Παρά τα ιστορικά ρεκόρ του ελληνικού τουρισμού σε αφίξεις και έσοδα, μια διαφορετική εικόνα αρχίζει να αποκαλύπτεται κάτω από την επιφάνεια. Δεκάδες ξενοδοχεία και τουριστικά καταλύματα βγαίνουν προς πώληση, τόσο στην ηπειρωτική χώρα όσο και στα δημοφιλέστερα νησιωτικά θέρετρα. Η Κρήτη, και ειδικότερα ο Νομός Λασιθίου, δεν αποτελεί εξαίρεση. Αντίθετα, προσφέρει ενδεικτικές τάσεις και σήματα για το πού βαδίζει η «βαριά βιομηχανία» της χώρας.
Η έρευνα του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates για τα διαθέσιμα προς πώληση ξενοδοχεία ή και τουριστικά καταλύματα σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς της χώρας και από την άλλη η δική μας δημοσιογραφική έρευνα στις διάσημες ιστοσελίδες πώλησης ακινήτων, αναδεικνύουν μια πραγματικά ενδιαφέρουσα εικόνα για την αγορά των ακινήτων στην Κρήτη και το Λασίθι.
Σύμφωνα με την έρευνα η Κρήτη διατηρεί για δεύτερη συνεχή χρονιά τον ίδιο αριθμό ξενοδοχειακών μονάδων προς πώληση (42), παρά τη σημαντική τουριστική ανάκαμψη και τα υψηλά ποσοστά πληρότητας. Αυτή η σταθερότητα διαφοροποιεί την Κρήτη από περιοχές όπως η Πελοπόννησος (αύξηση 80% σε σχέση με το 2024) ή η Θεσσαλία (διπλασιασμός αγγελιών), όπου η πίεση στην τοπική αγορά φαίνεται εντονότερη.
Στο πλαίσιο της κρητικής αγοράς, ο Νομός Λασιθίου παρουσιάζει ζωντανή κινητικότητα. Οι διαθέσιμες προς πώληση μονάδες εστιάζονται κυρίως σε Άγιο Νικόλαο, Ελούντα, Μακρύ Γιαλό, Σητεία, Σίσι και Ιεράπετρα, αποκαλύπτοντας διαφορετικά επίπεδα τιμολόγησης, προοπτικής και τουριστικής τοποθέτησης.
Οι κύριες ευκαιρίες στο Λασίθι
Η ανάλυση όμως των στοιχείων από τις ιστοσελίδες που επιχειρήσαμε εμείς, αποκαλύπτει ένα πλούσιο και διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο. Συγκεκριμένα:
– Άγιος Νικόλαος: Μονάδες με θέα θάλασσα, πλήρως ανακαινισμένες (μέχρι και το 2014), με τιμές από 1.200.000€ έως 6.500.000€. Ενδεικτικά, ξενοδοχείο 3.000 τ.μ. σε οικόπεδο 6.500 τ.μ. προσφέρεται προς 6,5 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, λειτουργούν μικρότερες μονάδες με 21 δωμάτια που καλύπτουν τη μεσαία τουριστική ζήτηση.
– Ελούντα: Η «χρυσή» ζώνη του τουριστικού Λασιθίου διατηρεί μονάδες με υψηλή τιμή ανά τ.μ. (€3.438), σε πολύ κοντινή απόσταση από τη θάλασσα. Ξενοδοχείο 800 τ.μ. με 19 δωμάτια, μόλις 100 μέτρα από την παραλία, προσφέρεται έναντι 2.750.000€.
– Μακρύς Γιαλός: Παραθαλάσσιες μονάδες, υψηλής αρχικής επένδυσης, με μεγάλη ακίνητη περιουσία. Ξενοδοχείο 24 δωματίων, 580 τ.μ., εντός οικοπέδου 7.200 τ.μ., σε τιμή 12.500.000€, αποδεικνύει την υπεραξία της περιοχής.
– Σητεία: Ισορροπία ανάμεσα σε μεγάλη ακίνητη υποδομή και λογικότερο κόστος ανά τ.μ. (π.χ. 1.310€/τ.μ.). Ξενοδοχείο 1.450 τ.μ., πλήρως ανακαινισμένο, προσφέρεται με τιμή 1.900.000€.
