Από προφορικές αφηγήσεις και μνήμες, αλλά και από τη λογοτεχνική και κοινωνιολογική, κυρίως, βιβλιογραφία, είναι ευρύτατα γνωστή η περίοδος της λειτουργίας της Σπιναλόγκας ως χώρου απομόνωσης και κοινωνικού αποκλεισμού. Λιγότερο γνωστή είναι η κοινωνική πραγματικότητα και η λειτουργία του χώρου στη Σπιναλόγκα σε προγενέστερες ιστορικές περιόδους, στη διάρκεια των τεσσάρων τουλάχιστον τελευταίων αιώνων.
Η Αρχιτέκτων Μαρία Αρακαδάκη έχει γράψει για τη Σπιναλόγκα και το έργο της έχει ξεχωρίσει. Αυτή τη φορά στο Κρητολογικό Συνέδριο περιλαμβάνεται η παρουσίαση «Σπιναλόγκα, τρεις ξεριζωμοί: 1715, 1898, 1957».
Κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας η Σπιναλόγκα ήταν μια στρατιωτική βάση, απροσπέλαστη για τους έξω και φυλακή για τους μέσα, τη φρουρά και τους ολιγάριθμους πολίτες που (ως τεχνίτες, ταβερνιάρηδες κλπ.) ήταν εγκατεστημένοι εκεί. Ακόμη και στρατιώτης ούτε και αξιωματικός, δεν επιτρεπόταν να εγκαταλείψει το φρούριο όσο διαρκούσε η θητεία του.
Ένα άλλο κεφάλαιο από τη ζωή στη νησίδα υπήρξε η εγκατάσταση των προσφύγων με τις οικογένειές τους, ενώ στην Κρήτη μαίνονταν οι επιχειρήσεις του Κρητικού Πολέμου και οι Τούρκοι είχαν καταλάβει από το 1647 όλη τη χερσαία περιοχή του Μεραμπέλου.
Μετά το 1715 ήταν η σειρά των μουσουλμάνων να κλειστούν μέσα στα τείχη: Τουρκική φρουρά και πολίτες εγκαταστάθηκαν εδώ και ο πληθυσμός τους σταδιακά αυξήθηκε σε αρκετές εκατοντάδες. Αν και οι ταραγμένες περίοδοι των κρητικών επαναστάσεων οδηγούσαν στον αποκλεισμό τους, γνώρισαν μεγάλα διαλείμματα ειρηνικής διαβίωσης που τους επέτρεψαν να αναπτύξουν αξιόλογες εμπορικές δραστηριότητες.
Η Σπιναλόγκα εκκενώθηκε από την τουρκική φρουρά και το μεγαλύτερο μέρος του μουσουλμανικού πληθυσμού της το 1898. Η απομόνωση των λεπρών θεσπίστηκε από την Κρητική Πολιτεία το 1903 και άρχισε να πραγματοποιείται αμέσως μετά. Η εξέλιξη αυτή ανάγκασε και τις τελευταίες μουσουλμανικές οικογένειες που είχαν απομείνει στη νησίδα να αποχωρήσουν. Η ζοφερή περίοδος του εγκλεισμού των λεπρών ολοκληρώθηκε το 1957 με τη μεταφορά των τελευταίων ασθενών στην Αγία Βαρβάρα Αττικής και την κατάργηση του ιδρύματος.
«Παρά την τεράστια δημοσιότητα που έχει αποκτήσει η Σπιναλόγκα με την τουριστική ανάπτυξη της περιοχής, την (προσώρας ατελέσφορη) προσπάθεια ένταξής της στον κατάλογο των Παγκόσμιων Μνημείων της UNESCO, αλλά και το φορτίο συνειρμών και συμβολισμών που πρόσφατα δημιούργησε η κοινωνική απομόνωση λόγω της πανδημίας, η ιστορική της πορεία εξακολουθεί να έχει ανάγκη μιας ευρείας, νηφάλιας και αντικειμενικής θεώρησης, χωρίς μονομερείς αντιμετωπίσεις. Στο πλαίσιο της ανάγκης αυτής εντάσσεται η παρούσα ανακοίνωση, στην οποία επιχειρείται μια πιο συνολική, διαχρονική ματιά σε ορισμένα σημεία τομές στην ιστορική πορεία του μνημείου», επισημαίνεται στο σημείωμα της παρουσίασης.
