις τοποθεσίες της πόλης, του κράτους ή της κοινωνίας ή του χωριού, κ.λπ., αφού κάθε άτομο, κάθε οικογένεια έχει εκεί συγγενείς. Στον δυτικό πολιτισμό το νεκροταφείο πρακτικά υπήρχε ανέκαθεν. Αλλά έχει υποβληθεί σε σημαντικές αλλαγές. Μέχρι τα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα, το νεκροταφείο ήταν στην καρδιά της πόλης, δίπλα στην εκκλησία. Σε αυτό υπήρχε ιεραρχία στους τάφους. Εκεί βρισκόταν το οστεοφυλάκιο, στο οποίο τα σώματα έχασαν τα τελευταία ίχνη της ατομικότητας τους, υπήρχαν λίγοι μεμονωμένοι τάφοι και μετά υπήρχαν οι τάφοι μέσα στην εκκλησία. Αυτοί οι τελευταίοι τάφοι ήταν δύο τύπων, είτε απλές επιτύμβιες στήλες με επιγραφή, είτε μαυσωλεία με αγάλματα. Αυτό το νεκροταφείο που στεγάζεται μέσα στον ιερό χώρο της εκκλησίας έχει πάρει ένα εντελώς διαφορετικό καλούπι στους σύγχρονους πολιτισμούς, και περιέργως, σε μια εποχή που, ενώ ο πολιτισμός έχει γίνει «αθεϊστικός», ο δυτικός πολιτισμός έχει καθιερώσει αυτό που ονομάζεται λατρεία των νεκρών. Ήταν φυσικό σε μια εποχή πραγματικής πίστης, όταν η ανάσταση των σωμάτων και η αθανασία της ψυχής είχαν θεμελιώδη σημασία, να μην αποδίδεται μεγάλη σημασία στα υπολείμματα του σώματος. Αντίθετα, από τη στιγμή που οι άνθρωποι δεν είναι πλέον σίγουροι ότι έχουν ψυχή ή ότι το σώμα θα ξαναβρεί τη ζωή, είναι ίσως απαραίτητο να δοθεί πολύ περισσότερη προσοχή στο νεκρό σώμα, που είναι τελικά το μόνο ίχνος της ύπαρξής μας στον κόσμο και στη γλώσσα. Από τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα όλοι έχουν δικαίωμα στην ταφή, ο κάθε ένας στο δικό του μικρό κουτί για τη δική του μικρή προσωπική αποσύνθεση. Αλλά από την άλλη πλευρά, στην αρχή του δέκατου ένατου αιώνα, επίσης, τα νεκροταφεία άρχισαν να βρίσκονται στα εξωτερικά σύνορα των πόλεων. Σε συσχετισμό με την εξατομίκευση του θανάτου και την αστική ιδιοποίηση του νεκροταφείου εγείρεται μια εμμονή με τον θάνατο ως “ασθένεια”. Ο νεκρός υποτίθεται ότι φέρνει αρρώστιες στους ζωντανούς, η παρουσία και η εγγύτητα του νεκρού δίπλα στα σπίτια, δίπλα στην εκκλησία, σχεδόν στη μέση του δρόμου μεταδίδει τον ίδιο τον θάνατο. Αυτό το κύριο θέμα της ασθένειας που μεταδίδεται από τα νεκροταφεία παρέμεινε μέχρι τα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα, μέχρι που, κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, ξεκίνησε η μετατόπιση των νεκροταφείων προς τα προάστια. Τα νεκροταφεία στη συνέχεια έφτασαν να αποτελούν την ιερή και αθάνατη καρδιά της πόλης, αλλά την “άλλη πόλη”, εκεί όπου κάθε οικογένεια κατέχει στο σκοτάδι έναν τόπο ανάπαυσης.
Τρίτη αρχή. Η ετεροτοπία είναι ικανή να αντιπαραθέσει σε ένα πραγματικό μέρος πολλές τοποθεσίες που είναι από μόνες τους ασυμβίβαστες. Έτσι είναι το θέατρο: φέρνει στη σκηνή το ένα μετά το άλλο μέρος από ένα σύνολο, μια σειρά από μέρη που είναι ξένα μεταξύ τους. Ο κινηματογράφος είναι ένα πολύ περίεργο ορθογώνιο δωμάτιο, στο τέλος του οποίου, σε μια δισδιάστατη οθόνη, βλέπει κανείς την προβολή ενός τρισδιάστατου χώρου, αλλά ίσως το παλαιότερο παράδειγμα για αυτές τις ετεροτοπίες που παίρνουν τη μορφή αντιφατικών τοποθεσιών είναι ο κήπος. Στην Ανατολή ο κήπος, μια εκπληκτική δημιουργία που μετράει τώρα χιλιάδες χρόνια, είχε πολύ βαθιές και φαινομενικά υπερβατικές έννοιες. Ο παραδοσιακός κήπος των Περσών ήταν ένας ιερός χώρος που υποτίθεται ότι συνένωνε μέσα στο ορθογώνιο του τέσσερα μέρη που αντιπροσωπεύουν τα τέσσερα μέρη του κόσμου, με έναν χώρο ακόμα πιο ιερό από τους άλλους, που ήταν σαν ομφαλός, τον ομφαλό του κόσμου στο κέντρο του (η λεκάνη και το συντριβάνι ήταν εκεί). Όλη η βλάστηση του κήπου έπρεπε να ενωθεί σε αυτόν τον χώρο δημιουργώντας ένα είδος μικρόκοσμου. Όσο για τα χαλιά, αρχικά ήταν αναπαραγωγές κήπων (ο κήπος είναι ένα χαλί πάνω στο οποίο όλος ο κόσμος έρχεται να στήσει συμβολικά την τελειότητα και το χαλί είναι ένα είδος κήπου που μπορεί να κινηθεί στο διάστημα). Ο κήπος είναι το μικρότερο αγροτεμάχιο του κόσμου και μετά είναι το σύνολο του κόσμου. Ήταν ένα είδος χαρούμενης, οικουμενικής ετεροτοπίας από τις απαρχές της αρχαιότητας. Οι σύγχρονοι ζωολογικοί μας κήποι αντλούν την παράδοσή τους από αυτούς.
Τέταρτη αρχή. Οι ετεροτοπίες συνδέονται συχνότερα με κομμάτια του χρόνου, πράγμα που σημαίνει ότι ανοίγουν σε αυτόν οπές που θα μπορούσαν να ονομαστούν, κατ’ αναλογίαν, ετεροχρονίες. Η ετεροτοπία αρχίζει να λειτουργεί με έντονη δυναμικότητα, όταν οι άνθρωποι φτάνουν σε ένα είδος απόλυτης ρήξης με την παράδοση της εποχής τους. Αυτή η κατάσταση δείχνει ότι το νεκροταφείο είναι πράγματι ένα άκρως ετεροτοπικό μέρος, αφού για το άτομο το νεκροταφείο ξεκινά με μια περίεργη ετεροχρονία, την απώλεια ζωών, και με αυτή μαζί και την κατά κάποιον τρόπο αιωνιότητα, της οποίας η σταθερή μοίρα είναι ο διαχωρισμός και η εξαφάνιση. Από μια γενική άποψη, σε μια κοινωνία σαν τη δική μας ετεροτοπίες και ετεροχρονίες δομούνται και κατανέμονται με σχετικά πολύπλοκο τρόπο.
Καταρχάς, υπάρχουν ετεροτοπίες απεριόριστης συσσώρευσης χρόνου, για παράδειγμα μουσεία και βιβλιοθήκες. Τα μουσεία και οι βιβλιοθήκες μετατρέπονται σε ετεροτοπίες που ο χρόνος δεν σταματά ποτέ να αναρριχάται μέχρι τη δική του κορυφή. Στον δέκατο έβδομο αιώνα, ακόμη και στο τέλος του αιώνα, μουσεία και βιβλιοθήκες αποτελούσαν την έκφραση μιας ατομικής επιλογής. Η ιδέα της συσσώρευσης των πάντων, η δημιουργία ενός είδους γενικού αρχείου, η θέληση να εντοιχιστούν όλες οι εποχές σε έναν τόπο, να τοποθετηθούν ως συλλογή όλες οι μορφές, όλα τα γούστα, η ιδέα να συνθέσουν ένα μέρος, όπου όλες οι εποχές, που είναι απαράμιλλες εκτός χρόνου και απρόσβλητες από την καταστροφή του, το έργο της οργάνωσης με αυτόν τον τρόπο, αυτό το είδος αέναης και αόριστης συσσώρευσης χρόνου μέσα ένα ακίνητο μέρος, όλα αυτά ως ιδέα αποτελούν προ’ι’όν του μοντερνισμού. Το μουσείο και η βιβλιοθήκη είναι ετεροτοπίες αντιπροσωπευτικές για τον δυτικό πολιτισμό του δέκατου ένατου αιώνας.