– Σίσι και Ιεράπετρα: Εναλλακτικές τοποθεσίες με μονάδες πιο κατάλληλες για μικρομεσαίους επενδυτές ή αγοραστές που επιθυμούν επανατοποθέτηση στην αγορά.
Η εικόνα πίσω από τα νούμερα
Η Κρήτη παραμένει ένας «ώριμος» προορισμός, τόσο σε επίπεδο τουριστικής ωριμότητας όσο και ακινήτων. Η σταθερότητα στις αγγελίες μπορεί να υποδηλώνει κορεσμό της προσφοράς, περιορισμένες διαθέσιμες εκτάσεις ή και εδραιωμένη επιχειρηματικότητα. Στην υπόλοιπη Ελλάδα, η εικόνα είναι διαφορετική. Συγκεκριμένα:
Στην Πελοπόννησο αυξήθηκαν από 26 σε 47 οι προσφερόμενες προς πώληση μονάδες (+80%). Στη Θεσσαλία από 14 σε 29 μονάδες (+107%) ενώ στις τουριστικές ζώνες, όπως Χαλκιδική, είναι σταθερά πάνω από 30, στα Δωδεκάνησα υπάρχει μείωση από 33 σε 18 και οι Κυκλάδες και το Ιόνιο διατηρούν τον όγκο σε υψηλό επίπεδο (30 μονάδες η κάθε μία). Ταυτόχρονα, ο πανελλαδικός αριθμός αγγελιών ξενοδοχείων προς πώληση αυξήθηκε κατά 15% σε σχέση με το 2024 και 62,8% σε σχέση με το 2023, ξεπερνώντας τις 320 μονάδες πανελλαδικά.
Τα «πωλητήρια» της υπερτουριστικής Ελλάδας
Η αυξημένη διαθεσιμότητα, ακόμη και σε περιόδους ρεκόρ επισκεψιμότητας, αποδίδεται σε πολλαπλούς παράγοντες: ενεργειακό κόστος, υψηλά δάνεια, υποχρεώσεις από την επιστρεπτέα προκαταβολή και την πανδημία. Οι περισσότερες αγγελίες αφορούν μικρές οικογενειακές μονάδες, από 10 έως 30 δωμάτια -τον παραδοσιακό κορμό της τουριστικής επιχειρηματικότητας.
Η αγορά «περιμένει» τα funds, ελληνικά και ξένα, που διεκδικούν σημαντικό μερίδιο της ξενοδοχειακής αγοράς μέσω εξαγοράς δανείων ή πλειστηριασμών. Ήδη, το πρώτο εξάμηνο του 2025 καταγράφηκαν 132 πλειστηριασμοί ξενοδοχειακών μονάδων, έναντι 125 πέρσι, ενώ άλλα 176 ακίνητα έχουν προγραμματισμένους πλειστηριασμούς έως το τέλος του έτους.
Συμπερασματικά, η Κρήτη και ειδικά το Λασίθι αποτυπώνουν τη διπλή πραγματικότητα. Από τη μία πλευρά, τουριστική ευημερία από την άλλη, επιχειρηματική φθορά. Οι αγοραπωλησίες ξενοδοχείων αποτελούν αντανάκλαση των προκλήσεων που κρύβονται πίσω από τους αριθμούς των αφίξεων και ίσως προάγγελο αλλαγών στην ιδιοκτησιακή και επενδυτική ταυτότητα του ελληνικού τουρισμού. Η Κρήτη εξακολουθεί να είναι ανθεκτική, ωστόσο, είναι βέβαιο πως τα επόμενα χρόνια θα δοκιμαστεί σοβαρά από το φαινόμενο της ραγδαίας αύξησης των αφίξεων λόγω του νέου αεροδρομίου και τότε θα πρέπει να μπορεί να διαχειριστεί και τις συνέπειες που θα έχει η πίεση για αλλαγή ιδιοκτησιών στο νησί.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΤΣΑΛΑΚΗΣ