Ο δρόμος μ’ έφερε κοντά στην περιοχή Κλησίδια της Κριτσάς και μετά κοντά στον Καταλυμένο, τόπο απομόνωσης των λεπρών της περιοχής πριν το άνοιγμα της Σπιναλόγκας. Κάποια στιγμή είπα να «κόψω δρόμο» και αυτό αποδείχθηκε και κακό και καλό. Κακό γιατί μετά «είδα κι’ έπαθα» να ξεμπλέξω από τα πλέγματα και από τη βλάστηση. Όμως, αυτό το μπλέξιμο ήταν και καλό γιατί ήταν η αιτία να ανακαλύψω ένα παλιό καμίνι σε πολύ καλή κατάσταση, πολλές πανέμορφες κρητικές ορχιδέες (του Bory), λίγες μαχαιρίδες (γλαδιόλες) και ένα ωραιότατο αρόλιθο.
- Ο αρόλιθος είναι λακκούβα σε βράχο όπου συγκρατείται νερό της βροχής. Με το νερό αυτό έσβηναν συχνά τη δίψα τους οι παλιοί που έβοσκαν τα ζώα τους στα βουνά ή έκαναν σ’ αυτά άλλες εργασίες. Υπάρχουν και τοποθεσίες με το όνομα αυτό, προφανώς λόγω της ύπαρξης αρολίθων στις αντίστοιχες περιοχές (Κασσωτάκης).
- Επειδή το νερό ήταν συχνά βρόμικο και αν το έπιναν προκαλούσε νοσήματα, έλεγαν, πριν το πιούν, τη γητειά: «πίνω γω, πίνει ο Χριστός, πίνουν χίλια πρόβατα» – «Μη μ-πίνεις νερό απού τσ’ αρολίθους, γιατί μπορεί να σε πονέσει γη ο λαιμός σου, γη η κοιλιά σου». Κατά τον Πιτυκάκη, η συγκεκριμένη λέξη προέρχεται από τα: αραιός (με την έννοια του άδειου, του πορώδους) + λίθος. Κατά τον Κασσωτάκη πιθανότερη είναι η άποψη ότι πρώτο συνθετικό είναι η αρχαιοελληνική λέξη άρος που σημαίνει «κοιλάς… εν αις ύδωρ αθροίζεται» (Χαραλαμπάκης).
ΛΕΩΝ.Κ.