Απέναντι σε αυτές τις ετεροτοπίες που συνδέονται με τη συσσώρευση του χρόνου, υπάρχουν εκείνες που συνδέονται, αντίθετα, με τον χρόνο στην πιο ρέουσα, παροδική, επισφαλή εκδοχή του και αυτό φαίνεται επαρκώς στον τρόπο λειτουργίας του πανηγυριού. Αυτές οι ετεροτοπίες δεν είναι προσανατολισμένες προς το αιώνιο, είναι μάλλον προσωρινές, σαν χρονικά. Για παράδειγμα, μέρη του θεάματος σε κενές τοποθεσίες στα περίχωρα των πόλεων που γεμίζουν μία ή δύο φορές το χρόνο με περίπτερα, επιδείξεις, φιγούρες, ετεροκλήτα αντικείμενα, παλαιστές, γυναίκες με ερπετά, μάντεις και ούτω καθεξής. Την εποχή του Μισέλ Φουκώ εφευρέθηκε ένα νέο είδος χρονικής ετεροτοπίας: τα παραθεριστικά χωριά, όπως π.χ. εκείνα τα πολυνησιακά χωριά που προσφέρουν ένα πακέτο τριών εβδομάδων πρωτογονισμού και γυμνισμού στους κατοίκους των αστικών πόλεων. Μέσα από τις δύο μορφές ετεροτοπίας που ενώνονται εδώ, την ετεροτοπία του πανηγυριού και αυτήν της αιωνιότητας της συσσώρευσης χρόνου, οι καλύβες του Τζέρμπα είναι κατά μία έννοια συγγενείς βιβλιοθηκών και μουσείων. Η εκ νέου ανακάλυψη της πολυνησιακής ζωής, που καταργεί το χρόνο, η βιωματική εμπειρία, δηλαδή, γίνεται η εκ νέου ανακάλυψη του χρόνου, σαν ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας μέχρι την πρωταρχική αφετηρία της να γινόταν προσβάσιμη με ένα είδος άμεσης γνώσης.
Πέμπτη αρχή. Οι ετεροτοπίες προϋποθέτουν πάντα ένα σύστημα ανοίγματος και κλεισίματος, εισόδου- εξόδου, που όσο τις απομονώνει, τόσο τις κάνει διαπερατές. Γενικά η ετεροτοπία δεν είναι ελεύθερα προσβάσιμη, όπως ένας δημόσιος χώρος. Είτε η είσοδος είναι υποχρεωτική, όπως στην περίπτωση εισόδου στο στρατώνα ή στη φυλακή, είτε το άτομο πρέπει να υποβληθεί σε ιεροτελεστίες και εξαγνισμούς. Για να μπει κάποιος πρέπει να έχει μια συγκεκριμένη άδεια και να εκτελέσει ορισμένες χειρονομίες. Επιπλέον, υπάρχουν ακόμη και ετεροτοπίες που είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένες σε δραστηριότητες κάθαρσης, εν μέρει θρησκευτικής, εν μέρει για λόγους υγιεινής, όπως τα μουσουλμανικά χαμάμ, ή αλλιώς εξαγνισμός που φαίνεται να γίνεται για λόγους υγιεινής, όπως στις σκανδιναβικές σάουνες. Υπάρχουν και άλλα ανοίγματα, που φαίνονται ξεκάθαρα και απλά, αλλά που γενικά κρύβουν περίεργους αποκλεισμούς. Ο καθένας μπορεί να μπει στις ετεροτοπικές τοποθεσίες, αλλά στην πραγματικότητα αυτό είναι μόνο μια ψευδαίσθηση—νομίζουμε ότι μπαίνουμε εκεί που μπαίνουμε, γιατί είναι γεγονός ότι εισερχόμαστε κάπου, αλλά ωστόσο μη συμπεριληφθέντες ολοκληρωτικά. Για παράδειγμα, τα διάσημα υπνοδωμάτια που υπήρχαν στα μεγάλα αγροκτήματα της Βραζιλίας και σε άλλα μέρη στη Νότια Αμερική. Η πόρτα εισόδου δεν οδηγούσε στο κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού όπου ζούσε η οικογένεια και κάθε άτομο ή ο ταξιδιώτης που περνούσε από ΄κει είχε το δικαίωμα να ανοίξει αυτή την πόρτα, να μπει στην κρεβατοκάμαρα και να διανυκτερεύσει εκεί για μια νύχτα. Αυτά τα υπνοδωμάτια ήταν έτσι διαρρυθμισμένα, ώστε το άτομο που έμπαινε σε αυτά να μην είχε ποτέ πρόσβαση στην περιοχή της οικογένειας, ο επισκέπτης ήταν επισκέπτης εν κινήσει, δεν ήταν ο καλεσμένος, ο φιλοξενούμενος. Αυτό το είδος ετεροτοπίας, που πρακτικά έχει εξαφανιστεί από τους πολιτισμούς μας, θα μπορούσε ίσως να βρει διάδοχο στα δωμάτια του αμερικάνικου μοτέλ, όπου πηγαίνει ένας άντρας με το αυτοκίνητό του και την ερωμένη του και όπου το παράνομο σεξ είναι τόσο απόλυτα προστατευμένο, όσο και απόλυτα κρυμμένο, απομονωμένο χωρίς να επιτρέπεται να βγει προς τα έξω.
