Του Στεφανου Κατρινακη
Η πρόσφατη αύξηση του εισιτηρίου της εισόδου για τη Σπιναλόγκα από 8 σε 20 ευρώ προκάλεσε συζητήσεις και αντιδράσεις. Κάποιοι τη θεώρησαν υπερβολική, άλλοι την είδαν ως εμπόδιο στον τουρισμό. Όμως ας είμαστε ξεκάθαροι: πρόκειται για μια αναγκαία και απολύτως λογική προσαρμογή στα ευρωπαϊκά δεδομένα. Δεν μπορεί η είσοδος σε ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της ελληνικής και παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς να αποτιμάται φθηνότερα από έναν καφέ ή ένα ποτό σε παραλιακό μαγαζί.
Η Σπιναλόγκα δεν είναι «άλλο ένα νησάκι» απέναντι από την Ελούντα. Είναι παγκόσμιο σύμβολο Ενετικής αρχιτεκτονικής, ένα εξαιρετικά διατηρημένο φρούριο του 16ου αιώνα που φανερώνει τη στρατηγική σημασία της Κρήτης στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης. Παράλληλα, αποτελεί κομμάτι της πολυπολιτισμικής ιστορίας του νησιού, καθώς για πολλούς αιώνες υπήρξε τόπος κατοικιών Οθωμανών, ένα στοιχείο που αγνοείται από πολλούς, αλλά φωτίζει ακόμη περισσότερο τη μακρά και πολυεπίπεδη διαδρομή του τόπου.
Και φυσικά, η πιο γνωστή περίοδος της Σπιναλόγκας είναι αυτή κατά την οποία λειτούργησε ως τόπος απομόνωσης για τους ασθενείς της λέπρας. Ένα κεφάλαιο συγκλονιστικό, που μετατρέπει το νησί σε παγκόσμιο σύμβολο μνήμης, αξιοπρέπειας και ανθρωπιάς. Για να συντηρηθεί όμως αυτό το μνημείο, να προστατευθεί και να παραδοθεί στις επόμενες γενιές, χρειάζονται σταθεροί πόροι και αυτοί δεν μπορούν να εξασφαλιστούν με εισιτήρια εισόδου των 8 ευρώ.
Ορισμένοι πλοιοκτήτες, επαγγελματίες της εστίασης και των μεταφορών εξέφρασαν απογοήτευση για την αύξηση, ανησυχώντας ότι θα μειωθεί η τουριστική κίνηση. Είναι μια αντίδραση ως ένα βαθμό κατανοητή, όλοι αυτοί οι άνθρωποι ζουν από την τουριστική δραστηριότητα. Όμως το παιχνίδι παίζεται αλλιώς. Δεν μπορούμε να διαχειριζόμαστε την πολιτιστική μας κληρονομιά με λογική ευκαιριακού κέρδους ή «ξεπουλήματος» για να πλουτίζουν λίγοι εις βάρος της ιστορίας όλων. Ένα μνημείο δεν είναι προϊόν που «ξεφορτώνεις» φθηνά· είναι κομμάτι της ταυτότητάς σου.
Αρκεί μια ματιά στην Ευρώπη για να φανεί ότι η τιμή των 20 ευρώ είναι απολύτως δικαιολογημένη και σε πολλές περιπτώσεις χαμηλότερη. Το Sisi Museum & Imperial Apartments στη Βιέννη κοστίζει 20 ευρώ, το Amos Rex στο Ελσίνκι 22 ευρώ στο ταμείο (20 ευρώ online), ενώ το συνδυαστικό Musée de l’Orangerie / Orsay στο Παρίσι φτάνει τα 20 ευρώ. Πιο κοντά μας, τα Τείχη του Ντουμπρόβνικ χρεώνουν έως 40 ευρώ την υψηλή περίοδο. Αντίστοιχα ποσά, για μνημεία που σε αρκετές περιπτώσεις έχουν μικρότερο ιστορικό βάρος ή συναισθηματική αξία. Με λίγα λόγια, η Σπιναλόγκα όχι μόνο δικαιολογεί τα 20 ευρώ, αλλά πιθανότατα τα αξίζει και περισσότερο.
Για όσους πάλι δεν ενδιαφέρονται να γνωρίσουν την ιστορία, τον πολιτισμό ή την ψυχή ενός τόπου, για εκείνους που μοναδική τους μέριμνα είναι ο ήλιος, η θάλασσα και η καλοπέραση, χωρίς να εντρυφήσουν ούτε στο ελάχιστο στην παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα υπάρχουν άφθονες επιλογές. Τα boat trips προσφέρουν ακριβώς αυτό: μια όμορφη βόλτα, ένα μπάνιο, ένα σνακ δίπλα στη θάλασσα. Και αυτό είναι απολύτως θεμιτό.
Αλλά η Σπιναλόγκα δεν είναι για όλους. Είναι για εκείνους που θέλουν να σταθούν με σεβασμό μπροστά στην ιστορία, να κατανοήσουν τη σημασία της, να νιώσουν το βάρος και τη μνήμη που κουβαλά κάθε πέτρα.
Και ας μη γελιόμαστε: οι ίδιοι επισκέπτες δεν διστάζουν να πληρώσουν 25 ή 30 ευρώ για να μπουν σε ένα παλάτι στη Βιέννη ή να δουν ένα μουσείο στη Ρώμη. Γιατί λοιπόν να θεωρείται υπερβολή η ίδια τιμή για τη Σπιναλόγκα ένα μνημείο που κουβαλά τη συλλογική μνήμη ενός ολόκληρου λαού;
Ως ταξιδιωτικός πράκτορας, άνθρωπος που ζει από τον τουρισμό, γνωρίζω καλά τη σημασία κάθε επισκέπτη και κάθε εισιτηρίου. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ακράδαντα πως όσοι επιλέγουν να επισκεφθούν τη Σπιναλόγκα οφείλουν να πληρώνουν το αντίτιμο, όπως ακριβώς θα το έκαναν και στη χώρα τους για ένα αντίστοιχο μνημείο.
Η πολιτιστική μας κληρονομιά δεν μπορεί να υποτιμάται για χάρη του εύκολου τουριστικού κέρδους. Η Σπιναλόγκα είναι παγκόσμιο σύμβολο αρχιτεκτονικής και ιστορίας, τόπος μνήμης, όχι φωτογραφικό φόντο για τα social media για επιφανειακούς επισκέπτες. Αξίζει σεβασμό, φροντίδα και αναγνώριση και οφείλουμε να της δίνουμε την αξία που πραγματικά της ανήκει.
Στέφανος Χαραλάμπου Κατρινάκης, BA, MSc
Ταξιδιωτικός Πράκτορας











































































































