Συνέντευξη στον Νίκο Σγουρό
Η κούραση από τη δύσκολη καθημερινότητα της Αθήνας και η ολοένα πιο ζοφερή και «σκοτεινή» κατάσταση στα μουσικά πράγματα της χώρας ώθησαν τον Μανόλη Λιδάκη να πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα και να επιστρέψει μόνιμα στο Ηράκλειο, γενέτειρα πόλη του. Αυτό όμως που τον έσπρωξε στην Κρήτη ήταν κυρίως η βαθιά αγάπη που τρέφει για αυτή. «Αφετηρία και τελικό προορισμό» τη χαρακτηρίζει, ενώ διόλου τυχαίος δεν είναι ούτε ο τίτλος «Βαθιά Κρήτη» της νέας δισκογραφικής δουλειάς του που, όπως για πρώτη φορά ο γνωστός τραγουδιστής-ερμηνευτής του λαϊκού και έντεχνου τραγουδιού αποκάλυψε στη συνέντευξη που παραχώρησε στην ΑΝΑΤΟΛΗ, ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει.
Λίγο πριν εμφανιστεί απόψε το βράδυ (9.30) στην πλατεία της Νεάπολης, το Σάββατο στο Άλσος Χλουβεράκη στη Σητεία και τη Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου στο Κηποθέατρο Νίκος Καζαντζάκης στο Ηράκλειο, στη σειρά συναυλιών που διοργανώνει η Περιφέρεια Κρήτης με ελεύθερη είσοδο για τους πολίτες, ερμηνεύοντας όλες τις μεγάλες του επιτυχίες, κάποια από τα νέα του τραγούδια αλλά και επιτυχίες μεγάλων συνθετών, ο ίδιος μίλησε για τη διαδρομή του, για το πώς έζησε τον σπουδαίο Μάνο Χατζηδάκι αλλά για το πώς αντιλαμβάνεται, ζει και κρίνει το σημερινό ελληνικό τραγούδι και την ελληνική μουσική βιομηχανία – αναφέροντας ότι έχει περάσει και βιώσει πολλά, χωρίς ο ίδιος να έχει πειράξει ή ενοχλήσει, με πολλούς που προσπάθησαν να τον «θάψουν» επαγγελματικά τα προηγούμενα χρόνια, να προσπαθούν τώρα να συνεργαστούν μαζί του.
Ακολουθεί αναλυτικά η συνέντευξη:
ΑΝΑΤΟΛΗ (Α): Κύριε Λιδάκη μετά από μια μακρά πορεία στην πρωτεύουσα αποφασίσατε να γυρίσετε στα πάτρια εδάφη. Πώς φτάσατε στην απόφαση αυτή;
Μανώλης Λιδάκης (Μ.Λ.): Με κούρασε η Αθήνα μετά από 25 χρόνια και δεν έχω καμία διάθεση να επιστρέψω. Ειδικά με τον κορωνοϊό και μετά και όπως πήγαν τα πράγματα, αποφάσισα να επιστρέψω στο όμορφο σπίτι που έχω στο Ηράκλειο. Για ποιο λόγο να κάθομαι στην Αθήνα άπραγος και να μην μπορώ να κάνω ούτε να περιμένω τίποτα; Θα έφευγα μάλιστα πολύ νωρίτερα εάν μπορούσα. Ερχόμενος στην Κρήτη διαπίστωσα ότι η ζωή είναι πολύ πιο ανθρώπινη, οι άνθρωποι πιο κοντά, υπάρχει το οικογενειακό περιβάλλον που σε «ζεσταίνει» και που μου είχε λείψει. Πάντα όμως αφετηρία και τελικός προορισμός μέσα στο μυαλό μου ήταν η Κρήτη. Και είμαι πραγματικά χαρούμενος που βρίσκομαι εδώ.
Α: Έπαιξε ρόλο στην απόφασή σας η κατάσταση στην ελληνική δισκογραφία και εν γένει στα μουσικά πράγματα στη χώρα μας;
Μ.Λ.: Κοιτάξτε, τη μουσική την λατρεύω, το επάγγελμα όχι. Στο ξεκίνημά μου από παιδί δεν μετανιώνω που πήγα στην Αθήνα απλώς η παραμονή μου για τόσα χρόνια και η ταυτόχρονη απουσία μου από την Κρήτη με έκαναν να νιώσω αυτή την ξαφνική επιθυμία να βρεθώ εδώ. Γενικώς η μουσική είναι ένας χώρος που πρέπει να είσαι οπλισμένος και να επιστρέφεις τις κακίες και τις ζήλιες και δεν είχα καμία διάθεση να παίξω σε αυτό το «παιχνίδι». Σε κανέναν δεν κάνω τη χάρη να τον αντιπαθώ. Εγώ δεν ήθελα να επιστρέφω κακίες που δεχόμουν. Για ποιον λόγο τις δεχόμουν δεν έχω καταλάβει, κακό παιδί δεν ήμουν, με κανέναν δεν τσακώθηκα, ποτέ δεν μίλησα σε μουσικό με απρέπεια. Μού έκαναν όμως κακό. Μάλλον ενόχλησε ο τρόπος που τραγουδούσα, όταν ήμουν αδισκογράφητος ποτέ δεν διάλεγα τις επιτυχίες, εγώ έλεγα τα τραγούδια που δεν γίνονταν επιτυχίες. Και η λέξη «σουξέ» δεν μου αρέσει καθόλου. Το να γίνει επιτυχημενο ένα τραγούδι που πραγματικά αξίζει καλλιτεχνικά και δικαιούται μια θέση στην τέχνη, τότε καλώς. Αυτές είναι οι επιλογές μου εάν κοιτάξετε και το ρεπερτόριό μου, σε όποιον αρέσω. Αυτοί μάλιστα που κάποτε ήθελαν τον καλλιτεχνικό μου «θάνατο», τώρα μου ζητούν να συνεργαστούμε. Οι ίδιοι άνθρωποι που έλεγαν τότε στον μεγαλο-εταιριάρχη της δισκογραφίας ότι «αυτόν θα τον θάψεις».
Α: Θεωρείτε ότι το επάγγελμα του μουσικού στην Ελλάδα είναι πλέον κορεσμένο, βρίσκεται σε τέλμα;
Μ.Λ.: Οι μουσικοί υποφέρουν περισσότερο από άλλους που έχουν κάποια αναγνωρισιμότητα. Πλέον μεγάλα τραγούδια δεν βγαίνουν, μεγάλοι ερμηνευτές δεν βγαίνουν, οι νέες γενιές αυτό βλέπουν, αυτό νομίζουν ότι είναι. Εάν πεις σε έναν σημερινό 15χρονο για τον Μάνο Χατζηδάκι, θα σου πει «ποιος είναι αυτός», κι αυτό είναι λυπηρό. Εάν τους πεις π.χ. για τον Θεοδωράκη μπορεί να τον ξέρουν γιατί το όνομά του λόγω των επαναστατικών του τάσεων είναι πιο γνωστό. Το πιο επικίνδυνο πάντως στο επάγγελμα είναι να σε τρελάνει η επιτυχία, εάν δεν είσαι ταπεινός και ώριμος, η επιτυχία μπορεί να σου τρελάνει την ψυχή, να σε κάνει ένα τέρας. Εγώ δεν είμαι δημιούργημα των δισκογραφικών εταιριών, σιγά-σιγά πήρα πια την τύχη μου στα χέρια μου επιβάλλοντας το προσωπικό μου γούστο και την αισθητική μου ως προς τη μουσική.
Α: Πώς ζήσατε τον μεγάλο Μάνο Χατζηδάκι;
Μ.Λ.: Εγώ τον Μάνο τον γνώρισα πολύ μικρός, όταν ακόμη έπαιζα στη Φιλαρμονική. Ήρθε εκεί και είδε ένα παιδάκι να διαβάζει μουσική, αυτό του έκανε εντύπωση και αργότερα γύρισε και μου είπε «Μανόλη είσαι σπουδαίος ερμηνευτής αλλά δεν έχω χρόνο να γράψω πια, η ζωή έχει αρχίσει να φεύγει κι εγώ μαζί της», αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που μου είπε. Λέγοντάς μου επίσης ότι έχει παραγγείλει δύο σημαντικά μου έργα να τα κάνω, ο «Καπετάν Μιχάλης», σε ποίηση Καζαντζάκη και το «Παραμύθι χωρίς όνομα», που τα κάναμε μαζί με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη.
Α: Ξεχωρίζετε κάτι στο ελληνικό τραγούδι σήμερα;
Μ.Λ.: Δεν υπάρχει ελληνικό τραγούδι σήμερα. Από το παρόν και λίγο από τα παρελθόν τα πράγματα έχουν πάρει μια κατεύθυνση όπου όλες οι δισκογραφικές εταιρίες έχουν βάλει λουκέτο αφού δεν έχουν λόγο ύπαρξης – δεν υπάρχουν βινύλλια και cd, κανείς δεν αγοράζει. Από εκεί που έκανες χρυσό ή πλατινένιο δίσκο με 100 χιλιάδες, τώρα κάνεις χρυσό με 3 χιλιάδες. Η ζωή προχωράει και το τραγούδι και η μουσική δεν είναι ιδιοκτησία κανενός. Υπάρχει πλέον και το ίντερνετ, που σε μια μορφή του είναι χρήσιμο αλλά σε μια άλλη κάκιστο και πρέπει να βρεθεί άμεσα τρόπος αυτή να καταπολεμηθεί και παίζει μεγάλο ρόλο γενικώς.
Α: Εσείς ετοιμάζετε κάτι καινούργιο δισκογραφικά αυτή την περίοδο;
Μ.Λ.: Αυτή την περίοδο, και το ανακοινώνω για πρώτη φορά, ολοκληρώνω τη νέα μου δουλειά με τίτλο «Η βαθιά Κρήτη», βασισμένο σε προπολεμικά και όχι μόνο τα γνωστά τραγούδια του Κώστα Μουντάκη, που βρήκα ότι ήταν ένας θαυμάσιος μουσικός και ερμηνευτής. Ο δίσκος έχει σχεδόν τελειώσει. Θα έχει κρητικό «άρωμα», με ήχους από φλογέρες, λαούτο, βιολί, κοντραμπάσο. Πρόκειται για μια ιδέα δική μου και θα είναι ο δεύτερος κύκλος με κρητικά τραγούδια που θα κάνω, μετά το «Κόκκινο ακρογιάλι» (2006).
ΝΙΚΟΣ ΣΓΟΥΡΟΣ