Ασθένεια, θάνατος και πανδημίες
Το θέμα της ασθένειας και του θανάτου στην Κρήτη, με αφορμή την πανδημία είναι στο επίκεντρο του φετινού κρητολογικού συνεδρίου. Η ομιλία της Μαρίας Βακονδίου με θέμα: «Ασθένεια, φθορά, θάνατος: η μαρτυρία των ταφικών πλακών και επιγραφών της βενετικής περιόδου στην Κρήτη», παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον.
Ασθένεια και θάνατος δεν είναι φαινόμενα ταυτόσημα, είχαν όμως στενή αιτιακή σχέση σε εποχές που πλήθος ασθενειών δεν ήταν αντιμετωπίσιμο.
Η απόσταση μεταξύ ασθένειας και θανάτου μειώνεται ακόμα περισσότερο, όταν η ασθένεια είναι λοιμώδης, επιδημική και μεταδίδεται με ταχύτατο ρυθμό, απειλώντας το σύνολο ενός πληθυσμού- είναι οι περιπτώσεις που η ασθένεια γίνεται «θανατικό». Σε τέτοιες περιπτώσεις όταν ασθένεια και θάνατος σχεδόν ταυτίζονται, αλλάζει υποχρεωτικά και η διαχείριση του θανάτου, τα συνήθη τελετουργικά περιορίζονται ή εγκαταλείπονται. Είναι ενδεικτική η περιγραφή της διαχείρισης των νεκρών κατά την επιδημία πανώλης που έπληξε την Κρήτη το 1592 στο χρονικό της μονής Αγίου Αντωνίου Απεζανών: «Εγένετο μεγάλον θανατικό… ερίχνασι τους νεκρούς αψάλτους και ατίμως ώσπερ τους κύνας» (Λάμπρος 1932, σ. 14).
Επιδημίες πανώλης έπληξαν την Κρήτη, κυρίως τις πόλεις, αρκετές φορές στη διάρκεια της βενετικής περιόδου. Επανεμφανίζονταν με μεγάλη συχνότητα από τα μέσα του 14ου αιώνα μέχρι και τα μέσα του 15ου αιώνα και με μικρότερη συχνότητα τα επόμενα χρόνια, επιτρέποντας ενίοτε σε μια γενιά να βιώσει μια μόνο επιδημική κρίση, χωρίς ωστόσο οι επιδημίες του 16ου αιώνα να είναι λιγότερο φονικές. Το συλλογικό βίωμα των μαζικών θανάτων και της αδυναμίας φροντίδας των νεκρών δεν μπορεί παρά να είχε επίδραση και στη διαχείριση του θανάτου κατά τις περιόδους ηρεμίας, όταν η νόσος βρισκόταν σε ύφεση.
Στην ανακοίνωση αυτή διερευνάται η σχέση ασθένειας και θανάτου μέσα από τη μαρτυρία των ταφικών μνημείων και επιγραφών. Θα εξεταστούν οι περιπτώσεις αναγραφής της αιτίας θανάτου σε ταφικές πλάκες και άλλες επιγραφές και θα επιχειρηθεί ο συσχετισμός τέτοιων μαρτυριών με την κυρίαρχη αντίληψη ότι η ασθένεια συνιστά δοκιμασία και τιμωρία από τον Θεό, καθώς και των προσπαθειών ορθολογικής προσέγγισης της ασθένειας που εμφανίζονται στον 150 αιώνα (Κωστής 2013, σ. 25-26). Θα εξεταστεί, ακόμα, η εξέλιξη των εικονογραφικών θεμάτων που κοσμούσαν τα ταφικά μνημεία• έμφαση θα δοθεί στην επιλογή μακάβριων θεμάτων, όπως σκελετοί και νεκροκεφαλές.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΤΣΑΛΑΚΗΣ