Αναβίωση στον Άγιο Νικόλαο στις 9 Μαρτίου 2024 στο θεατράκι της λίμνης, ώρα 18.30 από τον Σύλλογο Ηπειρωτών Λασιθίου και τον Δήμο Αγίου Νικολάου.
Οι απαρχές του εθιμοτυπικού
Το έθιμο της Τζαμάλας έρχεται από τα βάθη των αιώνων και σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση στηρίζεται στην αρχέγονη πίστη της δύναμης που έχει η φωτιά να «ξορκίζει» το κακό. Πρόκειται για μια ιεροτελεστία εξαγνισμού, η οποία ανάλογα με τις καταστάσεις της κάθε εποχής, αποκτά και συμβολισμό. Έως το 1913, οπότε απελευθερώθηκαν από το Τουρκικό ζυγό τα Ιωάννινα, η φωτιά που σιγόκαιγε στις γειτονιές εξέφραζε την επιθυμία των σκλαβωμένων για λευτεριά. Μάλιστα, για την τέλεση του εθίμου, έπρεπε να δοθεί ειδική άδεια από την Τουρκική διοίκηση της πόλης.
Λίγο πριν να βγεί ο Χειμώνας και ενώ οι ανθισμένες μυγδαλιές και τα φουσκωμένα βλαστάρια στα μέχρι πρότινος γυμνά δέντρα προμηνύουν τον ερχομό της Άνοιξης, ο γιαννιώτικος λαός κατεβαίνει στα σταυροδρόμια και τις πλατείες όπου, με την δύση του ήλιου, ανάβει θεόρατες φωτιές, τις τζαμάλες ή τζώρες, όπως τις αποκαλεί. Αυτές αποτελούν το κέντρο όλης της γιορτής. Γύρω τους θα στηθεί ένα τρικούβερτο γλέντι, με χορό, κρασί, ζεστή φασουλάδα και πίττες, τις πατροπαράδοτες -και γνωστές σε όλους για την νοστιμιά τους ηπειρώτικες πίττες. Το αποκριάτικο ξεφάντωμα με τους σκωπτικούς -σατυρικούς χορούς, τα πειράγματα και τα αστεία μεταξύ των κατοίκων, μεταμφιεσμένων και μη, κρατά ως τα ξημερώματα. Μέχρι το πρωί.
Ερμηνεία / Προέλευση της λέξης
Δύο είναι οι επικρατέστερες απόψεις καθώς πολλοί θεωρούν ότι η λέξη διαθέτει τούρκικη ή αρβανίτικη προέλευση. Σύμφωνα με τον λογογράφο Θοδωρή Σαμαρά, ο οποίος είχε κάνει έρευνα για την ετυμολογία της λέξης τζαμάλα: «… και η λέξη τζαμάλα, συνειρμικά συγγενεύει με τη δαμάλα, λέξη αρχαία ελληνική, δηλαδή χοντροκαμωμένη… Στα μάτια ενός σύγχρονου παρατηρητή, τα επίθετα αυτά δεν είναι διόλου άτοπα. Κάθε μια από αυτές τις συνοικιακές φωτιές, που καίνε τόσο πολλά και χοντρά κούτσουρα, είναι δαμάλα -χοντροκαμωμένη! Πρόκειται για κούτσουρα με τέτοιες συνήθως διαστάσεις, που τα σηκώνουν δυο-δυο οι άντρες για να τα ρίξουν στη φωτιά…».
Μία άλλη εκδοχή που βασίζεται κυρίως στο γενικό έθιμο της Τζαμάλας που σε άλλες πόλεις αφορά και μεταμφιέσεις υποστηρίζει ότι η λέξη Τζαμάλα προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική λέξη η οποία σημαίνει καμήλα. Γι’ αυτό, ιστορικά, στα λαϊκά δρώμενα του εθίμου της Τζαμάλας σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, τα οποία αποτελούν επί της ουσίας, μορφές λαϊκού θεάτρου, απαντά πάντοτε η μεταμφίεση της καμήλας με μόνιμο συνοδό τον τζαμαλάρη. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, στα Γιάννενα επικράτησε η λέξη Τζαμάλα για τις φωτιές.
Η προετοιμασία…
Η προετοιμασία ξεκινάει τρεις μέρες νωρίτερα, ώστε στην κάθε συνοικία να φτάσουν τα ξύλα και να διαμορφωθεί κατάλληλα ο χώρος για το μεγάλο ξεφάντωμα. Συχνά υπάρχει ανταγωνιστική διάθεση ανάμεσα στις γειτονιές για το ποια θα κάνει την καλύτερη και πιο φανταχτερή γιορτή.
Το απόγευμα της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς, μετά τον εσπερινό της συγγνώμης και καθώς παίρνει να ροδίζουν πάνω από τη λίμνη οι άγριοι και σταχτιοί όγκοι της Πίνδου στα ανατολικά, και ενώ αρχινά η μουσική να “κυλίσει” δυο-τρεις στροφές το τραγούδι (για το “καλό”), ρίχνει το σπίρτο ο επικεφαλής, στην πισσωμένη βάση της στυλοειδούς τζαμάλας… Και να! με τις τελευταίες αναλαμπές ενός ήλιου που δύει κι ενώ όλοι γύρω κρατούν την ανάσα τους, σε μια στιγμή γεμάτη μυστήριο, ξεπετάγονται οι πρώτες φλόγες να τυλίξουν τους έντεχνα “περιπλεγμένους” κορμούς. Τα βλέμματα όλων τις παρακολουθούν, καθώς ανεβαίνουν σταθερά -κατά πως φυσάει ο άνεμος-ν’ αρπάξουν τον κορυφαίο κορμό, που προβάλλει άθικτος ακόμη στο μέσον∙ στο κέντρο. Μα, μόλις τινάσσονται ψηλά και καταφέρουν επιτέλους να τον καλύψουν μες στη μανία τους, με μιας ανακουφίζονται όλων οι αναπνοές και στήνεται γύρω από την θεόρατη τζωραμπίναvi ο χορός. Τ’ άργανα δίνουν το σύνθημα. Το χοροστάσι δεν θα διαλυθεί πριν ο ήλιος λάμψει ξανά στον ουρανό.
Την παγερή χειμωνιάτικη νύχτα, οι φλόγες ζεσταίνουν τις καρδιές, φωτίζουν τα πρόσωπα, ενώ τα κλαρίνα δίνουν τον τόνο της διασκέδασης με το κρασί και το τσίπουρο να ρέουν με αφθονία. Μικροί, μεγάλοι, μασκαρεμένοι, παραδίδονται σε ένα ξενύχτι, που κρατάει μέχρι το ξημέρωμα. Είναι μια φυγή από τα προβλήματα της καθημερινότητας. Το γλέντι αρχίζει με χορούς αλλά και ζεστή φασολάδα.
Τραντά Χριστίνα
Μουσικός/Φιλόλογος Msc, Med