Έκτη αρχή. Το τελευταίο χαρακτηριστικό των ετεροτοπιών είναι ότι έχουν μια λειτουργία σε σχέση με όλο τον χώρο που απομένει. Αυτή η συνάρτηση ξεδιπλώνεται ανάμεσα σε δύο πόλους. Ο ρόλος τους είναι είτε να δημιουργήσουν έναν χώρο ψευδαίσθησης που εκθέτει κάθε πραγματικό χώρο, που εκθέτει όλες τις τοποθεσίες μέσα στις οποίες μοιράζεται η ανθρώπινη ζωή ως ακόμα πιο απατηλές, είτε να δημιουργήσουν έναν χώρο που είναι ένας άλλος πραγματικός χώρος, τόσο τέλειος, τόσο προσεγμένος, τόσο καλά τακτοποιημένος, όσο ο δικός μας είναι ακατάστατος, κακοσχεδιασμένος και περίπλοκος. Αυτός ο τελευταίος τύπος θα ήταν όχι η ετεροτοπία της ψευδαίσθησης, αλλά η ετεροτοπία της αποζημίωσης. Για παράδειγμα, το πρώτο κύμα αποικισμού τον δέκατο έβδομο αιώνα, των πουριτανικών κοινωνιών που είχαν ιδρύσει οι Άγγλοι στην Αμερική ήταν τέλεια “άλλα μέρη”. Οι αποικίες Ιησουιτών που ιδρύθηκαν στη Νότια Αμερική: θαυμάσιες, με άριστη διαρρύθμιση αποικίες, στις οποίες επιτεύχθηκε αποτελεσματικά η ανθρώπινη τελειότητα σε επίπεδο της γενικής οργάνωσης του χερσαίου χώρου. Οι Ιησουίτες της Παραγουάης ίδρυσαν αποικίες στις οποίες η ύπαρξη ρυθμιζόταν σε κάθε επιμέρους στροφή. Το χωριό ήταν διαμορφωμένο σύμφωνα με ένα αυστηρό σχέδιο: μία ορθογώνια πλατεία, στο βάθος της ήταν η εκκλησία, στη μία πλευρά υπήρχε το σχολείο, από την άλλη το νεκροταφείο, και μετά μπροστά από την εκκλησία υπήρχε μια λεωφόρος και μια άλλη διασταυρωνόταν με αυτήν σε ορθή γωνία. Κάθε οικογένεια είχε το μικρό σπιτάκι της κατά μήκος αυτών των δύο αξόνων και έτσι ακριβώς αναπαραστάθηκε το σύμβολο του Χριστού. Ο χριστιανισμός σφράγισε τη γεωγραφία του αμερικανικού κόσμου με το βασικό του σύμβολο. Η καθημερινότητα των ατόμων ρυθμιζόταν από την καμπάνα. Όλοι ξυπνούσαν την ίδια ώρα, όλοι άρχιζαν να δουλεύουν ταυτόχρονα, τα γεύματα ήταν το μεσημέρι και ξανά στις πέντε η ώρα, έπειτα ερχόταν η ώρα του ύπνου και τα μεσάνυχτα ερχόταν η γαμήλια έγερση, δηλαδή στο χτύπημα της καμπάνας της εκκλησίας, κάθε άτομο εκπλήρωνε το συζυγικό καθήκον του.
Το πλοίο, επίσης, είναι μια ετεροτοπία. Είναι ένα πλωτό κομμάτι χώρου, ένα μέρος χωρίς θέση, που υπάρχει μοναχό του, κλείνεται στον εαυτό του και ταυτόχρονα παραδίδεται στο άπειρο της θάλασσας, από λιμάνι σε λιμάνι, από αλλαγή πλεύσης σε αλλαγή πλέυσης, από οίκο ανοχής σε οίκο ανοχής, φτάνει μέχρι τις αποικίες αναζητώντας τους πιο πολύτιμους θησαυρούς, που κρύβονται στους κήπους τους. Το σκάφος δεν ήταν μόνο για τον πολιτισμό μας, από τον δέκατο έκτο αιώνα μέχρι σήμερα, το μεγάλο μέσο οικονομικής ανάπτυξης, αλλά ήταν ταυτόχρονα το μεγαλύτερο απόθεμα της φαντασίας. Το πλοίο είναι η κατ’ εξοχήν ετεροτοπία. Σε πολιτισμούς χωρίς βάρκες, τα όνειρα στερεύουν, η κατασκοπεία παίρνει τη θέση της περιπέτειας και η αστυνομία τη θέση των πειρατών.
Βιβλιογραφία:
- «Des Espace Autres», προσχέδιο διάλεξης του 1967, Μισέλ Φουκώ, περιοδικό Architecture /Mouvement/ Continuité, Οκτώβριος 1984, μετάφραση στα αγγλικά από τον Jay Miskowiec. https://web.mit.edu/allanmc/www/foucault1.pdf