H Βυζαντινή ζωγραφική στον νομό Λασιθίου (14ος-15ος αι.) βρίσκεται στο επίκεντρο της παρουσίασης που κατέγραψε η Ομότιμη Καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Μαρία Κωνσταντουδάκη-Κιτρομηλίδου στο ΙΓ΄Κρητολογικό Συνέδριο.
Με τον διακριτικό υπότιτλο: «Συνέχειες, κενά, ιδιαιτερότητες, μαρτυρίες κοινωνικής πραγματικότητας», η ομιλία εστιάζει στη μελέτη τοιχογραφιών βυζαντινής τέχνης σε ναούς του νομού Λασιθίου κατά την πρώιμη βενετική περίοδο της Κρήτης, συγκεκριμένα στους 14ο και 15ο αιώνες, στους οποίους εμπίπτουν τα περισσότερα τοιχογραφημένα μνημεία του νομού. Οι ναοί, κτισμένοι συνήθως στον μονόχωρο καμαροσκέπαστο τύπο, βρίσκονται σε κατοικημένες περιοχές ή διάσπαρτοι στην ύπαιθρο σε καίρια σημεία.
Αρκετοί έχουν μελετηθεί, ενώ υπάρχουν και ενδιαφέρουσες συνθετικές προσεγγίσεις (Σ. Γ. Μοσχόβη). Έγγραφα από τα αρχεία της Βενετίας, σημαντικά για τον τόπο, αναφέρουν μεταξύ άλλων ονόματα χωρίων και – σπανίως – ναών (έκδ. Χ. Γάσπαρης). Με βάση επιλεγμένα τοιχογραφικά σύνολα επισημαίνονται όψεις της μνημειακής ζωγραφικής στην ανατολική Κρήτη και αναζητήθηκαν μαρτυρίες για την κοινωνία και τον υλικό πολιτισμό της εποχής. Φυσικές καταστροφές, επιδημίες, επαναστάσεις και ταραχές στο νησί ιδίως στον 14ο αιώνα, επηρέασαν ασφαλώς την ανέγερση και διακόσμηση μνημείων.
Ωστόσο, οι σωζόμενες τοιχογραφίες τεκμηριώνουν τη συνέχεια της βυζαντινής παράδοσης και την απήχηση παλαιολόγειων προτύπων ως προς τα εικονογραφικά προγράμματα και θέματα, την τεχνική, τους εκφραστικούς τρόπους. Στοιχεία της δυτικής τέχνης υιοθετούνται αραιά στη ζωγραφική. Το συγγενικό εικαστικό λεξιλόγιο σε ορισμένα μνημεία είναι ενδεικτικό επικοινωνίας μεταξύ συνεργείων και μετακινήσεων των ζωγράφων, ενώ ανιχνεύονται αντιστοιχίες και με μνημεία άλλων περιοχών. Η ποιότητα της τέχνης ποικίλλει ανάλογα με την παραγγελία, τους δημιουργούς ή τις επαφές με καλλιτεχνικά κέντρα. Ενίοτε ο χαρακτήρας του διακόσμου, η αφιέρωση του ναού, οι παραστάσεις, υποδηλώνουν ιδιαίτερη ταυτότητα σχετική με την παραγγελιοδοσία ή παραπέμπουν στο ιδεολογικό κλίμα της εποχής, όπως στις αντιπαραθέσεις μεταξύ Ορθοδόξων και φιλενωτικών κύκλων.
Οι κτητορικές επιγραφές, χρονολογίες ή ονόματα δωρητών σε ναούς του νομού Λασιθίου παραδίδουν στοιχεία βασικά, ονόματα όμως ζωγράφων δεν έχουν εντοπιστεί. Οι απεικονίσεις αφιερωτών – αφιερωτριών και συγγενικών τους προσώπων επιτρέπουν διάφορες προσεγγίσεις, όπως ισχύει και για άλλες περιοχές. Επιπλέον το πλούσιο ζωγραφικό απόθεμα των ναών περιέχει περαιτέρω μαρτυρίες για τον υλικό πολιτισμό, τις άλλες τέχνες και την αντίστοιχη παραγωγή, την κοινωνική πραγματικότητα, τα ήθη και τις ασχολίες του πληθυσμού της κρητικής υπαίθρου κατά τη βενετική περίοδο.
Ποίηση, Κρήτη, εθνικοί αγώνες
Μια άλλη ενδιαφέρουσα παρουσίαση έκανε ο Αλέξης Πολίτης, Ομότιμος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης με τον τίτλο: «Κρήτη και εθνικοί αγώνες 1821-1869. Το καθρέφτισμά τους στη λογοτεχνία: ποίηση, ρίμες, αναγνώστες».
Η ομιλία είχε στόχο να εξετάσει τις λογοτεχνικές συμπεριφορές των Κρητικών κατά τα πρώτα χρόνια της ελληνικής εθνικής συγκρότησης, από το 1821 έως το 1869, ή ως τα 1880 περίπου – εποχής που στην ιστορία της λογοτεχνικής, της διανοητικής γενικότερα ζωής, την αποκαλούμε Ρομαντισμός. Ο λόγος που ο συγγραφέας επέλεξε αυτό το θέμα είναι επειδή σε μια πρώτη εποπτική θεώρηση διείδε μια σημαντική απόκλιση της Κρήτης – ορθότερα, των Κρητικών- στις λογοτεχνικές τους συμπεριφορές «απ’ ό,τι παρατηρώ στους υπόλοιπους Έλληνες, είτε του ελεύθερου ελληνικού κράτους είτε όσων κατοικούσαν στις χώρες που έλεγχε η οθωμανική κυβέρνηση ή εκείνων που ζούσαν στις ευρωπαϊκές παροικίες», όπως επισημαίνει ο ίδιος.
Ποιητικά ονόματα των ρομαντικών χρόνων δεν συναντάμε κανένα που να ανήκει σε Κρητικό. O μόνος με κρητική καταγωγή που απόκτησε φήμη, ζηλευτή μάλιστα φήμη στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ονομαζόταν Αντώνιος Αντωνιάδης- ωστόσο γεννήθηκε και έζησε στον Πειραιά κυρίως λιγότερο στην Αθήνα. Το πιο σημαντικό όμως βρίσκεται αλλού. Η παρουσία του στο λογοτεχνικό παρόν ήταν εφήμερη, έσβησε στα ύστερά του χρόνια, στις αρχές του 20ού αιώνα, και χάθηκε ολότελα, μα ολότελα μόλις πέθανε στα 1905. Η αξία όμως του κάθε λογοτέχνη δεν βρίσκεται στο αν διαβάστηκε, αλλά στο για πόσο ξαναδιαβάζεται. Το αμέσως επόμενο όνομα θα ήταν του Μύρωνα Νικολαΐδη (1833-1898), όμως κι ετούτος απλώς γεννήθηκε στην Κρήτη- μικρό παιδί βρέθηκε στη Σύρο και ποτέ του δεν γύρισε στο πατρικό νησί. Ακόμα πιο άγνωστα είναι τα ονόματα που ακολουθούν: Εμμανουήλ Στρατουδάκης (1854-1883) και Περικλής Καλαθάκης, που πρέπει να ήταν δέκα ή δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος- κι οι δυο δημοσίευσαν τρεις-τέσσερις συλλογές στη δεκαετία του 1870.
«Από την αρχική διαπίστωση μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια δεύτερη, εξίσου αξιοσημείωτη. Η μεγάλη κρητική εξέγερση του 1866, το ηρωικό Αρκάδι, όλοι οι αγώνες της τριετίας αποτέλεσαν ισχυρή και επίμονη πηγή έμπνευσης για την ελληνική λογοτεχνία. Αν όμως αναζητήσουμε πόσοι από τους συγγραφείς ήταν απόδημοι Κρητικοί σε ελεύθερους τόπους -γιατί βέβαια όσοι ζούσαν στην Κρήτη δεν θα ήταν φρόνιμο να εκτεθούν-, θα διαπιστώσουμε πως και αυτοί δεν έγραψαν ποιήματα στη λόγια παράδοση παρά τύπωσαν ρίμες. Ετούτη όμως η δεύτερη διαπίστωση μπορεί νομίζω να αποτελέσει μια καλή βάση για να προσεγγίσουμε και την πρώτη. Θα επιμείνω ιδιαίτερα στις τυπωμένες ρίμες, θα επιχειρήσω να τις συγκρίνω με τις προφορικές και να καταδείξω την αρχική «προφορικότητα» τους, το ότι δηλαδή η σύνθεσή τους ακολουθεί διαφορετικό τρόπο, που έχει μεγάλη και ισχυρή προϊστορία, μια παράλληλη πορεία με την υψηλή κρητική λογοτεχνία της Αναγέννησης. Η οφειλόμενη τελική ερμηνεία του φαινομένου, «γιατί η λογοτεχνική συμπεριφορά των Κρητικών διαφοροποιείται από την κοινή νεοελληνική» φοβούμαι ότι θα μείνει εκκρεμής», αναφέρει ο ομιλητής.